Της Βένας Γεωργακοπούλου
Έχω πολλούς λόγους να υπερηφανεύομαι για την πατρίδα μου, την Καλαμάτα. Την Τρίτη έφυγε από τη ζωή ένας από αυτούς. Έμαθα την είδηση από το facebook και αμέσως ξαναβρέθηκα στη διπλανή εξέδρα, αρχές δεκαετίας του ’70, τότε που η «Μαύρη Θύελλα» ανέβαινε δύο φορές στην Α΄ Εθνική και ο χουντικός γυμνασιάρχης μου καλούσε τον αξιοπρεπή και αυστηρό πατέρα μου στο γραφείο του να τον επιπλήξει.
Γιατί επέτρεπε στις τρεις κόρες του, όχι μόνο να κυκλοφορούν «ανά τας οδούς και τας ρύμας της πόλεώς μας», αλλά κυρίως γιατί συστηματικά εθεώντο να ουρλιάζουν ποδοσφαιρικά συνθήματα, κυρίως το διαχρονικό «διαιτητή, μαλάκα», εν μέσω εκατοντάδων ανδρών. Και μόνο ανδρών.
Μέγα λάθος, κύριε γυμνασιάρχα μου. Στις κερκίδες του μεσσηνιακού γηπέδου είχε ήδη εγκαθιδρυθεί μια γυναικοκρατία, υπέροχη και πρωτόγνωρη για τα ήθη της εποχής, όχι μόνο τα ποδοσφαιρικά. Και δεν ευθύνονταν, φυσικά, γι’ αυτό κάτι ισχνές μαθητριούλες του Γυμνασίου, με τσιριχτές φωνές και το πρώιμο φεμινιστικό τουπέ της μεσοαστικής φιλελεύθερης τάξης τους.
Ένα παχουλό, απλό κορίτσι 25 χρονών, εργάτρια στον «Καρέλια», ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια του ποδοσφαιρικού έπους της «Μαύρης Θύελλας». Η ηγέτις των φιλάθλων, η μασκότ της ομάδας. Το ίνδαλμά μου. Η Αγγέλω.
Ως «ιστορική φίλαθλο» του Π.Σ. Καλαμάτας αναφέρουν την Αγγελική Σμυρνιού όλες οι νεκρολογίες στον τοπικό Τύπο και τα κανάλια, τώρα που έφυγε σε ηλικία 65 ετών. Την αποχαιρέτησαν και την έκλαψαν μέχρι και οι πέτρες. «Βέμπο της Μαύρης Θύελλας» την αποκάλεσε χθες στην κηδεία της ο παλιός πρόεδρος της ομάδας, Λυκούργος Γαϊτάναρος. Θα ’θελα να ήμουν κι εγώ εκεί.
Πόσο τη ζήλευα όταν ήμουν κοριτσάκι. Γιατί δεν είχε να λογοδοτήσει, να αντισταθεί σε οικογενειακές και εκπαιδευτικές εξουσίες για να απολαύσει τη λατρεία της για το ποδόσφαιρο -ενώ ο δικός μου ο μπαμπάς μια φορά μού απαγόρεψε να πάω στο γήπεδο («η κόρη μου δε θα γίνει Ατίλιο», ούρλιαξε) κι εγώ πήγα στη ζούλα με το νυχτικό.
Γιατί δεν είχε τα δικά μου κόμπλεξ και κυκλοφορούσε άνετη και γεμάτη αυτοπεποίθηση στις κερκίδες, ακόμα και εν μέσω των βωμολοχιών (πολύ πιο ανώδυνων την εποχή εκείνη). Γιατί δε μάσαγε από ειρωνικά σχόλια (ελάχιστα, οφείλω να παραδεχτώ).
Γιατί είχε κερδίσει μια απολύτως ισότιμη θέση σε μια ανδρική μικροκοινωνία, που δεν ήταν και παραδεισένια. Γιατί δε σήκωνε μύγα στο σπαθί της και ήταν για όλη την ομάδα «μάνα και αδελφή» και όχι καμιά χαζογκρούπι, που ψάχνει για γκόμενο.
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη το ποδόσφαιρο ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς, καταλύει τις τάξεις. Στην Καλαμάτα κατάργησε και την πάλη των φύλων. Αυτό το φτωχό, βασανισμένο κορίτσι, που όλοι ξέραμε με πόσο ηρωισμό σήκωνε τα οικογενειακά της βάρη (η ίδια δεν παντρεύτηκε ποτέ), έκανε το γήπεδο δεύτερο σπίτι της. Οι διαιτητές μπορεί να ξεχνούσαν να ’ρθουν (η «Μαύρη Θύελλα» τα τελευταία χρόνια ξέπεσε πολύ), η Αγγέλω ποτέ.
Πηγαίνω καμιά φορά στο παλιό μας γήπεδο, του Μεσσηνιακού, εκεί που πρωτογνώρισα την Αγγέλω πριν ξενιτευτώ στην Αθήνα. Μπαίνω από την πίσω πόρτα, μυρίζω το ποτισμένο χορτάρι (στα χρόνια μου το τερέν ήταν «ξερό», που λέγαμε), ακούω τις ιαχές «Μαύρη Θύελλα» και τα τραγούδια του Φίλιππου Νικολάου από τα μεγάφωνα, βλέπω τις επελάσεις του Μήτσου Σπεντζόπουλου και το απροσπέλαστο αμυντικό τείχος του Άγγελου Σκαφιδά και γίνομαι καλύτερος άνθρωπος.
Το χαμόγελο της Αγγέλως το σκέφτομαι συνέχεια από χθες και γαληνεύω.
«Εφημερίδα των Συντακτών» 13/12/2012