Ακόμη και σε κλάδους που έπρεπε να «ανθούν» λόγω της οικονομικής κατάστασης, η θηλιά σφίγγει ολοένα και περισσότερο
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Φωτό: Στασινός Μουτσούλας
Η κρίση κορυφώνεται και οι συμπεριφορές των ανθρώπων αλλάζουν. Ο Αχμέτ, αν θυμάμαι καλά το όνομά του, εργαζόμενος σε βενζινάδικο της Καλαμάτας, μου έλεγε τις προάλλες πως ακούει όλο και πιο σπάνια τη φράση «γέμισέ το». Συνήθως τα μικρά αμάξια ζητούν 20 ευρώ βενζίνη και τα μεγαλύτερα 40 ή 50.
Τον ρωτάω ποια άλλη διαφορά παρατηρεί. «Όλοι κοιτούν την αντλία όταν γεμίζεις το ρεζερβουάρ», λέει. «Φοβούνται μην τους κλέψεις».
Τρία χρόνια με μνημόνιο ήταν αρκετά, λοιπόν, για να αλλάξουν εντελώς τις συνήθειες των καταναλωτών. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα επαγγέλματα τα οποία, σύμφωνα με τον κοινό νου, θα είχαν αρκετή δουλειά σε περιόδους κρίσης και επιβολής σκληρών φορολογικών μέτρων. Ένα από αυτά είναι εκείνο των επιδιορθώσεων παπουτσιών και ρούχων. Σύμφωνα, όμως, με τους επαγγελματίες του χώρου, τώρα επιδιορθώνουν όσοι στο παρελθόν αγόραζαν καινούργια. Κι εκείνοι που πέρυσι επιδιόρθωναν, τώρα φορούν τα παπούτσια τους ακόμα και σε κακή κατάσταση.
Περίπου ίδια η εικόνα και στις μεταποιήσεις ρούχων. «Ξεσκονίζουν», δηλαδή, τις ντουλάπες τους οι Καλαματιανοί προκειμένου να βρουν… καταχωνιασμένα ρούχα και παπούτσια και να τα φορέσουν ξανά, για να μη χρειαστεί να κάνουν μία βόλτα στην αγορά.
Σε πολλές περιπτώσεις δε, τα παπούτσια έχουν χαλασμένα τακούνια και έμεναν για χρόνια φυλαγμένα, ενώ τα ρούχα είναι ξεχειλωμένα ή λίγο μεγάλα.
Στην πραγματικότητα, τα μόνα νέα προϊόντα που έχουν ζήτηση είναι τα φθηνά. Πλέον, ό,τι μπορεί να κοπεί, κόβεται.
Φτιάχνουν τα παλιά αντί να αγοράζουν καινούργια
Το προφίλ του μέσου Καλαματιανού που δεν έχει χρήματα να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του σε Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, που περιορίζει, όχι μόνο τις αγορές ειδών ένδυσης και υπόδησης αλλά και τις επιδιορθώσεις των παλιών, ενώ δε συντηρεί σωστά το σπίτι και το αυτοκίνητό του, σκιαγραφούν σήμερα μιλώντας στο «Θ» οι επαγγελματίες του χώρου.
Ο Γιώργος Δαρσακλής, που διατηρεί, μεταξύ άλλων, κατάστημα επιδιόρθωσης υποδημάτων στην οδό Αριστοδήμου, απαντώντας στο ερώτημά μας σημείωσε: «Αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο θα έλεγα ότι έχουμε δουλειά. Ο χρόνος, όμως, και οι υποχρεώσεις δεν τελειώνουν με έναν – δύο καλούς μήνες. Σε σχέση με πέρυσι έχουμε πτώση της τάξης του 30%. Κι αυτό δεν το λέμε μόνο εμείς, αλλά και οι προμηθευτές των προϊόντων μας σε πρώτες ύλες.
Αν θέλετε μια πιο γενική εικόνα, θα έλεγα ότι τα χρόνια της κρίσης, ιδιαίτερα φέτος, εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι ο κόσμος πλέον επιδιορθώνει παλιά παπούτσια. Όχι ενός και δύο χρόνων, ακόμη και παλιότερα. Για να καταλάβετε, το 2011 που η χρονιά ήταν εξίσου κακή οικονομικά, δεν είχα παρατηρήσει ανάλογο φαινόμενο.
Τους τελευταίους μήνες, όμως, αυτό τείνει να γίνει γενικός κανόνας. Η θηλιά πλέον αρχίζει και σφίγγει πολύ. Και ασφαλώς τους επόμενους μήνες θα φτάσουμε σε κατάσταση ασφυξίας. Δε θα έχει πλέον ο κόσμος να φτιάξει ούτε το παλιό παπούτσι».
Η κυρία Άννα Ζέρβα διατηρεί κατάστημα με επιδιορθώσεις ρούχων. Περιγράφοντας την κατάσταση στην αγορά, μας είπε: «Ο αριθμός των πολιτών που έρχεται στο μαγαζί είναι αυξημένος. Όμως, αρκετοί δεν έχουν τα χρήματα να τα πάρουν πίσω, γιατί εν τω μεταξύ πρέπει να καλύψουν άλλες υποχρεώσεις. Έχουν άλλες προτεραιότητες. Στο μαγαζί μου υπάρχουν ρούχα αφημένα τέσσερα και πέντε χρόνια.
Από την άλλη, τα ρούχα που φέρνουν για μεταποίηση συνήθως είναι παλιά. Ξεχασμένα στις ντουλάπες τους, που η ανέχεια όμως τους αναγκάζει να φέρουν και πάλι προς χρήση. Καινούργια ρούχα για επιδιόρθωση σπάνια βλέπουμε. Ξέρετε ότι πολλοί ρωτάνε και για το κόστος μιας απλής μεταποίησης, που δεν ξεπερνά τα 3 ευρώ;».
Τα ίδια μας περιγράφει και ο Λεωνίδας Βουτέλης, ο οποίος έχει κατάστημα με υποδήματα, αλλά κάνει και επιδιορθώσεις, στην πλατεία 23ης Μαρτίου: «Η κίνηση είναι ασφαλώς πεσμένη. Κάθε χρόνο και χειρότερα. Αυτό μου λένε και συνάδελφοι που συζητούμε το θέμα. Το χειρότερο είναι ότι πολλοί μάς τα φέρνουν, αλλά δεν έρχονται να τα πάρουν πίσω, γιατί ίσως δεν έχουν τα δέκα, είκοσι ευρώ που κοστίζουν».
Όπως λέει, ο κόσμος βγάζει τα παπούτσια από τις ντουλάπες, αλλά το σκέφτεται δεύτερη φορά για να επιδιορθώσει, για παράδειγμα, ένα τακούνι.
Η κυρία Ελένη Χελά, που επίσης ασχολείται με επιδιορθώσεις ρούχων, μας είπε: «Η τρέλα που υπήρχε παλιά δε υπάρχει σήμερα. Μάλιστα, κάποιοι μας αφήνουν τα ρούχα τους εδώ για μήνες, ενώ πολλά είναι κι αυτά που πετάω. Ορισμένα δε που έχουν κλείσει χρόνια, τα δίνω σε φίλους και γνωστούς».
Ο Παναγιώτης Τζαϊλέας διατηρεί στην οδό Φαρών στεγνοκαθαριστήριο: «Η κατάσταση όσο πάει και γίνεται πιο άσχημη. Βέβαια, κίνηση έχουμε, αλλά δεν μπορεί να καλύψει σε καμία περίπτωση τα έξοδά μας. Ακόμα και η ροή των πελατών μας έχει αλλάξει. Παλιότερα έρχονταν κάθε 15 ημέρες, τώρα πρέπει να φτάσουμε στο μήνα. Για να καταλάβετε, τα προηγούμενα χρόνια τις ημέρες των γιορτών σιδερώναμε μόνο καινούργια ρούχα. Τώρα δεν έχω δει παρά κάποια παλιά».
Στην οδό Αριστοδήμου κυρία που διατηρεί στεγνοκαθαριστήριο μας επανέλαβε ακριβώς τα ίδια πράγματα: «Η κίνηση είναι πολύ πεσμένη. Και όχι μόνο αυτό. Αρκετοί αφήνουν τα ρούχα τους εδώ για μήνες. Τι να πούμε τώρα; Η κατάσταση είναι δραματική. Όταν σε κάθε σπίτι πλέον υπάρχει κι ένας άνεργος, τι να λέμε τώρα; Ο πόνος έχει απλωθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας. Και δε βλέπουμε και σημάδια ανάκαμψης.
Από την άλλη, δε μας φτάνουν τα προβλήματα που έχουμε, θέλουν να ανοίγουμε τα μαγαζιά μας και τις Κυριακές. Λες και ο κόσμος δεν έχει χρόνο να ψωνίσει. Τα χρήματα είναι αυτά που λείπουν».
Τέλος, ο κ. Αναστάσιος Πανταζόπουλος διατηρεί ταπητοκαθαριστήριο στην περιοχή του Ασπροχώματος: «Η κίνηση στην αγορά έχει πέσει πολύ. Κι αυτό δε συμβαίνει μόνο στην Καλαμάτα, αλλά σε όλη την χώρα. Ξέρετε, σύμφωνα με τον κανονισμό που ισχύει, τα χαλιά που μας αφήνουν πρέπει να τα πάρει ο κόσμος πίσω μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου. Αυτή τη στιγμή έχουμε αδιάθετα περίπου 300 με 350 κομμάτια. Και δεν ξέρω αν έρθουν και τους επόμενους μήνες να τα πάρουν. Βέβαια, δίνουμε μια μικρή παράταση, αλλά θεωρώ ότι η κατάσταση δεν αλλάζει. Βεβαίως, τα προηγούμενα χρόνια δε συνέβαινε αυτό το φαινόμενο. Στις 16 Δεκεμβρίου τα καταστήματά μας έβαζαν αυτόματο τηλεφωνητή και στην ουσία κλείναμε».