Κάθειρξη 6 χρόνων σε τσιγγάνες που παραβίαζαν ανασφάλιστες πόρτες και έκλεβαν κοσμήματα


 

 

Του Χάρη Χαραλαμπόπουλου

Με ταυτότητα ή κάποιο άλλο σκληρό αντικείμενο (τηλεκάρτα ή πιστωτική κάρτα) κατάφερναν τρεις τσιγγάνες, οι οποίες δεν κατοικούσαν στην Καλαμάτα, να μπαίνουν σε ανασφάλιστα διαμερίσματα πολυκατοικιών και να παίρνουν χρυσά κοσμήματα, σύμφωνα με τη χθεσινή απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, το οποίο τις καταδίκασε σε κάθειρξη 6 ετών, χωρίς η έφεσή τους να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισαν οι δύο από τις τρεις, καθώς για την άλλη ζητήθηκε αναβολή επειδή βρέθηκε να πάσχει από αγοραφοβία. Το αίτημα απορρίφθηκε, όπως και το αίτημα της δικηγόρου της περί αναβολής, αφού η ίδια δήλωσε με φαξ στο δικαστήριο πως έχει συμπτώματα γαστρεντερίτιδας.
Το δικαστήριο είχε ήδη αναθέσει την υπόθεση σε δικηγόρο και μετά την απόρριψη των αιτήσεων αναβολής, ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας συγγενής της μιας από τις κατηγορούμενες όρισε κι άλλον δικηγόρο, ο οποίος κατέλαβε τη θέση του στα έδρανα της υπεράσπισης.

Μαρτυρίες
Ένας από τους μάρτυρες, αστυνομικός στο επάγγελμα, είπε πως είδε τις κατηγορούμενες από το «ματάκι» της πόρτας του διαμερίσματός του να προσπαθούν να ανοίξουν το απέναντι διαμέρισμα. Ενημέρωσε τους συναδέλφους του, οι οποίοι τις συνέλαβαν.
Ένας άλλος είπε πως χάθηκαν κοσμήματα από το σπίτι του, αξίας μεγαλύτερης των 20.000 ευρώ, αλλά η κλοπή τους διαπιστώθηκε μετά από μία εβδομάδα, όταν η γυναίκα του χρειάστηκε να φορέσει κάποια από αυτά. Επικαλέστηκε και τη μαρτυρία μιας γειτόνισσάς του, η οποία του είπε πως της χτύπησαν το κουδούνι, αυτή δεν άνοιξε και ξαφνικά είδε την πόρτα να ανοίγει και αναγνώρισε τις δύο από τις τρεις κατηγορούμενες.
Μια άλλη μάρτυρας, στην πόρτα της οποίας βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα της μιας από τις κατηγορούμενες, είπε πως της έκλεψαν διάφορα αντικείμενα, η αξία των οποίων ήταν περίπου 50.000 ευρώ. 
Τέλος, μια τέταρτη μάρτυρας κατέθεσε πως είναι σχεδόν σίγουρη για τις κατηγορούμενες, τις οποίες είδε μερικές ημέρες νωρίτερα από την κλοπή στο σπίτι της να κοιτάζουν την πολυκατοικία. Πρόσθεσε πως δεν υπήρχαν ίχνη και έκλεψαν μόνο τα χρυσά της κοσμήματα, μεταξύ των οποίων ένα μπριγιάν της μητέρας της, αξίας 20.000 ευρώ περίπου.
Ένας αστυνομικός που κατέθεσε, είπε πως στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, μετά από κλήση που έκανε ο συνάδελφός του για τις τρεις ύποπτες τσιγγάνες, αυτές προσήχθησαν, τους πήραν αποτυπώματα και το ένα από αυτά βρέθηκε στην πόρτα του διαμερίσματος μιας από τις παθούσες. Την περίοδο από τις 13 έως τις 21 Σεπτεμβρίου 2010 είχαν γίνει κι άλλες κλοπές με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή άνοιγαν τις ανασφάλιστες πόρτες με ταυτότητα ή κάποιο άλλο σκληρό αντικείμενο, ενώ αναγνώρισε τις δύο από τις τρεις και η μάρτυρας η οποία δεν κατέθεσε.
Όπως είπε στη συνέχεια, η μεθοδολογία ήταν ίδια, ο τρόπος δράσης ίδιος, οι κλοπές ήταν σε πολύ κοντινό διάστημα, δεν υπήρχαν ίχνη διάρρηξης και τα κλοπιμαία ήταν μόνο χρυσά κοσμήματα. Πρόσθεσε δε πως οι κατηγορούμενες αρνήθηκαν την κατηγορία και δεν ήταν συνεργάσιμες.

Η απολογία
Στην απολογία τους οι κατηγορούμενες αρνήθηκαν την κατηγορία. Η μία υποστήριξε πως ήρθε στην Καλαμάτα για να πουλήσει διάφορα προϊόντα από σπίτι σε σπίτι και όχι για να κλέψει. Ισχυρίστηκε δε ότι δεν είχε πάει ποτέ στην πολυκατοικία που βρέθηκε το αποτύπωμά της.
Η δεύτερη ανέφερε πως δε βρέθηκε κάτι πάνω τους όταν τις συνέλαβε η Αστυνομία και πρόσθεσε πως πωλούσαν διάφορα είδη.
Όμως, δεν έπεισαν το δικαστήριο. Κρίθηκαν ένοχες για μία κλοπή (αυτή όπου βρέθηκε το αποτύπωμα στην πόρτα) και μία απόπειρα κλοπής (κατά την οποία συνελήφθησαν), ενώ αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών για τα άλλα δύο περιστατικά.