Μιχάλη μου,
πληροφορήθηκα από τις εφημερίδες ότι το θεατρικό σχήμα «ΣΥΝ 1», στο οποίο προσέθεσαν και το όνομά σου, οργάνωνε εκδήλωση προς τιμήν σου.
Μοιράστηκαν εκατοντάδες προσκλήσεις, κυρίως σε μεγαλοσχήμονες της πόλης μας και, προφανώς, δεν περίσσεψε καμία για μένα, τα ξαδέλφια σου, τα ανήψια σου, το αίμα σου, που ζούμε σ’ αυτή την πόλη. Όμως, ήρθαμε όλοι, απρόσκλητοι, παρείσακτοι, να σε συναντήσουμε. Ήρθα απρόσκλητη, παρείσακτη, να σε βρω και σ’ έχασα. Σε βρήκα μόνο μέσα στους στίχους και στις νότες που έγραψε και τραγούδησε για σένα η Ματίλντα μας, η κόρη σου, που την τελευταία στιγμή σε ζωντάνεψε μέσα στην αίθουσα.
Γιατί, Μιχάλη μου, είχες χαθεί ανάμεσα στα κόκκινα σατέν, τις εντυπωσιακές προσφωνήσεις, τις τόσες ανακρίβειες και τις χειρότερες από αυτές, μισές αλήθειες.
Σ’ αυτό το σκηνικό απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στους γονείς μας, στο χαμόσπιτό μας στην Άρτα, στα παιδικά και σχολικά σου χρόνια, στην πρώτη απόπειρα να κατασκευάσεις όργανο μουσικής από την κατσαρόλα της μαμάς, στον «μπερντέ» με τα σεντόνια της μαμάς που πήρε φωτιά από το κερί στην αναζήτησή σου να πετύχεις ιδιαίτερο φωτισμό στον Καραγκιόζη που υποδυόσουν, με εμένα Κολλητήρι, στα πρώτα στιχάκια και τις πρώτες νότες που έγραφες, στο πρώτο σου τραγούδι σου που τραγουδήσαμε μαζί σε μια πιτσαρία με μοναδικούς ακροατές τους γονείς μας, στον πρώτο πίνακα που ζωγράφισες, στο πρώτο σκίτσο που σκιτσάρισες, στο πρώτο γλυπτό που κατασκεύασες.
Απουσίαζαν τελείως τα φοιτητικά σου χρόνια, η πολιτική σου δράση, οι ατελείωτες συνεδριάσεις της Ο.Β. Ιατρικής, στην 25 τετραγωνικών γκαρσονιέρα μας στην οδό Κλείτου 18, δωμάτιο Γ4, στα Ιλίσια, όταν με έβγαζες έξω να περιμένω στα σκαλιά, γιατί μέσα ονειρευόσουν ν’ αλλάξεις τον κόσμο, κατέστρωνες σχέδια καπνίζοντας ΑΣΣΟ σκέτο και πίνοντας τσίπουρο απ’ τα Τζουμέρκα.
Δεν ακούστηκε το υπέροχο τραγούδι σου «Κλείτου 18, δωμάτιό Γ4». Δεν υπήρξε καμία αναφορά στον Γιώργο, τον Δημήτρη, στον Βαλαχή, στη Μαρίνα, στην Πία.
Δεν ακούστηκε τίποτα για τα σκηνικά που μ’ έβαλες να φτιάξω, καταστρέφοντας τις χειροποίητες κουρτίνες της μαμάς, για την παράσταση «Αχαρνείς» του Αριστοφάνη που ετοίμαζες στη σχολή σου, ούτε για το πούλημα των σκουλαρικιών της γιαγιάς για την πρώτη δόση της μηχανής που αγόρασες, μάρκας JAWA, το πρώτο πέσιμό μας στην οδό Θηβών, τις σαράντα μέρες που μου κράταγες άγρυπνος το χέρι στο κρεβάτι του πόνου μετά το μεγάλο τρακάρισμα στα Πατήσια, όταν παραλίγο να συναντήσω εγώ τη μοίρα σου.
Γι’ αυτά, Μιχάλη μου, θα μπορούσαν να μιλήσουν αυτοί που σε ήξεραν, όμως ουδέποτε ρωτήθηκαν, ουδέποτε προσκλήθηκαν και επιδεικτικά αγνοήθηκαν. Στην άρρωστη εμμονή τους να σε οικειοποιηθούν, για σκοπούς πλέον τόσο προφανείς, εξαφάνισαν τη ζωή σου, γιατί έτσι «εξαφανίζουν» εμένα και τους γονείς μας και όλα αυτά για να σε τιμήσουν! Αν δεν ήταν τόσο αξιοθρήνητη, θα ήταν γελοία η προσπάθεια να σβήσουν και όλα τα χρόνια της ζωής σου στην Καλαμάτα, εκτός από τα δύο τελευταία.
Δεν αναφέρθηκε ούτε μια λέξη για όλα τα προηγούμενα δημιουργικά χρόνια σου σε τούτη την πόλη. Την ίδρυση πριν 19 χρόνια της «Θεατρικής Διαδρομής», της οποίας το έμβλημα με τα τρία πρόσωπα φιλοτέχνησες και σύσσωμη παραβρέθηκε και αυτή απρόσκλητη στην εκδήλωση, με σεμνότητα και ήθος, όπως ταιριάζει στην ιστορία της. Δεν αναφέρθηκε λέξη για τη μουσική που έγραψες και επιμελήθηκες σε 15 θεατρικά έργα του σχήματός μας, τα τρία πρώτα βραβεία μουσικής που κέρδισες με το ίδιο σχήμα σε τρία Πανελλήνια Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου, τις συγκλονιστικές ερμηνείες σου στο «Ένα καπέλο γεμάτο βροχή», στο «DA», στο «Και όμως κάπως έτσι», στην «Κυριακή των παπουτσιών», και σε πολλές άλλες, τις αφιερώσεις σε διάφορους ποιητές που οργανώναμε μαζί και πλημμύριζαν από τη μουσική σου, τα τόσο αξιώματα με τα οποία σε τίμησε η θεατρική μας ομάδα και πολλά άλλα.
Πόση έπαρση και ταυτόχρονα πόση μικροψυχία χρειάζεται, αλήθεια, να εξαφανίζεις 48 ολόκληρα χρόνια ζωής ενός ανθρώπου που «τιμάς», λες και ο άνθρωπος αυτός μόνο πέθανε και δεν έζησε ποτέ, απλά για να μην ακουστεί καν το όνομα αυτών που θεωρείς αντιπάλους σου;
Σε όλες αυτές τις κοινές μας δραστηριότητες, Μιχάλη μου, ο ένας εμπνεόταν από τον άλλον, μαζί δημιουργούσαμε με πάθος, ενθουσιασμό, αλλά και με διαφωνίες και συγκρούσεις, πάντα όμως με αγάπη και λατρεία, που δυστυχώς αρκετοί δεν άντεχαν και υπέρμετρα εφθόνησαν, και ο φθόνος φθίνει τους ανθρώπους και τους καταντάει ελάχιστους και ασήμαντους και έτσι κόπηκε το νήμα…
Όμως, Μιχάλη μου, όλα τα παραπάνω ήταν η κοινή μας ζωή πέντε ολόκληρες δεκαετίες, που ανασαίναμε ο ένας την ανάσα του άλλου. Μέχρι που ήρθαν τα τελευταία δύο χρόνια που εσύ ο ίδιος χαρακτήρισες, λίγες μέρες πριν από τον άδικο χαμό σου, τα χειρότερα της ζωής σου, που κατασπάραξαν την ψυχούλα σου και τη δική μου.
Όταν ξαναβρήκες το νήμα, μου είπες: «Αύριο, Μαρία μου, θα έλθω να σε καμαρώσω». Ήταν 2 του Μάρτη 2010 και η «Θεατρική Διαδρομή» ανέβαζε τη «Γηραιά Κυρία», όπου ερμήνευα τον ομώνυμο ρόλο.
Σε περιμέναμε όλοι με λαχτάρα, κρατώντας στα χέρια μας την άλλη άκρη του νήματος. Ολόκληρη η ομάδα στην οποία μεγαλούργησες είχε ανοίξει την αγκαλιά της και σε περίμενε.
Η επόμενη μέρα ήταν η 3 Μαρτίου 2010… Δεν πρόλαβες… Όπως δεν πρόλαβες και τα άλλα που είχες αναγγείλει στους γονείς μας.
Μετά το φευγιό σου, από τις πρώτες ώρες, πριν ακόμη συναντήσεις τη μητέρα γη, κάποιοι όρμηξαν πάνω στην πληγή μου και με βουλιμία όρνιου κατασπάραξαν ό,τι είχε απομείνει από την ψυχή μου.
Και όλα αυτά «επ’ ονόματί σου», αφού αγνόησαν προκλητικότατα τις έντονες παρακλήσεις των γονιών μας και, κυρίως, της χαροκαμένης μάνας μας, να μη χρησιμοποιήσουν το όνομά σου, αφού γνώριζαν και τους ανθρώπους και τα κίνητρά τους από δικές σου, μάλιστα, αναφορές, και προσέθεσαν στο όνομα του σχήματός τους το «Μιχάλης Τούμπουρος», καθ’ ην στιγμή εγώ ήμουν και είμαι πρόεδρος της «Θεατρικής Διαδρομής», από την οποία προήλθαν μετά από διάσπαση, με γνωστή την ψυχολογία που επικρατεί σε αυτές τις καταστάσεις.
Ο στόχος και τα κίνητρα παραπάνω από προφανή, όπως απέδειξε και η συνέχεια.
«Άνθρωποι του πολιτισμού», που δεν μπορούν να αντέξουν ότι το αίμα σου που χύθηκε στην άσφαλτο είναι το ίδιο με αυτό που κυλάει στις δικές μου φλέβες.
Δεν αντέχουν ότι δεν ήσουν απλά ο Μιχάλης Τούμπουρος, αλλά του Στεφάνου και της Ελένης και δεν ήσουν στον κόσμο μόνος, είχες γονείς, είχες αδελφή, ξαδέλφια, ανήψια, που ζουν στην ίδια πόλη που ζούσες και εσύ και δε βρέθηκε ένας, όχι απαραίτητα «άνθρωπος του πολιτισμού», αλλά ένας απλώς πολιτισμένος άνθρωπος, από όσους σε «τιμούσαν», να μας προσκαλέσει στην εκδήλωση για τη μνήμη σου, να μας καλωσορίσει σ’ αυτή, αφού έτσι κι αλλιώς ήρθαμε απρόσκλητοι ή, έστω, να αναφέρει ότι είμαστε παρόντες.
Η μοναδική στιγμή που ασχολήθηκαν μαζί μας ήταν όταν μια κυρία από τους διοργανωτές της εκδήλωσης, τη στιγμή που καθίσαμε στα πλαϊνά καθίσματα της αίθουσας, μας είπε να σηκωθούμε, επειδή οι θέσεις αυτές είχαν κρατηθεί για τους συγγενείς του!
Από συγγενείς, όμως, στα καθίσματα της αίθουσας δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από εμένα, τα ξαδέλφια σου και τα ανήψια σου που μας ζητήθηκε να σηκωθούμε. Για να πω την αλήθεια, ούτε αυτή η συμπεριφορά με ξένισε. Άλλωστε, τρία ολόκληρα βασανιστικά χρόνια δεν ακούσαμε, Μιχάλη μου, οι γονείς μας και εγώ ούτε έναν απλό λόγο συμπαράστασης, δε δεχθήκαμε ένα τυπικό τηλεφώνημα, έστω από έναν από αυτούς που σε «τιμούν» και χρησιμοποιούν το όνομά σου, αποδεικνύοντας πόσο αλάνθαστο είναι το ένστικτο της μάνας, όταν τους παρακαλούσε να μη χρησιμοποιούν το όνομά σου και προκλητικά αγνοήθηκε.
Συμπάθα με, αδελφούλη μου, που μετά από τόσο καιρό δεν άντεξα και παραβίασα τη σιωπή μου. Μη μου παραπονιέσαι που για πρώτη φορά δεν εφάρμοσα τα σοφά λόγια σου: «οι λέξεις είναι μια τεράστια σιωπή και η σιωπή μου λέξεις χιλιάδες»
Όλα αυτά τα χρόνια, η κακία, η μικροψυχία και οι προσβολές αφορούσαν εμάς τους ζωντανούς και επιλέξαμε να απαντάμε με αξιοπρέπεια και σιωπή. Όμως, τώρα αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ εσένα, αφού δεν μπορείς να το κάνεις εσύ.
Γιατί, Μιχάλη μου, νιώθω ότι δεν προσβληθήκαμε εμείς. Η μνήμη σου τσαλαπατήθηκε με τρόπο προκλητικό, ύπουλο και χυδαίο.
Γι’ αυτό ήρθα στο μνήμα σου, να στα πω να ξαλαφρώσω και ας με κοιτάς με παγωμένο βλέμμα μέσα από τη φωτογραφία σου, εγώ νιώθω τη γλύκα, την αγάπη, το θυμό, την οργή, τον τρόμο και την απορία που πάντα φανέρωναν τα μάτια σου.
Ας σε «τιμούν» οι άλλοι τυλιγμένοι στα κόκκινα σατέν. Εγώ τιμώ τη μνήμη σου μ’ ένα κόκκινο λουλούδι και μια σταγόνα δάκρυ από την ψυχή μου και δε ζητώ τίποτε άλλο παρά λίγη ανθρωπιά και λίγο σεβασμό, τουλάχιστον αυτών των στιγμών…