Ξενάγηση στο εντυπωσιακό κτήριο του Μουσικού Σχολείου (φωτογραφίες)


Αίσθηση προκάλεσε χθες, κατά τη συνέχιση της εκδίκασης της μεγάλης υπόθεσης για τη δολοφονία του πατέρα και του 2,5 χρόνων γιου Μεσάι και άλλα σοβαρά αδικήματα, η διαφοροποίηση των αρχικών καταθέσεων επαγγελματιών σε σχέση με όσα είπαν χθες ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, σχετικά με τις κατηγορίες εκβίασής τους από κατηγορούμενους που φέρονται ως αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης, κάτι που επισήμανε αρκετές φορές η Έδρα του Δικαστηρίου, σε σημείο που ο πρόεδρος ρώτησε μάρτυρα «αν φοβάται».

Όλοι οι καταστηματάρχες νυχτερινών κέντρων και επιχειρηματίες διαβεβαίωσαν χθες ότι δεν απειλήθηκαν από τους κατηγορούμενους, δίνοντας ωστόσο διστακτικές απαντήσεις στις επίμονες ερωτήσεις του Δικαστηρίου και εξηγώντας με δικό τους τρόπο όσα είχαν αναφέρει στα πρώτες τους καταθέσεις στην Αστυνομία, το Δεκέμβριο του 2011.

Η χθεσινή ημέρα ολοκληρώθηκε μετά από πολύωρη συνεδρίαση και αφού ολοκληρώθηκε η κατάθεση όλων των μαρτύρων κατηγορίας.

Η εκδίκαση θα συνεχισθεί σήμερα το πρωί με τα αναγνωστέα έγγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν και τους ψηφιακούς δίσκους με τις συνομιλίες κατηγορουμένων.

 

Τα θύματα

Η πρωινή διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση ηλικιωμένης που γνώριζε το θύμα Φελίμ Μεσάι, στην περιοχή του Πλατέος, όπου διέμενε, καθώς είχε εργασθεί στο σπίτι και σε κτήματά της.

Το μεσημέρι της ημέρας που βρέθηκε νεκρός, όπως κατέθεσε, είχε περάσει από το σπίτι της μαζί με το μικρό του γιο Κέρι. Είπε πως ο 35χρονος Αλβανός ήταν καλό παιδί και δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα.

Ακολούθως, αστυνομικός του Τμήματος της Μεσσήνης κατέθεσε πως ειδοποιήθηκε για συμβάν και φθάνοντας στο αρδευτικό κανάλι, είδε ένα αυτοκίνητο κάθετα στο κανάλι να επιπλέει «σαν βάρκα». Αρχικά εκτίμησε πως πρόκειται για τροχαίο. Είδε, καθώς δήλωσε πως είχε σκοτεινιάσει, μια σκιά στη θέση του οδηγού, ενώ στην άκρη του καναλιού φαίνονταν νερά, σαν δύο άτομα να έχουν βγει, να έχουν περπατήσει για λίγο στο δρόμο, να έχουν χωρισθεί λίγα μέτρα παρακάτω και να χάνονται τα ίχνη, σαν να επιβιβάζονται σε αυτοκίνητο. Ειδοποιήθηκε η Πυροσβεστική και βρήκαν τον οδηγό, ενώ το παιδάκι «το είχε κορφιάσει το νερό», όπως σημείωσε. Πρόσθεσε, δε, ότι λίγο πριν από το κανάλι υπήρχαν δύο σπινιαρίσματα και στο τέλος τους σπασμένα τζάμια και κομματάκια από οστά.

Αξιωματικός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Καλαμάτας που κατέθεσε εν συνεχεία είπε ότι έβαλαν σκάλα και ανέβηκαν στην οροφή του αυτοκινήτου. Το τζάμι του οδηγού ήταν σπασμένο και ο οδηγός στη θέση του. Κλήθηκε ο υπεύθυνος του ΓΟΕΒ και έκλεισε το φράγμα για να κατέβει το νερό, ενώ πυροσβέστης μπήκε στο αυτοκίνητο για να απεγκλωβίσει τον οδηγό. Όταν τον έβγαλαν, είδαν ότι είχε ένα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι και τότε άκουσαν κάποιον να φωνάζει «το παιδάκι». Είδαν να βγαίνει από το όχημα επιπλέοντας το μικρό παιδί, το οποίο το σήκωσαν και διαπίστωσαν ότι έφερε βαθύ κόψιμο στο λαιμό. Ο πυροσβέστης πρόσθεσε ότι το κλειδί ήταν στη μηχανή του αυτοκινήτου, ενώ τα κάγκελα στο κανάλι στο σημείο που έπεσε το αυτοκίνητο ήταν κομμένα με τροχό. Τέλος, σημείωσε ότι υπήρχε απόλυτο σκοτάδι και δεν είδε σπινιαρίσματα ή νερά στο δρόμο.

Εποχικός υπάλληλος του ΓΟΕΒ κατέθεσε ότι τον κάλεσε η Αστυνομία να κλείσει το νερό στο κανάλι, ενώ σε ερωτήσεις για τα κομμένα κάγκελα είπε ότι αυτό είχε γίνει πριν από 20 ημέρες και είναι συχνό φαινόμενο από «κυνηγούς μετάλλων».

 

Ξέσπασμα αστυνομικού

Ακολούθησαν καταθέσεις αστυνομικών της Ασφάλειας Καλαμάτας, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε ευρήματα ή μη στα σπίτια των κατηγορουμένων, μετά τις έρευνες που διενεργήθηκαν.

Ιδιαίτερες ερωτήσεις έγιναν για το συνάδελφό τους που τότε υπηρετούσε στη Δίωξη Ναρκωτικών Καλαμάτας και κατηγορείται ως πληροφοριοδότης και μέλος της οργάνωσης. Για την επίμαχη συνομιλία, όπου φέρεται ότι συνομίλησε με μέλος της οργάνωσης που καταζητείται και του είπε ότι σε συγκεκριμένο σπίτι είναι κρυμμένο όπλο, αλλά αυτό δε βρέθηκε από την έρευνα που έγινε, οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στις έρευνες κατέθεσαν ότι από πριν από τη συνομιλία το συγκεκριμένο σπίτι φυλασσόταν και κανείς δεν εισήλθε.

Επίσης, τόνισαν ότι ήταν από τους καλύτερους αστυνομικούς της υπηρεσίας, μάχιμος, έντιμος και με 35 εύφημους μνείες. Δεν είχε δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα, ενώ συνάδελφός του τον χαρακτήρισε ίνδαλμα και πρότυπο για εκείνον.

Τέλος, άπαντες παραδέχθηκαν πως όταν υπηρετείς σε τέτοιες υπηρεσίες, έχεις επαφές με τέτοιους ανθρώπους εκ της φύσεως του επαγγέλματος.

Επίσης ο πρώην διοικητής του κατέθεσε πως ήταν από τους καλύτερους αστυνομικούς που είχε και συμμετείχε σε 3 παλιότερες συλλήψεις του 49χρονου για άλλες υποθέσεις. Μάλιστα, δήλωσε πως γνώριζε πως μιλούσε με τον νυν καταζητούμενο, φερόμενο ως αρχηγό της οργάνωσης, και πως αυτό συνηθίζεται από αστυνομικούς τέτοιων υπηρεσιών. Μάλιστα, ρητορικά απηύθυνε το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να ήταν μέλος της οργάνωσης ή πληροφοριοδότης τους και να υπάρχουν μόνο δύο συνομιλίες του όλο το χρονικό διάστημα της παρακολούθησης.

Ο κατηγορούμενος αστυνομικός σε αυτό το σημείο της δίκης παρενέβη, ρωτώντας τον πρώην διοικητή του πόσες φορές μόνο με άλλον έναν συνάδελφό του είχαν φυλάξει μέσα στη νύχτα για να συλλάβουν τα δίδυμα κατηγορούμενα αδέλφια, γιατί ζητούσαν ενισχύσεις από την Αθήνα και δεν τους έδιναν, τονίζοντας: «Φυλάγαμε οι δύο μας, γιατί δεν πήγαινε κανένας άλλος. Φοβόντουσαν. Δεν τολμούσαν ούτε μεταγωγή να τους πάνε. Φοβόντουσαν ακόμα και το κουδούνι να του χτυπήσουν και πήγαινα εγώ».

 

«Ψόφησε το προβατάκι»

Μετά από διακοπή, ο Αλβανός κατηγορούμενος που έχει παραδεχτεί μόνο το δολοφονία του Φελίμ Μεσάι, ζήτησε το λόγο και διευκρίνισε, εξαιτίας δημοσιεύματος, όπως είπε, ότι αυτός δεν έχει σκοτώσει τον Σωτήρη Ψυχόπαιδα στη Μικρομάνη, ήταν μάρτυρας και πως τον είχε σκοτώσει ο Φελίμ Μεσάι.

Στη συνέχεια, καταστηματάρχης της Μεσσήνης κατέθεσε ότι το θύμα Φελίμ Μεσάι, είχε αγοράσει υλικά για το σπίτι και σταύλο που έφτιαχνε ο 49χρονος κατηγορούμενος ως αρχηγός, καθώς εργαζόταν σε αυτόν, ενώ μετά από παρότρυνση του συγκεκριμένου κατηγορουμένου είπε πως έπειτα από τη δολοφονία, σε συζήτηση που είχαν, ο 49χρονος του είπε πως «αυτός που σκότωσε το παιδί δεν είναι άνθρωπος».

Αμέσως μετά κτηνίατρος της περιοχής βεβαίωσε ότι ο 49χρονος κατηγορούμενος στο σπίτι του στη Μεσσήνη είχε περίπου 30 πρόβατα, 2 άλογα και σκυλιά, τα οποία φρόντιζε. Μάλιστα, την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε μία νεογέννητη προβατίνα είχε μαστίτιδα και τη φρόντιζε, ενώ ένα αρνάκι τελικά δεν άντεξε και πέθανε. Η συγκεκριμένη διευκρίνιση αφορούσε σε συνομιλία που έχει καταγραφεί, όπου ο 49χρονος ακούγεται να λέει «ψόφησε το προβατάκι», με τις αρχές να δίνουν την ερμηνεία ότι αναφέρεται στο παιδάκι του Αλβανού που βρέθηκε νεκρό.

 

Καταθέσεις επιχειρηματιών

Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις καταθέσεις επιχειρηματιών. Τότε καταστηματάρχης  νυχτερινού μπαρ της Καλαμάτας κατέθεσε πως γνωρίζονταν από παιδιά με τον κατηγορούμενο ως έναν από τους αρχηγούς της οργάνωσης, υπάλληλο δημόσιου οργανισμού, και τον είχε φωνάξει 2-3 φορές στο μαγαζί για μεροκάματο. Δεν εκβιάστηκε ποτέ, όπως είπε, ενώ όταν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου κ. Παναγόπουλος του επισήμανε ότι στην αρχική του κατάθεση λέει επακριβώς «Σε κάποιες από τις επισκέψεις αυτές, μου ζητούσε χρήματα για να μη γίνει φασαρία στο μαγαζί», απάντησε ότι δεν έχει γίνει σωστή διατύπωση και πως ο ίδιος του είχε ζητήσει να δουλέψει στο μαγαζί, προσέχοντας μη γίνει καμία φασαρία.

Δεύτερος ιδιοκτήτης νυχτερινού μπαρ είπε ότι δεν τον ενόχλησε ποτέ κανείς και πως μόνος του ζήτησε από τον κατηγορούμενο να κάνει κάποια μεροκάματα στο μαγαζί του. Ο μάρτυρας ήταν πολύ διστακτικός στις επίμονες ερωτήσεις του δικαστηρίου, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος να τον ρωτήσει αν φοβάται, καλώντας τον να πει την αλήθεια και για ποιο λόγο ο κατηγορούμενος να κάνει μεροκάματα στο μαγαζί του, αφού είχε δικό του μπαρ. Ο μάρτυρας απάντησε πως δε φοβάται και ο πρόεδρος του ανέγνωσε ότι στην αρχική του κατάθεση έχει πει: «Μου συστήθηκε ποιος είναι και ότι μαζί με τους αδελφούς κατηγορούμενους έχουν φτιάξει μια ομάδα και θέλουν να δίνω 200 ευρώ κάθε εβδομάδα. Άρχισα να δίνω κάθε εβδομάδα 200 ευρώ και ο λόγος ήταν ότι φοβόμουν και φοβάμαι ακόμα». Παρά ταύτα, ο μάρτυρας είπε ότι δεν πιέσθηκε από κανέναν και παρέμεινε με σκυμμένο κεφάλι και σιωπηλός.

Ακολούθως, καταστηματάρχης που όφειλε χρήματα σε άλλον επιχειρηματία (ο οποίος επίσης είναι κατηγορούμενος μαζί με το γιο του) κατέθεσε ότι στο μαγαζί του πήγε ο κατηγορούμενος υπάλληλος του δημόσιου οργανισμού, μαζί με τον καταζητούμενο ως αρχηγό της οργάνωσης, και ο πρώτος του είπε να λύσει τη διαφορά που έχει με τον επιχειρηματία. Κατέθεσε πως του είπε ότι αυτοί δεν έχουν καμία δουλειά με αυτό και δεν τον ξαναενόχλησαν. Ο πρόεδρος του υπενθύμισε πως στην Αστυνομία είχε καταθέσει πως από τον τρόπο και τον τόνο που του μίλησε φοβήθηκε για τον ίδιον και την οικογένειά του.

Αμέσως μετά κατέθεσε έμπορος αυτοκινήτων, ο οποίος είχε πάρει από πελάτη του 16.000 ευρώ για αυτοκίνητο το οποίο ποτέ δεν έφερε. Παραδέχθηκε ότι ο πελάτης (που επίσης είναι κατηγορούμενος) του ζητούσε τα χρήματα πίσω, αλλά δεν είχε να τα δώσει. Τον επισκέφθηκαν ο κατηγορούμενος υπάλληλος του δημόσιου οργανισμού μαζί με τον καταζητούμενο αρχηγό και του είπαν να επιστρέψει τα χρήματα. Είπε πως δεν το άκουσε ως απειλή, αλλά όταν ο πρόεδρος του θύμισε ότι αρχικά είχε καταθέσει ότι του είπαν πως αν δε δώσει χρήματα θα του κάψουν το μαγαζί ή θα τον σπάσουν στο ξύλο, απέφυγε να απαντήσει.

Έμπορος ξυλείας κατέθεσε ότι πήγαν στην επιχείρησή του ο 49χρονος μαζί με έναν άγνωστο σε αυτόν άντρα, τον οποίο δεν αναγνώρισε ανάμεσα στους κατηγορούμενους, και του ζήτησαν χρήματα για λογαριασμό μιας κυρίας (η οποία είναι κατηγορούμενη). Όπως διευκρίνισε ο ίδιος, χρωστούσε χρήματα στον πρώην άντρα της και όχι σε εκείνη και ο κατηγορούμενος δεν τον απείλησε. Ανέφερε, ωστόσο, πως πάντα υπάρχει φόβος όταν χρωστάς χρήματα και στέλνουν κάποιον άλλον να τα πάρει.

Τέλος, κατέθεσε και ο πρώην σύζυγος της παραπάνω κατηγορουμένης, ο οποίος είπε ότι πήγαν στον επιχειρηματία μια φορά μαζί με τον 49χρονο για να ζητήσουν τα χρήματα, αλλά δεν ήταν εκεί.