Κώστας Γυφτάκης: «Φεύγει κόσμος από την κτηνοτροφία, γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει»
Της Μαρίας Νίκα
Πολύ χαμηλές συγκριτικά με το κόστος παραγωγής χαρακτηρίζει τις τιμές, στις οποίες πουλάνε αρνί και κατσίκι οι κτηνοτρόφοι της Μεσσηνίας εν όψει Πάσχα, ο εκπρόσωπός τους Κώστας Γυφτάκης. «Οι τιμές δεν είναι καθόλου καλές σε σύγκριση με τα δεδομένα, αλλά και με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή τη στιγμή τα αμνοερίφια έχουν από 5 μέχρι 5,30 ευρώ το κιλό, ενώ το κόστος παραγωγής έχει ανέβει 50%. Πέρυσι οι τιμές ήταν λίγο καλύτερες, περίπου 50 λεπτά πιο πάνω. Αλλά ακόμη και τα 50 λεπτά, σε ένα σφάγιο των 10 κιλών είναι 5 ευρώ. Είναι κι αυτό κάτι για τον παραγωγό».
Ο κ. Γυφτάκης σημειώνει ότι ο κλάδος βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. «Όταν οι τιμές πιέζονται προς τα κάτω σε αυτό το βαθμό, κανένας κτηνοτρόφος δεν μπορεί να επιβιώσει σε αυτές τις συνθήκες. Όταν πουλάγαμε 4 με 4,50 ευρώ το κιλό πριν από ένα ή ενάμιση μήνα, και τώρα πουλάμε 5, δε μιλάμε για τιμές. Και δεν πρέπει να αφήνουμε τον πρωτογενή τομέα να φθίνει, σε μια τόσο κρίσιμη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός ο τόπος, που πλέον πρέπει να παράγουμε κι όχι να σβήνουμε την παραγωγή».
Σχετικά με την επάρκεια: «Υπάρχει ένα κομμάτι που απορροφάται από το νομό, αλλά σίγουρα δεν υπάρχει επάρκεια. Η εγχώρια παραγωγή είναι γνωστό ότι δεν καλύπτει την εγχώρια κατανάλωση. Ένας νομός μπορεί να καλύψει το νομό του και αν. Υπάρχει, όμως, μια πρωτεύουσα με κάπου 6 εκατομμύρια λαό. Δεν μπορεί να μιλάμε για επάρκεια ελληνικού προϊόντος. Δεν είμαστε κατά της εισαγωγής, αλλά να ξέρει ο καταναλωτής τι παίρνει. Παίρνω π.χ. Βουλγαρίας ή Ρουμανίας, αλλά το πληρώνω σε χαμηλότερη τιμή, γιατί και το κόστος του είναι χαμηλότερο».
Για ελέγχους όσον αφορά ελληνοποιήσεις: «Οι έλεγχοι, δυστυχώς, είναι ελλιπείς, δεν υπάρχει παρουσία του κράτους εκεί που πρέπει. Όπως γίνονται τα πράγματα, δεν είναι υπέρ του παραγωγού ούτε υπέρ του καταναλωτή. Εδώ βγαίνουν αυτή τη στιγμή άνθρωποι από τον κλάδο, γιατί δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Η τιμή παραγωγού στο καλαμπόκι ήταν στα 25 με 27 λεπτά. Πήγε στις αποθήκες των εμπόρων και αυτή τη στιγμή έχει φτάσει να πουλιέται 40 λεπτά το κιλό. Ούτε ο γεωργός που καλλιέργησε το πήρε. Η εμπορία παίρνει το μεγάλο κομμάτι του κέρδους και την πληρώνει ο κτηνοτρόφος».
Και καταλήγει ο κ. Γυφτάκης: «Δεν υπάρχει άλλος κλάδος που να εργάζεται τόσο σκληρά 365 μέρες το χρόνο και να μην αμείβεται. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε σε αυτή τη χώρα. Θέλουμε να έχουμε προϊόν δικό μας ή θέλουμε να τα εισάγουμε όλα; Επειδή κάναμε εισαγωγή στο 85%, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Άμα θέλουμε και αυτό το λίγο που παράγουμε να το τελειώσουμε, ας το τελειώσουμε. Πρέπει να δουν, μπορεί να επιβιώσει ο άλλος στην κορυφή του βουνού; Άμα δεν αμείβομαι και μπαίνω κάθε μέρα μέσα, χρωστάω στην τράπεζα και δεν μπορώ να τα δώσω, χρωστάω σε τρίτους και δεν μπορώ να τα δώσω και έρχονται να μου κατασχέσουν το μαντρί που έχω, ενώ η τιμή συμπιέζεται, τι θα κάνω; Από την άλλη και ο καταναλωτής που θα πάει να ψωνίσει αύριο, θα το πάρει και ακριβό και αμφιβόλου προελεύσεως».