Όταν είδα σε ιστοχώρο κοινωνικής δικτύωσης την ανάρτηση μιας γνωστής μου για την διοργάνωση της συγκεκριμένης πεζοπορίας, η σκέψη συμμετοχής μου σε αυτήν με κυρίευσε άμεσα. Πριν μερικά χρόνια, η επίσκεψή μου στα χωριά που απλώνονται σαν ζωγραφιά στον καταπράσινο από βλάστηση καμβά ενός μεγάλου τμήματος της ορεινής Αρκαδίας, με είχε γοητεύσει. Μια περιοχή της Πελοποννήσου για την οποία οι Αρκάδες πρέπει να νοιώθουν υπερήφανοι, καθώς θεωρείται ότι αποτελούν το αρχαιότερο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στον Ελλαδικό χώρο σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς.
Η ιδέα της πεζοπορίας στο Λούσιο ήταν το να πραγματοποιηθεί κοινή πορεία που θα εγκαινιάσει το κίτρινο μονοπάτι του Μαινάλου που διανοίχθηκε και σηματοδοτήθηκε από τον Σύλλογο Αρκάδων Ορειβατών και Οικολόγων (ΣΑΟΟ) τα τελευταία τρία χρόνια, από τη Στεμνίτσα έως τη γέφυρα Καρυταίνης, με την συμμετοχή του Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας, τον ΕΟΣ Αχαρνών, τον ΕΟΣ Σπάρτης και τον ΕΟΣ Τρίπολης.
Η αναχώρησή μας πραγματοποιήθηκε περίπου στις 08:00 το πρωί από τα γραφεία του ορειβατικού συλλόγου Καλαμάτας όπου και αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων διαφόρων ηλικιών αλλά με κοινό σκοπό, να ζήσουμε την εμπειρία. Έτσι και ξεκινήσαμε για την Στεμνίτσα ή “χωριατοπούλα του Μοριά”, όπως την αποκαλούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τόπος συνάντησης και αφετηρίας των Συλλόγων ορίστηκε η κεντρική πλατεία της Στεμνίτσας (1082μ). Η πλατεία πλημμύρισε από το πλήθος των συμμετεχόντων στην πεζοπορία. Μετά το καλωσόρισμα από τον Δήμαρχο Γορτυνίας και τους υπεύθυνους διοργάνωσης της πεζοπορίας ξεκινήσαμε διασχίζοντας τα σοκάκια του γραφικού ορεινού χωριού για να βρεθούμε στις κακοτράχαλες πλαγιές που το περιέβαλαν.
Ο διάπλατος πετρώδης δρόμος κατέληξε στα αρχικά στενά μονοπάτια της πορείας, εκεί όπου η συνοχή των συλλόγων διασπάστηκε και η ανάμειξη του μεγάλου αριθμού συμμετεχόντων ήταν γεγονός, με αποτέλεσμα να βρεθώ μεταξύ αγνώστων. Παρ’ όλα αυτά, η προσοχή μου στις εδαφικές ανωμαλίες και η ταυτόχρονή μου παρατήρηση στο τοπίο κάθε άλλο παρά με έκανε να νοιώθω απομονωμένος από την δική μου ομάδα. Εκείνη την ώρα δεν είχε σημασία από ποιόν σύλλογο ήταν τα άτομα που ήταν για εμένα οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι αλλά το πνεύμα ομαδικής προσπάθειας που περιέβαλε όλους τους συμμετέχοντες. Το να δώσω το χέρι μου σε έναν άγνωστο για να τον βοηθήσω σε κάποια ιδιαίτερη εδαφική έξαρση, αλλά και η σκέψη ότι και αυτός θα κάνει το ίδιο όποτε τον χρειαστώ, με έκανε να νοιώθω ότι ήμουν ανάμεσα σε άτομα που λειτουργούσαν με πνεύμα ομαδικότητας. Είναι, πιστεύω, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ομάδας με συλλογική συνείδηση, κάτι το οποίο προσφέρεται στον καθένα μας με την ένταξή μας σε έναν σύλλογο. Αυτό θεωρώ ότι ήταν και ένα από τα βασικά κίνητρα να συμμετέχω στην πεζοπορία, αλλά και ευρύτερα στην ένταξή μου στον Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας.
Η πρώτη στάση για λίγες ανάσες πραγματοποιήθηκε στο “μπαλκόνι του Προδρόμου” (600μ), εκεί όπου μας προσφέρεται απλόχερα η πανέμορφη θέα προς το φαράγγι του Λούσιου. Μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω έβλεπες ανθρώπινες φιγούρες ακίνητες και τα βλέμματα να στρέφουν προς τα πάνω με τις φωτογραφικές μηχανές ανά χείρας. Σκαρφαλωμένη κυριολεκτικά πάνω σε κάθετο βράχο στο φαράγγι του ποταμού Λούσιου, ή Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου κόβει την ανάσα στον ανυποψίαστο και πρωτάρη επισκέπτη, προκαλώντας τον θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε πάνω στα βράχια. Η Μονή χτίστηκε τον 16ο αιώνα και κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην περίθαλψη και τον ανεφοδιασμό των Ελλήνων αγωνιστών, αλλά και σημαντικό καταφύγιο στον πληθυσμό από τους διωγμούς των Τούρκων. Μου προκαλεί δέος το γεγονός ότι μεγάλοι Έλληνες οπλαρχηγοί και αγωνιστές, επί Τουρκοκρατίας, προπαρασκεύαζαν την επανάσταση ακριβώς σε αυτά τα εδάφη. Οι οπές από σφαίρες στην πόρτα της κεντρικής εισόδου μαρτυρούν την πολιορκία που υπέστη. Ο ηγούμενος της Μονής πατήρ Λεόντιος απουσίαζε αλλά ο παρευρισκόμενος πάτερ μας καλωσόρισε και μας έφτιαξε ελληνικό καφέ συνοδεύοντάς τον από γλυκύτατα λουκουμάκια μέσα σε μια ζεστή αίθουσα υποδοχής (αρχονταρίκι) όπου οι τοίχοι διακοσμούνταν από πορτρέτα προγενέστερων ηγουμένων της Μονής. Οι αγιογραφίες αιώνων πάνω στα βράχια που επιμελήθηκαν οι τότε μοναχοί που διακοσμούν την είσοδο προς την εκκλησία, ξεπερνούν σε μεγαλουργία τις αντίστοιχες κλασικές εικόνες. Σου δημιουργείται η πεποίθηση ότι είναι έργα βγαλμένα εκ των έσω, με θεϊκή παρέμβαση… Μια ευλογημένη Μονή όπου παρ’ ολες τις επιδρομές και εμπρησμούς που υπέστη, κατάφερε να διασωθεί και να αποτελεί δείγμα του μεγαλείου της χριστιανοσύνης.
Ακριβώς δίπλα, δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου Χριστιανουπόλεως, όπου σαφώς και θα επισκεπτόμουν λόγω και του ονόματός μου!
Η συνέχεια ήταν να ακολουθήσουμε την σηματοδότηση με πορεία προς την αρχαία Γόρτυνα, κάτοικοι της οποίας ίδρυσαν και την αρχαία Γόρτυνα στη περιοχή Μεσάρα του Νομού Ηρακλείου της Κρήτης. Τα μνημεία μπορεί να μην είναι μεγάλα σε αριθμό αλλά είμαι βέβαιος, σύμφωνα με την αρχαία ιστορία της περιοχής, ότι με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες και χρηματοδοτήσεις το υπέδαφος μπορεί να αναδείξει από τα σπλάχνα του ακόμη περισσότερο αρχαίο κόσμο!
Κάπου εκεί, στα μέσα της διαδρομής περίπου μετά από 2.30 ώρες, όσοι κουράστηκαν και ήθελαν να τερματίσουν την πορεία τους μπορούσαν να μεταβούν στα λεωφορεία τους. Εμείς οι υπόλοιποι συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα από το καταπράσινο δάσος.
Το τελευταίο κομμάτι της πορείας ήταν και το πιο συναρπαστικό! Η πανέμορφη παραποτάμια διαδρομή στο Λούσιο ήταν βγαλμένη από γαλαζοπράσινες πινελιές στο μέγιστο κάλος που μπορούσε το ανθρώπινο μάτι να συλλάβει. Κάτι ήξεραν οι νύμφες που έλουσαν τον νεογέννητο Δία σε αυτά τα υπέροχα νερά, γεγονός από το οποίο σύμφωνα με την παράδοση πήρε ο ποταμός και το όνομά του. Ο εναλλασσόμενος ήχος από τα τρεχούμενα νερά του ποταμού καθώς και η κλιμάκωση της ροής του, που άλλοτε αγρίευε και άλλοτε ηρεμούσε, μπορούσε να γαληνεύσει και το πιο “ατίθασο πνεύμα”. Το άδειασμα του νου από άγχος, έντονες εικόνες και ήχους από την καθημερινότητα είναι κάτι που χρειαζόμαστε όλοι σε τακτά χρονικά διαστήματα για διατηρήσουμε την ψυχολογική μας ισορροπία.
Η πορείας μας τερματίστηκε στο γραφικό πετρόχτιστο γεφύρι του Ατσιχόλου επί του Λούσιου ποταμού, μετά από 5.50 ώρες και 10.2 χιλιόμετρα σύμφωνα με το GPS ενός πυροσβέστη συνοδοιπόρου από τον Σύλλογο Αχαρνών. Από εκεί μας μετέφεραν στην Καρύταινα όπου και μετά από ένα καφεδάκι αναχωρήσαμε για την βάση μας.
Κλείνοντας, θα ήταν αμέλειά μου να μην ευχαριστήσω τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Καλαμάτας (Ε.Ο.Σ. Καλαμάτας) για αυτήν την μοναδική εμπειρία που έζησα καθώς και τον Σύλλογο Αρκάδων Ορειβατών και Οικολόγων (ΣΑΟΟ) που εργάστηκαν για την διάνοιξη του μονοπατιού που μας χάρισε αυτές τις όμορφες στιγμές.
Η εμπειρία μιας ιδεατής πεζοπορίας με την ποικιλία της φυσικής ομορφιάς και ιστορίας που προσφέρει σε κάποιον που την έχει ζήσει δεν είναι απλά “εμπειρικό κτήμα” του αλλά αποτελεί και χρέος του να την μοιραστεί με όσο περισσότερους ανθρώπους γνωρίζει, γιατί υπάρχουν αρκετοί ανάμεσά μας που έχουν ανάγκη να την ζήσουν… Γι’αυτό και γω σας την συνιστώ ανεπιφύλακτα!
* Πριν στείλω το άρθρο το επέλεξα ολόκληρο (μαζί με το ονοματεπώνυμο) έκανα word counting (μέτρημα λέξεων), καθώς δεν ήθελα να περάσω τις 1000 για να μη σας κουράσω, διαπιστώνοντας έκπληκτος ότι βγήκε ο αριθμός 1082, δηλαδή το υψόμετρο της Στεμνίτσας! Για όποιον πιστεύει στην αριθμολογία (δημοφιλής ανάμεσα στους πρώτους μαθηματικούς, όπως ο Πυθαγόρας, αλλά πλέον δεν ορίζεται ως μαθηματικά και θεωρείται μέρος παραφυσικών και ψευδομαθηματικών από τους σύγχρονους επιστήμονες) τίποτα δεν είναι τυχαίο…