Το Μέγαρο Χορού και η μελέτη βιωσιμότητας


Αντιγράφω από την «Καθημερινή» της 15ης Αυγούστου, τμήμα του εξαιρετικού άρθρου του κ. Απόστολου Λακασά, με τίτλο «Το Εθνικό Θέατρο που θέλουμε».
«Τα κρατικά θέατρα, όπως έλεγε από το 18ο αιώνα ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός Φρίντριχ Σίλερ, είναι ένας ηθικός θεσμός, που αποτελεί προέκταση του εκπαιδευτικού θεσμού. Και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Για παράδειγμα, οι Γερμανοί, κήρυκες του εύτακτου φιλελευθερισμού, έχουν εξαιρέσει από τους νόμους της αγοράς το θέατρο, τις ορχήστρες, το χορό, καθώς γνώριζαν ότι οι παράγοντες του κόστους μιας σοβαρής πολιτιστικής παραγωγής ακολουθούν ανοδική πορεία, η οποία δεν μπορεί να αποτυπωθεί (στο μέγιστό της) στην τιμή του εισιτηρίου. Πώς, λοιπόν, θα αντιμετωπισθεί αυτό το διαρθρωτικό έλλειμμα; Ή από το κράτος ή από ιδιώτες χορηγούς. Γι’ αυτό όρισαν τα κονδύλια που παίρνουν οι κρατικοί πολιτιστικοί φορείς να προέρχονται κατά ένα μέρος (μειοψηφικό) από ίδια έσοδα και, κατά το μεγαλύτερο, από κρατική χρηματοδότηση. Αυτό αποσυνδέει τις επιλογές που κάνει κάθε πολιτιστικός φορέας από την ανάγκη για ταμειακή επιτυχία.
Θα αντιτάξει κάποιος ότι το ίδιο μοντέλο έχει υιοθετηθεί στην Ελλάδα, αλλά, εν μέσω δημοσιονομικής λιτότητας, είναι πλέον αναγκαία η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και, άρα, οδηγούμαστε στην ανάγκη για αύξηση των ίδιων πόρων που θα εξασφαλίζονται από τις ταμειακές επιτυχίες. Στο σημείο αυτό, βέβαια, αναδεικνύεται ένα κρίσιμο ζήτημα, που αφορά στο πώς θα επενδύσει ένας κρατικός πολιτιστικός φορέας για να κάνει ταμειακή επιτυχία. Ανοίγοντας τους ορίζοντές του σε νέους δημιουργούς, επενδύοντας σε καινούργιες προσεγγίσεις γνωστών έργων, ρίχνοντας εντέλει ένα σπόρο υψηλής αισθητικής για να διαμορφωθεί και το κοινό που θα φέρει την ταμειακή επιτυχία; Ή μήπως θα επενδύσει σε καλλιτεχνικές ευκολίες και τη δημοφιλία καλλιτεχνών για να κάνει ένα σουξέ, κατά τα πρότυπα που αποδεχόμαστε ότι μπορεί να λειτουργεί το, π.χ., ελεύθερο-εμπορικό θέατρο;
Το ζητούμενο δεν είναι το ρεπερτόριο και οι ηθοποιοί, αλλά τι στοιχεία επενδύονται στο ανέβασμα κάθε έργου. Καθώς, λοιπόν, οι κρατικοί φορείς παίρνουν τα χρήματα των φορολογουμένων για να επιτελούν μια αποστολή αποδεσμευμένοι από την ανάγκη των σουξέ, θα πρέπει ακριβώς η κρατική τους χρηματοδότηση να συνδέεται ευθέως με την πραγμάτωση της αποστολής τους. Φτάνει να θυμόμαστε την αποστολή τους και να ξέρουμε τι θέλουμε να “εξάγουμε” από αυτή».
Το άρθρο του κ. Λακασά δίνει τις κατευθύνσεις πάνω στις οποίες πρέπει να κινηθεί η μελέτη βιωσιμότητας του Μεγάρου Χορού που ανέλαβε να εκπονήσει η κα Λένα Κουμάντου, στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και το υπουργείο Πολιτισμού και ο Δήμος Καλαμάτας.
Δε γνωρίζω τη σχέση της κας Κουμάντου με τις τέχνες, το χορό, το θέατρο, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τα εικαστικά. Δε γνωρίζω την εμπειρία της στην οργάνωση, διοίκηση πολιτιστικών οργανισμών.
Ελπίζω η μελέτη που θα παρουσιάσει να μην είναι μια μελέτη βιωσιμότητας μιας οποιασδήποτε εμπορικής ή βιομηχανικής επιχείρησης, προσαρμοσμένη στα του πολιτισμού.

Του Γιώργου Κυριακόπουλου