Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος της διαπλοκής…

Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος της διαπλοκής…

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ
 

 
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
 
Την επομένη της στυγερής δολοφονίας του Πέτρου Φύσσα οργανώθηκε στην Καλαμάτα αντιφασιστική διαδήλωση. Περιέργως, είχε μαζικότητα. Το ΚΚΕ απουσίαζε. Κάποιοι σκόρπιοι φίλοι του ήταν παρόντες, αλλά τίποτα το οργανωμένο. Διοργανώνει, όμως, τη «δική» του,σήμερα στην πλατεία 23ης Μαρτίου.
Διαβάζω. Τριάντα χρόνια ο δικομματισμός έκανε τη χώρα μπουρδέλο – μια χρυσή εποχή με το ένα κόμμα της Αριστεράς στο 10% και το άλλο στο 4% να τσακώνονται μεταξύ τους, ανάμεσα στα άλλα, ποιος φταίει που ο λαός δεν τους δίνει τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα.
Το ΚΚΕ, λέει ότι οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής (όπως εκείνη εναντίον μελών του κόμματος στο Πέραμα) δε θα «αναγκάσουν» το κόμμα να συνταχθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αντιφασιστικό μέτωπο, δε «θα χρησιμοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη Χρυσή Αυγή για να εκβιάσει το ΚΚΕ»! Θαυμαστή λογική με την οποίαν χαίρεται και γελά ο θαυμαστός, γενναίος μας κόσμος της διαπλοκής και των μνημονίων.
Όμως, οφείλουμε να ομολογήσομε, αποδίδοντας φόρο τιμής στον κ. Πρετεντέρη, όταν εκείνος επαινεί τη στάση του ΚΚΕ, ότι το κόμμα παραμένει ακλόνητο στη λογική του. Καμιά σχέση με το παραπλανημένο 30% του λαού που έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ του 4% τη δυνατότητα να προσπαθήσει τουλάχιστον. Καμιά σχέση ούτε με το Κομουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, που υπέκυψε κι αυτό στις σειρήνες του Μπλόκου της Αριστεράς να σχηματίσουν από κοινού Λαϊκό Μέτωπο εναντίον του… τρόμου που τρώει τη χώρα τους.
Κακώς, μια ακόμα αυταπάτη, μια ακόμα προσπάθεια καταδικασμένη εκ των προτέρων στην αποτυχία. Διότι το αποτέλεσμα δεν είναι σίγουρο, ο τζογαδόρος δεν ποντάρει.
Έχει δίκιο, λοιπόν, ο κ. Κουτσούμπας, όταν λέει ότι, αν κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα κυβερνήσει υπέρ του συστήματος. Καιρός, λοιπόν, ο λαός «να διορθώσει την ψήφο του» που έλεγε και η Αλέκα, να ξαναστείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στο 4%, ώστε η χώρα να συνεχίσει να κυβερνάται όπως ξέρουμε, απ’ αυτούς που ξέρουμε – αυτούς ξέρουμε, αυτούς εμπιστευόμαστε.
Υπάρχει, βεβαίως, και η άλλη εκδοχή: να δώσει ο λαός το 30% ακόμα και το 40% στο ΚΚΕ να κάνει κυβέρνηση. Αλλά τότε δε θα πάει ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί του – τι να κάνει με ένα κόμμα που θα το έχουν ψηφίσει πρώην πασόκοι ή νεοδημοκράτες ή (θεέ μου, φύλαγε) δημαρίτες και αναρχικοί;
Για αυτό, σύντροφοι, ας τελειώνουμε με τις αυταπάτες. Δεν μπορεί να πάω εγώ με τους Κοτσακάδες του 30% που θα έχει πάρει το ΚΚΕ. Ας κάτσουμε, λοιπόν, στ’ αυγά μας, να μη στεναχωρούμε αδίκως την κυρία Τρέμη κι αναστατώνουμε επί ματαίω τον κ. Μπόμπολα.
Μάλιστα προτείνω τα εξής: επειδή ο καπιταλισμός δεν αλλάζει και, κυρίως, επειδή δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε εμείς, «να πλύνουμε τα χέρια μας» να επιστρέψουν τα κόμματα της Αριστεράς στα ποσοστά τους κι έτσι, ως αμαρτίας μη έχοντα, να συνεχίσουμε οι οπαδοί τους να πλακωνόμαστε μεταξύ μας ποιος έχει δίκιο για τη μία ή τις δύο φύσεις του Χριστού, ή αν είχε μία θέληση που έπασχε από πολυγλωσσία και του έβγαιναν δύο.
Τριάντα χρόνια ο δικομματισμός έκανε τη χώρα μπουρδέλο – μια χρυσή εποχή με το ένα κόμμα της Αριστεράς στο 10% και το άλλο στο 4% να τσακώνονται μεταξύ τους, ανάμεσα στα άλλα, ποιος φταίει που ο λαός δεν τους δίνει τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα. Χρυσή εποχή και σ’ αυτήν να επιστρέψουμε. Όχι όπως τώρα που ο λαός με τα ποσοστά που έδωσε στην Αριστερά έφερε τα κόμματά της προ των ευθυνών τους. Είμαστε εμείς για ευθύνες;
Κι ας λέει ο Μπρεχτ ότι «ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός».
Όπως γράφει και ο Ν. Μπογιόπουλος: «Πρέπει να αντιμετωπιστεί γνωρίζοντας ότι πίσω από το ναζιστικό “αντισυστημικό” μακιγιάζ, βρίσκεται η εξουσία των βιομηχάνων, των τραπεζιτών, των εφοπλιστών, που εμφανίζεται ενώπιον των ανθρώπων του μόχθου με το φαιό σουλούπι άλλοτε του Χίτη και άλλοτε του γερμανοτσολιά και του ταγματασφαλίτη, άλλοτε του πολιτικού υποκόσμου και άλλοτε του πιο τραμπούκικου λαϊκισμού, άλλοτε του καρατέκα “άντρακλα” που χτυπάει γυναίκες και άλλοτε του νυχτόβιου μαχαιροβγάλτη που εξαπολύει πογκρόμ κατά του μετανάστη, του πολιτικού αντιπάλου, του “διαφορετικού”…
Και ο λαϊκός παράγων; Α, ναι, ο λαϊκός παράγων. Θα εννοούμε φαντάζομαι τον κόσμο αυτόν που ξεχύνεται στους δρόμους. Μόνο που δεν ξεχύνεται στους δρόμους, είναι κάπου αλλού. Με κάτι άλλο ασχολείται»…
 
Υ.Γ. Το κείμενο είναι μια προσπάθεια συνομιλίας με το συμπολίτη ο οποίος επικοινωνεί αρκετά συχνά με τον υποφαινόμενο, και με τη βοήθεια του ζεστού του λόγου, προσπαθούμε να καταλάβουμε την πραγματικότητα που ζούμε.