Καλαμάτα: η νυφούλα του Μεσσηνιακού


Ζεστή η αυγουστιάτικη μέρα. «Ψήνεται το αυγό στην άμμο» καθώς λέει η παροιμία. Ο ιδρώτας ρέει στο κορμί, σχηματίζοντας ρυάκια. Ε, καιρός, πια, για το Μεσσηνιακό κόλπο, που, μια δρασκελιά από τη στεριά, νεύει προκλητικά για την πλατιά, υγρή αγκαλιά του.
Η ανταπόκριση στο κάλεσμα δεν αργεί. Δειλά στην αρχή. Μα σε λίγο το παιχνίδι στην αγκαλιά της γαλανής οπτασίας δυναμώνει: Πότε πλέοντας κι άλλοτε βουτώντας, η χαρά κορυφώνεται. Κι όταν η κούραση κάνει την παρουσία της, παίρνει σειρά η έξοδος.
Η ηλιοθεραπεία σε λογικά όρια. Αφού κάθε υπερβολή απειλεί την υγεία… Η ξαπόσταση παίρνει τη σειρά της, μετά το γεύμα, ώσπου να ’ρθει η εσπέρα. Και τότε, κατηφορίζει καθένας στην παραλία, αναμειγνύεται στο πλήθος των περιπατητών ώσπου να τον βρει η κόπωση. Οπότε θρονιάζεται σε κάποιο καφενείο για ξεκούραση και την απόλαυση του καφέ ή του τερψιλαρύγγιου της αρεσκείας του.
Δίπλα από εκείνον και τη συντροφιά του κόσμος πολύς. Αλλά οι κουβέντες δεν είναι θορυβώδεις. Κάποτε έρχεται η σιωπή ως ανάγκη. Αφού τα μάτια στρέφονται παντού: Πότε να προσκολληθούν στις γραφικές ψαρόβαρκες, άλλοτε να περιεργασθούν τα μεγάλα σκάφη ή να αποθαυμάσουν τα γλαράκια, που κάποτε πετούν ψηλά κι άλλοτε προσθαλασσώνονται στο γαλανό ταμπλό.
Μα σαν νυχτώνει, ανάβουν τα φώτα και σκορπάνε την ομορφιά τους στα άψυχα και με ψυχή.
Εκείνο που μαγεύει, ιδιαίτερα, είναι ο μπάτης που έρχεται, απρόσμενος επισκέπτης, να δροσίσει τη σάρκα αλλά και να φέρει ψυχική ευφορία στο είναι.
Καθώς η ώρα προχωρεί και κάποτε ο δείχτης του ρολογιού αγγίζει το μεσονύκτιο, κάποιοι από εκείνους που υπερέβησαν τα εσκαμμένα του χρόνου, εγείρονται με κόπο από τις αναπαυτικές καρέκλες τους και, ανεπαίσθητα, απομακρύνονται. Σκοπός τους να φτάσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα στο σπιτάκι τους. Να παραδοθούν στην αγκάλη του Μορφέα, του σμιλευτή των ονείρων.
Όσοι έμειναν, παραδομένοι στη γλυκιά ρέμβη του μεταμεσονυκτίου, αγνοούν τους δείχτες του ρολογιού, που σε σταθερό ρυθμό διαγράφουν την πορεία τους προς το μέλλον. Κι όταν κάποτε συνέλθουν και συνειδητοποιήσουν πόση απόσταση τους χωρίζει από τη χαραυγή, δίνουν το σύνθημα της αναχώρησης: ώρα… για ύπνο.
Αλήθεια, ποιος ντόπιος ή επισκέπτης της Καλαμάτας, της νυφούλας του Μεσσηνιακού, θα αγνοήσει τα άπειρα κάλλη της; Όλα, μα όλα, συναρμολογημένα, λες, σ’ ένα αδαμάντινο περιδέραιο, μαγνητίζουν τη ματιά και παραδίνονται στην πιο γλυκιά οπτασία της ζωής τους.
Κάποτε ο νους ανατρέχει στους περασμένους αιώνες για ν’ αντικρίσει, νοερά, τον Τηλέμαχο στην καρδιά των Φηρών ή την Ιζαμπώ στο ονειρικό κάστρο: το κάστρο της Καλαμάτας. Αλλά και κάποια στιγμή να δει τον Κολοκοτρώνη με τους οπλαρχηγούς και τα παλικάρια τους να ελευθερώνουν την πόλη, να ευχαριστούν το Θεό στο ναό των Αγίων Αποστόλων κι ύστερα να στήνουν νικητήριο χορό.
Και μόνο αυτή είναι η Καλαμάτα; Ναι, αυτή και ακόμη όσα θα ζήσεις όταν τύχη αγαθή, ξένε, σε φέρει κοντά της…

Παναγιώτης Νικ. Ντόκολας