Λευκή Νύχτα: Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα


Η εξήγηση των ειδικών για την επιτυχία της Λευκής Νύχτας
Η αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί δόθηκε την επομένη της πετυχημένης «Λευκής Νύχτας». Πώς είναι δυνατό, σκέφτηκα, να κατεβαίνουν στους δρόμους επί ώρες χιλιάδες άνθρωποι για χαβαλέ ή για να ψωνίσουν νυχτιάτικα και να μην αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο στην πραγματικότητα που βιώνουν από το 2010 και μετά.
Γιατί, αν απαριθμούσε κανείς την τελευταία τριετία τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στο λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να πιστέψει πως μια τέτοια επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε, τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Για να εξηγήσουμε την κατάσταση ρωτήσαμε ειδικούς και μη. Απλούς ανθρώπους και ειδικούς επιστήμονες.
Πριν παραθέσουμε τις απόψεις τους, θα θέλαμε να καταθέσουμε κάποιες σκέψεις.
Όποιος έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Κάπως έτσι περιγράφουμε την κατάσταση σήμερα.  
Βέβαια, αν  θέσουμε το ερώτημα με περισσότερο επιτακτικό τρόπο, πώς εξηγείται, δηλαδή, η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται απείρως πολυπλοκότερο.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι «τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε ότι «υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα.
Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, και παρ’ όλα αυτά οι αντιδράσεις είναι περιορισμένες.
Οι πολίτες όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει. Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή και προπαγάνδα. Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί πως, για να είναι οι πολίτες ελεύθεροι, θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Το να παραδεχτούμε, δηλαδή, πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος για να υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως έχουν ίσως σε κάποιον βαθμό το μέλλον στα χέρια τους.
Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως, είναι κατασκεύασμα του λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοση στα χέρια του επόμενου επιτήδειου. Δε θα φτάναμε στην πολιτική κρίση που ζούμε τώρα, αν δεν είχε καταστεί αναξιόπιστος ο συνδικαλισμός, λίγο γκρινιάρα και λίγο συστημική η Αριστερά, κακόφημα τα ουτοπικά όνειρα, γεμάτη υποτιθέμενους μονόδρομους η οικονομική συζήτηση.
Δε θα μας απασχολούσε το «μαζί τα φάγαμε», αν δεν υπήρχε, όντως, ως ένα βαθμό αυτό το «επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο». Αν δεν υπήρχε μια ισχυρή παράδοση υποταγής στο μηχανισμό εξουσίας των κομμάτων, στα όρια της εθελοδουλίας. Aν δεν ήταν τόσο αποτελεσματική η τηλεοπτική προπαγάνδα. Aν δεν υπήρχε μια παράλογη εμπιστοσύνη σε τεχνοκράτες, που εμφανίζονται σαν άνθρωποι χωρίς συμφέροντα. Aν δεν είχε τόσο ριζωθεί η πίστη στην αναγκαιότητα πρόσδεσης στο κοινό νόμισμα, ώστε οι κραυγές περί του λόμπι της δραχμής να οδηγούν τους πολίτες σε απρόθυμη ψήφο στους υποτιθέμενους εγγυητές της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, ας είναι και με ανεργία, ας είναι και με εξαθλίωση. Αν ο καταιγισμός των μέτρων δεν είχε προκαλέσει παραλυτικό σοκ.
Μερικές από αυτές τις διαπιστώσεις για το πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπως σωθούνε τα τρόφιμα και το νερό».
Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται, και η πολιτική άπνοια των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Το πρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Ο υπερήφανος ελληνικός λαός κρατά ψηλά τη σημαία της απάθειας και εξακολουθεί να την κρατά με καμάρι και συνέπεια. Δέχεται διεθνή συγχαρητήρια για την παθητικότητά του απέναντι στον εξευτελισμό και την εξαθλίωση, σκύβει το κεφάλι και φιλάει το χέρι που τον καρπαζώνει. Γιατί του Έλληνα ο τράχηλος τον ζυγό τον υποφέρει και δε λέει και κουβέντα.
Ας ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν, και ας κλείσουμε με μια ευχάριστη νότα. Οι περισσότεροι δε ζητούν τίποτε. Υπομένουν σιωπηλά τη διάλυση της ζωής τους. Κάποιοι άλλοι χαίρονται, γιατί μέσα σε όλα αυτά ανεβαίνουν τα ποσοστά του κόμματός τους, και μπορεί έτσι να τρουπώσουν κάπου, σώζοντας παρεμπιπτόντως και τον ελληνικό λαό, ετοιμάζοντας τουτέστιν τη νέα περίοδο εκπασοκισμού της πολιτικής μας ζωής. Και το κακό είναι ότι αυτή τη φορά δεν υπάρχουν τα χρήματα για να τραφούν τέτοιες ψευδαισθήσεις.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει διέξοδος. «Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», όπως λέει μια από πιο ηλίθιες κοινοτοπίες της εποχής. Αυτό που εννοεί είναι ότι ο χρόνος περνάει, δε σταματάει, οπότε οτιδήποτε και αν συμβεί, θα ακολουθήσει κάτι άλλο. Ναι, με αυτήν την έννοια, σίγουρα δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αρκεί να μην έχει ταμπού κανείς ως προς το τι περιμένει.
Για να μην κατηγορηθούμε για έλλειψη τόλμης ως προς το προβλεπτικό μέρος των αναλύσεων, να μια πρόβλεψη: στην καλύτερη περίπτωση δε θα γίνει τίποτα. Αν γίνει κάτι, θα το κάνει ο κόσμος της αγριεμένης ακροδεξιάς, που θα μας κυνηγάει με τα μαχαίρια. Αν το κάνει η Αριστερά, θα κρατήσει λίγο και θα οδηγήσει στην απογοήτευση.
Ο αντίλογος στα παραπάνω είναι είτε συναισθηματικός είτε ωφελιμιστικός. Επισημαίνει πως δεν πρέπει να αναπαράγουμε την απογοήτευση, για λόγους στρατηγικής, ή απλώς εύχεται να μην ισχύουν όλα αυτά. Όμως, τα τεκμήρια γι’ αυτή τη διάψευση τα περιμένουμε με αγωνία και δεν τα έχουμε δει ακόμα.
 
Διασκεδάζω
Διασκεδάζω=δια+σκεδάζω (από το αρχαίο διασκεδάννυμι=διαλύω, σχίζω). Η διασκέδαση βοηθάει στο να απαλύνονται οι φόβοι και τα άγχη της καθημερινότητας. Λειτουργεί ως εκτόνωση και αποφόρτιση. Είναι, δηλαδή, ένας τρόπος φυγής, έστω και στιγμιαίας, που απομακρύνει το νου και απαλλάσσει το σώμα από τα δυσάρεστα συναισθήματα. Φόβοι και άγχη που μπορεί να έχουν να κάνουν με την παρούσα κατάσταση ή να είναι βαθιά υπαρξιακά.
Πίσω από τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία κρύβεται η αναζήτηση της απόλαυσης και της ικανοποίησης. Και τα δύο χρειάζονται ως αποφορτιστικά μέσα στην καθημερινότητα. Διαφοροποιούνται, όμως, μέσα από τις ψυχικές ανάγκες που καλύπτουν, αλλά και μέσα από τη συντήρηση ή αλλαγή που μπορεί να επιφέρουν στον ψυχισμό και στην καθημερινή ζωή.
Έτσι, αν υπάρχουν τομείς στη ζωή που την κάνουν δυσβάσταχτη, ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί μια πιο ενεργητική στάση από τη σπατάλη του χρόνου πάνω σε ποτήρια φραπέ και το συνεχή χαβαλέ που συνεπικουρείται και από την πλειοψηφία των μίντια.
 
Γιώτα Παπαγεωργίου, Ψυχολόγος
Σύμφωνα με την Ψυχαναλυτική Θεωρία του Σίγκμουντ Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι ψυχολογικές στρατηγικές που χρησιμοποιούμε ασυνείδητα για να καταπολεμήσουμε το άγχος και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Όταν, λοιπόν, νιώθουμε στα θέματα της καθημερινότητας και τα προβλήματα που παρουσιάζονται να στερούμαστε των δυνατοτήτων να τα αντιμετωπίσουμε και να τα ελέγξουμε, τότε καταφεύγουμε στους μηχανισμούς άμυνας της ψυχικής μας υγείας.
Έτσι, λοιπόν, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στον εαυτό μας ή και στους άλλους ερμηνείες που φαίνονται λογικές και ηθικά αποδεκτές για μια μη αποδεκτή συμπεριφορά ή επιθυμίες (εκλογίκευση), θα απομακρυνθούμε από τον εαυτό μας και θα αποδώσουμε σε κάποιο άλλο πρόσωπο επιθυμίες, ιδιότητες ή συναισθήματα τα οποία είτε αγνοούμε είτε αρνούμαστε για τον εαυτό μας (προβολή), θα αρνηθούμε ένα δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο κομμάτι της πραγματικότητάς μας (άρνηση) ή θα απομακρυνθούμε από τη συνείδηση αναπαραστάσεων που συνδέονται με μια ενόρμηση, όταν η ικανοποίηση αυτής μπορεί να προκαλεί δυσαρέσκεια (απώθηση).
Μήπως στη λίστα των ψυχικών αμυντικών μηχανισμών να εντάξουμε και την ανάγκη των σύγχρονων ατόμων για συμμετοχή, και μάλιστα ενεργή, στα οποιαδήποτε μορφής και σκοπού δρώμενα, γιορτές, φιέστες και δραστηριότητες διασκέδασης; Ενώ, παράλληλα, τα ίδια αυτά άτομα αρνούνται ή δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν σε πολιτικού χαρακτήρα πορείες ή διαμαρτυρίες.
Τα δύσκολα και τα προβλήματα που μοιάζουν ανυπέρβλητα, γιατί δε νιώθουμε να μπορούμε να τα ελέγξουμε ή κάπως να τα διαχειριστούμε, φαίνεται πως κάνουν ακόμα πιο αισθητή την παρουσία της ανάγκης του κόσμου να ξεσκάει, να ξεφεύγει, να ξεχνιέται, να αμύνεται, με άλλα λόγια, προστατεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχική του υγεία και ισορροπία.
 
Αθηνά Βούρου, Δικηγόρος
Στη συζήτηση που είχαμε με την Αθηνά για το θέμα μάς ξεκαθάρισε ότι τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου βγήκε στους δρόμους, όχι για να ψωνίσει, αλλά περισσότερο για να συναντήσει φίλους και φίλες, να πάρει μια εικόνα για το τι μπορεί να συμβαίνει τη «Λευκή Νύχτα».
Όταν τη ρωτήσαμε γιατί κατά τη γνώμη της δε γίνεται το ίδιο σε ένα πολιτικό γεγονός, η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Οι πολίτες αντέδρασαν στα μνημόνια, βγήκαν στους δρόμους, αλλά διαπίστωσαν τελικά ότι αυτό που είναι να γίνει θα γίνει. Έτσι, έχουν πλέον “ναρκωθεί” με την ιδέα ότι δεν αλλάζει τίποτα. Έχουμε αποχαυνωθεί, έχουμε κουραστεί ψυχολογικά. Μπορεί αυτό να είναι σε βάρος του πολιτικού συστήματος, αλλά ο κόσμος ψάχνει μόνο να εκτονωθεί. Βέβαια, το χειρότερο είναι ότι δε βλέπουμε στο ορατό μέλλον κάποια αχτίδα φωτός. Κι αυτό μας κάνει ακόμα περισσότερο να φοβόμαστε να αντιδράσουμε.
Όμως, κάπου νιώθουμε και ένοχοι. Από το επάγγελμά μου μπορώ να σας εξιστορήσω περιπτώσεις όπου προσπαθούσα να διευθετήσω δάνεια πελατών μου για διακοπές στη Μύκονο, για να αγοράσουν ρούχα, για να κυκλοφορούν πανάκριβα αυτοκίνητα.
Επειδή, όμως, δε θέλω να κλείσουμε με “μαύρο” μήνυμα προς τα έξω, η κρίση έφερε και κάποια καλά πράγματα. Παιδιά που γεννήθηκαν τις δεκαετίες ’70 και ’80 προσπαθούν να απαντήσουν δημιουργικά απέναντι στην κατάσταση που βιώνουν. Κι αυτό είναι σίγουρα ενθαρρυντικό».
 
Αγγελική Ρουμελιώτου, Κοινωνική λειτουργός
Φέρτε στα μάτια μου ένα δελφίνι, να απομακρύνει το θύμα από το βουνό και να αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου, έλεγε χαρακτηριστικά ο Ελύτης. Και έτσι, μια λευκή νύχτα η πόλη γεμίζει πλήθη ανθρώπων που βολτάρουν ανέμελοι, ξεγελώντας τους εαυτούς τους, υπό την επήρεια μιας φαινομενικής (παρ)αίσθησης φυσιολογικής καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας, δηλαδή, στην οποία δεν υπάρχει ανεργία, απολύσεις, περικοπές και λουκέτα. Μιας αίσθησης που απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Ξέρετε, βέβαια, ποια πραγματικότητα εννοώ. Αυτήν που δεν αντέχουμε ούτε να ονομάσουμε ούτε να σκεφτούμε. Αυτήν που το μυαλό μας κλειδώνει απ’ έξω, για να μας προφυλάξει από την γκρίζα ζώνη απελπισίας. Τη ζώνη που είναι ένα βήμα πριν από την κατάθλιψη.
Οι άνθρωποι αμύνονται μέσα στην απελπισία τους και έχουν ανάγκη να ζήσουν, έστω για λίγο, το όνειρο μιας χαρούμενης και ανέμελης βραδιάς, που σε τίποτα δε θα θυμίζει την κατάσταση που βιώνουν. Μιας βραδιάς που αποτελεί μια καλή και αναγκαία τονωτική ένεση για την πόλη, τον εσωτερικό τουρισμό, τους επαγγελματίες, τους ανθρώπους γενικά.
Η απελπισία είναι αυτή που κάνει τους ανθρώπους να μένουν άπραγοι, αδύναμοι μπροστά στις εξελίξεις. Αυτή κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στον εαυτό τους, στους άλλους και, κυρίως, στους θεσμούς. Η άμυνα που αναπτύσσεται ως επιλογή είναι η άρνηση, η απόσυρση από τη βαθιά σκέψη. Σαν να μην αντέχουμε στα δύσκολα. Προτιμούμε, δυστυχώς, να μένουμε μακριά από τους ανέργους, μακριά από τους απολυμένους, μακριά από τους χρεοκοπημένους, γιατί όλα αυτά μας θυμίζουν το σημείο που μπορεί να βρεθούμε.
Μια λευκή νύχτα, όμως, μπορεί να είναι και μια ευκαιρία. Μπορεί να μας πείσει ότι, όπως μπορούμε να σχηματίσουμε ουρές χιλιάδων ατόμων για μια όμορφη βραδιά που μας προ(σ)καλεί να ξεχαστούμε, έτσι μπορούμε και να σχηματίσουμε ουρές χιλιάδων ανθρώπων για να φωνάξουμε ότι δε φταίμε, ότι δεν τα φάγαμε μαζί, ότι δεν έχουμε συνενοχή. Προσέξτε. Συνενοχή δεν έχουμε. Ευθύνη όμως έχουμε.

Του Αντώνη Πετρόγιαννη