Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του

Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του

«Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες» φώναζαν οι χρυσαυγίτες στην εκδήλωση στο Μελιγαλά που έγινε πριν από ένα χρόνο, Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου, για να τιμηθούν τα θύματα της Πηγάδας. Κρίμα που έλειπαν οι αριστεριστές για να φωνάξουν κι αυτοί με τη σειρά τους «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ» και να αναβιώσει το κλίμα της Μεταπολίτευσης…
Η υπόθεση Μελιγαλά είναι βαθιά συνυφασμένη με τα πιο βαθιά τραύματα του Εμφυλίου και ταυτόχρονα ιδεολογικοποιημένη για πολιτική χρήση στο έπακρον. Ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός, αναφερόμενος στην εποχή των συνθημάτων, αφηγείται τα εξής ευτράπελα; «Αρχές της δεκαετίας του ’80. Το βάρος του “καυτού” εμφυλιακού παρελθόντος αισθητό και στα φοιτητικά αμφιθέατρα, όπου αντιπαρατίθενται από τη μια η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, Β’ Πανελλαδική ή/και η εξέλιξή τους, οι Αριστερές Συσπειρώσεις και λοιπές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, και από την άλλη η τότε ταχέως αναπτυσσόμενη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ/ΟΝΝΕΔ, με Ρέιντζερς, Κένταυρους και λοιπές “ομάδες κρούσης”.
Όταν οι πρώτοι έβριζαν τους δεύτερους “ΔΑΠίτες – Χίτες – Ταγματασφαλίτες”, οι δεύτεροι, παραδόξως για την κοινή λογική, υιοθετούσαν το σύνθημα αυτό, για να τονίσουν αυτάρεσκα την ταυτότητα της “μαχητικής εθνικοφροσύνης”, που οι πρώτοι τούς απέδιδαν ως βρισιά και ως μομφή.
Δηλαδή, τα ΟΝΝΕΔόπουλα φώναζαν “Ζήτωσαν οι Χίτες, οι ταγματασφαλίτες, ζήτω η ΟΝΝΕΔ και οι ΔΑΠίτες”, και τα τοιαύτα, και έπαιρναν την απάντηση “ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς”, σε μια ενδιαφέρουσα “γηπεδική” συνομιλία πάνω στην πρόσφατη (1982) απόφαση του ΠΑΣΟΚ να αναγνωρίσει επίσημα την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση».
Ο Μελιγαλάς προτού γίνει ιδεολογικός μύθος ένθεν κακείθεν ήταν ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Πελοπόννησο. Οι Γερμανοί, έχοντας οργανώσει και ενισχύσει παντοιοτρόπως τα φιλικά τους Τάγματα Ασφαλείας, που έκαναν τις βρώμικες δουλειές εναντίον των ΕΑΜμιτών, φεύγοντας άφησαν στις διοικήσεις τους την ευθύνη των περιοχών με το φόβο των κομμουνιστών. Από την άλλη μεριά, το ΕΑΜ θέλησε να ξεκαθαρίσει την περιοχή πριν από την έλευση της εξόριστης κυβέρνησης.
Ο Μελιγαλάς δε διαλέχτηκε τυχαία για να γίνει θέατρο των εμφυλιοπολεμικών μαχών. Με 3.000 περίπου κατοίκους ήταν έδρα των Ιταλών καραμπινιέρων (1941-1943), αλλά και ενός τμήματος του γερμανικού στρατού (1943-1944). Εκεί είχε την έδρα του ένα από τα πιο ισχυρά τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας με 1.000 άνδρες, στους οποίους είχαν προστεθεί κι άλλοι που ήρθαν, ένοπλοι αλλά και άμαχοι, κυνηγημένοι από την Καλαμάτα και τα γύρω χωριά. Υπολογίζεται ότι την εποχή της μάχης το χωριό είχε 7.000 άτομα.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Η απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα, έκδοση του Στρατού το 1973, που δεν κυκλοφορεί πια), όσο και τον ιστορικό-δημοσιογράφο της περιοχής Πελοποννήσου, Παντελή Μούτουλα (Πελοπόννησος 1940-1945, Βιβλιόραμα), επρόκειτο για μια κανονική μάχη δύο σχετικά ισοδύναμων στρατιωτικών τμημάτων, με παγίδες, επιμέρους επιθέσεις, περικυκλώσεις, νάρκες, διεισδύσεις κ.τ.λ.
Έπειτα από μάχες τριών ημερών (14, 15, 16 Σεπτεμβρίου) οι ΕΑΜμίτες καταλαμβάνουν την πόλη του Μελιγαλά και ακολουθούν οι εκκαθαρίσεις στην αγορά Μπεζεστένι και κατόπιν στην περίφημη «Πηγάδα», η οποία «απετέλει είδος φρέατος που είχεν ανορυχθεί δια την ύδρευσιν της κωμοπόλεως».
Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει ανάλογα με το ποιος τους μετράει. Το Ιστορικό Τμήμα του Στρατού τούς ανεβάζει σε 2.000 άτομα. Ο «Σύλλογος Θυμάτων» τους θέλει λίγο λιγότερους, γύρω στους 1.144 (όλοι ενήλικοι άνδρες και 18 γυναίκες). Το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη, το 1945, ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα. Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά. Η ΕΑΜική πλευρά μιλάει για πολύ μικρότερους αριθμούς, ο ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες», ενώ άλλοι υπολογίζουν ότι υπήρξαν 120 σκοτωμένοι στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένοι στην Πηγάδα (Σπύρος Ξιάρχος, Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, Καλαμάτα, 1982).
Είναι φανερό ότι η σφαγή των αιχμαλώτων είχε ξεφύγει από το πλαίσιο μιας τακτικής, κανονικής μάχης. Τα συσσωρευμένα μίση, οι χρόνιες εμφύλιες διαμάχες και, κυρίως, ο αγώνας για τη μελλοντική εξουσία φούντωναν τα μίση και όπλιζαν τα χέρια. Όπως παραδέχεται και ο «Ριζοσπάστης», το αγριεμένο πλήθος ήταν εκτός εαυτού και με μαχαίρια και τσεκούρια προσπαθούσε να εκδικηθεί τους συνεργάτες των καταχτητών, αλλά, ίσως, και να λύσει προσωπικές διαφορές (Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, «Ριζοσπάστης», 11/9/2005).
Μετά το 1982 η επίσημη κυβέρνηση σταματά να παίρνει μέρος στις ετήσιες εκδηλώσεις για τον Μελιγαλά στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης που διακήρυξε το ΠΑΣΟΚ. Η διαμάχη γύρω από το Μελιγαλά ατονεί. Η χώρα εισέρχεται στην Ευρώπη και πλέον υπάρχουν άλλες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες. Τα επόμενα χρόνια το μνημόσυνο για τα θύματα του Μελιγαλά διεξάγεται από το «Σύλλογο θυμάτων», έχει χαρακτήρα οικογενειακό και τοπικό.
Σήμερα αυτοί που θυμούνται το Μελιγαλά είναι νοσταλγοί του παρελθόντος, άνθρωποι που κρίνουν το σήμερα με ό,τι συνέβη πριν από μισό αιώνα. Τα φρικτά γεγονότα του Μελιγαλά είναι άγνωστα στη νέα γενιά και δε θα μπορούσε κάποιος να τα εκτιμήσει σφαιρικά, αν δεν τα τοποθετήσει στο πλαίσιο ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που έδωσε θύματα και από τις δύο πλευρές. Η Ιστορία δε ζητεί πια δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά κατανόηση. Τι έγινε και γιατί.
 
Επιστροφή στο παρελθόν
Από τους ταγματασφαλίτες στους χρυσαυγίτες

Στο εφετινό μνημόσυνο στο Μελιγαλά θα υπάρχει μεγάλη παρουσία βουλευτών της Χρυσής Αυγής, και τα συνθήματα που θα ακουστούν, θα μας πάνε χρόνια πίσω: «Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες», «Αλήτες – φονιάδες -κομμουνιστές», «Τσεκούρι και φωτιά στα κόκκινα σκυλιά».
Τα παιδιά της Χρυσής Αυγής, έχοντας κρύψει το ναζιστικό και φασιστικό τους πιστεύω κάτω από τα μαξιλάρια τους, έχοντας ξεχάσει το πιστεύω στο δωδεκάθεο και τον αστρικό κύκλο, αφού προσηλυτίστηκαν με βιασύνη στην Ορθοδοξία, έπρεπε να εφεύρουν έναν ιδεολογικό στιβαρό πυρήνα. Έτσι αναζήτησαν ρίζες στη χούντα και τα ιδεολογικά της τερτίπια, κορυφαίο εκ των οποίων υπήρξε η Πηγάδα του Μελιγαλά.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αναδείξει την ιστορία του Μελιγαλά ως εμβληματικό σημείο αντιπαράθεσης με τον πάντα ελλοχεύοντα γι’ αυτήν «κομμουνιστικό κίνδυνο». Από το 1953 ετελούντο στην περιοχή του Μελιγαλά ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης και μισαλλοδοξίας. Η χούντα θα αναβαθμίσει τον εορτασμό. Ο χουντικός υπουργός Αθλητισμού (!) Ασλανίδης θα διαμορφώσει το χώρο των εκτελέσεων (μάντρες, πάρκινγκ κ.ά.) και θα γιορτάζει πλέον με επισημότητα την επέτειο. Τις εκδηλώσεις θα τιμήσουν διά της παρουσίας τους το 1967 ο Παττακός, το 1968 ο «αντιβασιλέας» Ζωιτάκης, ενώ κατεβαίνουν οργανωμένα στην κάθε επέτειο μαθητές, στρατιώτες και «προσκυνητές» – όπως θα γράψει τοπική εφημερίδα – από άλλους ελλαδικούς τόπους.
Τα επόμενα χρόνια, επί κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, δεν έλειψαν και οι παρουσίες βουλευτών του συγκεκριμένου κόμματος.
 
Βρικόλακες του Εμφυλίου…
Ο σημερινός μέσος Έλληνας, με τη στοιχειώδη ιστορική γνώση και συνείδηση (ευτυχώς γι’ αυτόν και δυστυχώς για τους βρικόλακες του εμφυλίου πολέμου 1946-1949) όχι μόνον δε θα πρέπει να παρασυρθεί από την κακόγουστη νεκρανάσταση του Μελιγαλά και του Γράμμου-Βίτσι, αλλά να γελάσει – με την ψυχή του – με τη ρεβανσιστική αναμέτρηση των χρυσαυγιτών με τους υπόλοιπους.
Ο λόγος αυτής της γεμάτης από θυμηδία αποστροφής, προς τα μελλούμενα διαδραματισθέντα, είναι απλός και ευεξήγητος: ο εκ των πραγμάτων τερματισμός της εμφύλιας τραγικής και ανόητης αλληλοσφαγής, μετά τον Αύγουστο του ’49, ουσιαστικά είναι έργο του ίδιου του ελληνικού λαού. Οι δεξιοί συμπεθέρεψαν με τους αριστερούς και τους… συνοδοιπόρους του Κέντρου. Τα παιδιά των «αντιπάλων» αντάμωσαν, αδελφικά, στα ίδια θρανία και έπαιξαν τα ίδια παιχνίδια, στις ίδιες γειτονιές. Και τα ερωτικά ειδύλλια, ανάμεσα στ’ αγόρια και τα κορίτσια των «εχθρών», γκρέμισαν τα συρματοπλέγματα του εμφυλιοπολεμικού μίσους.
Η διά νόμου, η de jure οριστική κατάργηση των ψυχροπολεμικών φραγμάτων έγινε, στη μεταπολίτευση, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, από την πρώτη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την παλιννόστηση των περίπου 60.000 πολιτικών προσφύγων, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και με την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου, με νόμο του Φώτη Κουβέλη, από την κυβέρνηση Τζαννετάκη. Εδώ, βεβαίως, δε χωρεί η καρικατούρα της «εθνικής συμφιλίωσης» του Συνασπισμού με τη μητσοτακική και εβερτική Δεξιά. Γιατί, προφανώς, αυτή η «συμμαχία» δύο ταξικών αντιπάλων είχε στόχο την ανατροπή ενός πολιτικού, φύσει συμμάχου της τότε Αριστεράς…
Μετά τις αδιαφιλονίκητες αυτές αλήθειες, τα… νταηλίκια και οι κραυγές υποκόσμου αποτελούν συμπτώματα κατάπτυστης χουλιγκανικής συμπεριφοράς.
 
Επίλογος
Η μνήμη του εμφυλίου, έτσι, που όλο και περισσότερο επανέρχεται ως δημόσια εκφορά «αυτής» της ψήφου, δρα ως «το ιδεολογικό σημείο» που δείχνει ότι σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, όπως είναι ο «κόσμος της κρίσης», η ιστορική διαχείριση της μνήμης κινδυνεύει να αποπολιτικοποιήσει τη συζήτηση για την κρίση και την έξοδο από αυτήν, επαναφέροντας ένα συναισθηματισμό υπέρ των όποιων «ημών» και εναντίον των όποιων «άλλων», θεωρώντας τις ταυτότητές τους ως αμετάβλητες και συνεκτικές ακόμη και σήμερα και τα προβλήματα επίχειρο (τουλάχιστον έτσι θα «μεταφραστούν») «καλών» και «κακών» Ελλήνων.
Η εμφυλιοπολεμική ρητορική από σημαντική μερίδα στελεχών της κυβέρνησης (δεν μπορεί να εμφυλιοπολεμούν και να μην ξέρουν ότι η περίφημη «αντάμωση στα γουναράδικα» του Άρη ήταν η φράση υπέροχης απελπισίας μπροστά στην ατομική μοίρα των απροσκύνητων, αφού μιλούσε για το δικό τους τομάρι…) και η (πάντοτε περισσότερο προβληματική παρά λειτουργική) απόλυτη προτυποποίηση άλλων (πέρα από διαφορές και ομοιότητες) εποχών από τη γεμάτη ατζαμοσύνη «αντιμνημονιακή» αντιπολίτευση από την άλλη, λειτουργεί παρελκυστικά σε σχέση με τον (έντονο) πολιτικό διάλογο που πρέπει να γίνει ή έστω να βαθύνει.
Θα άξιζε, σε σχέση με την πολιτική διαχείριση της μνήμης (και δίχως να αρνούμαστε τα πολλαπλά λάθη όλων των πλευρών, που όμως δεν ισομερίζουν τις ευθύνες), να θυμίσουμε ότι το «opus magnum» του μετεμφυλιακού κράτους σε σχέση με την ηθική χειραγώγηση, η «πηγάδα του Μελιγαλά», «φουσκώνει» σε νούμερα και πλαισιώνεται όλο και περισσότερο από νεκρά παιδιά και βιασμένες-δολοφονημένες γυναίκες (ώστε ο κρατικός δωσιλογισμός να καρπωθεί την ηθική υπεραξία του συμβολισμού τους) χρόνια μετά το συμβάν, κι ενώ η πρώτη έκθεση του στρατιωτικού ιατροδικαστή Καψάσκη στα 1944 (βλ. ΓΕΣ) ομιλεί για 718 πτώματα ανδρών μάχιμης ηλικίας, εκ των οποίων κανένα παιδί και μόνο δύο γυναίκες.

Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης