Σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος και η οποία παρουσιάστηκε σε ανάλογη ημερίδα
Κατά 31,3% έχουν μειωθεί οι τιμές των ακινήτων στην Καλαμάτα από την έναρξη της κρίσης έως σήμερα, δηλαδή κατά την περίοδο από το τρίτο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2013. Σε πραγματικούς όρους, δηλαδή, εάν ληφθεί υπόψη και ο πληθωρισμός, η υποχώρηση των τιμών των ακινήτων έχει ανέλθει από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα σε 37%.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει νέα έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μοντέλα αποτύπωσης της πραγματικής πορείας της αγοράς, αξιοποιώντας μια «δεξαμενή» από συνολικά 283.000 εκτιμήσεις ακινήτων.
Πάντως, στο σύνολο της χώρας, με βάση τις εκτιμήσεις των μεσιτικών γραφείων, η πτώση των τιμών των κατοικιών είναι ακόμα μεγαλύτερη και αγγίζει το 38,7%. Αντίστοιχα, οι μεσίτες εκτιμούν ότι η πτώση των τιμών στα εμπορικά ακίνητα αγγίζει το 46%, τα γραφεία καταγράφουν μείωση της τάξεως του 43,4% και οι αποθήκες/βιομηχανικά ακίνητα έχουν υποχωρήσει κατά 44,4%.
Η έρευνα, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 8ου Βusiness Forum που διοργάνωσε το περιοδικό RE+D, αποκαλύπτει ότι η μεγαλύτερη πτώση τιμών έχει σημειωθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου οι αξίες έχουν υποχωρήσει κατά 38,8% κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Αντίστοιχα, η πτώση των τιμών στην περιοχή της Αθήνας φτάνει το 32,2%.
Με βάση την ΤτΕ και τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη της για τον καθορισμό της αξίας των ακινήτων, προκύπτει ότι για κάθε τ.μ. επιπλέον επιφάνειας, η αξία της κατοικίας ενισχύεται κατά 1,6%, ενώ αντιθέτως, κάθε έτος που διανύεται, μειώνει την αξία κατά 1,6%.
Αντίστοιχα, σημαντική υπεραξία της τάξεως του 4,5% προκύπτει εφόσον το ακίνητο είναι μεζονέτα, ενώ για κάθε όροφο, η αξία ενισχύεται κατά 3,5%. Σύμφωνα με την έρευνα της ΤτΕ, καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση της αξίας ενός ακινήτου είναι η ποιότητα κατασκευής, που είναι ικανή να αυξήσει την αξία του έως και κατά 10,4%.
Από την άλλη πλευρά, η περιοχή παίζει πάντα το ρόλο της και οι υποβαθμισμένες γειτονιές ρίχνουν την αξία κατά 13,6%.
Επιπρόσθετα, η έρευνα της ΤτΕ καταρρίπτει έναν από τους βασικούς μύθους της κτηματαγοράς σε ό,τι αφορά τις υποδομές. Η ύπαρξη, λοιπόν, αεροδρομίου, νοσοκομείου ή πανεπιστημίου ενισχύει την αξία του ακινήτου μόλις κατά 0,2%.
Ένα ακόμα συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι τα ακίνητα της επαρχίας είναι κατά κανόνα μεγαλύτερης επιφάνειας, απ’ ό,τι στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα. Στις περισσότερες πόλεις της περιφέρειας, οι επιφάνειες κινούνται από 91 έως 120 τ.μ., τη στιγμή που σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι αντίστοιχες επιφάνειες κινούνται κατά μέσο όρο στα 86,2 τ.μ. και 81,4 τ.μ. αντίστοιχα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαπίστωση της ΤτΕ ότι, σήμερα, ο μέσος χρόνος αναμονής για την πώληση μιας κατοικίας προσεγγίζει τους 10 μήνες. Αντίστοιχα, η μέση έκπτωση, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στη ζητούμενη τιμή και την τιμή στην οποία εν τέλει πραγματοποιείται μια συναλλαγή, αγγίζει το 20%. Αναφορικά με τον ίδιο τον αριθμό των αγοραπωλησιών, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2012 οι συνολικές συναλλαγές ανήλθαν σε 46.500, εκ των οποίων οι 11.500 καταγράφονται στην περιοχή της Αττικής. Η πτώση των συναλλαγών είναι κατακόρυφη (-78,3%), καθώς το 2005, όταν έφτασαν στο απόγειό τους, καταγράφηκαν συνολικές αγοραπωλησίες 215.000 ακινήτων.