Η άγνωστη ιστορία του «Αμερικάνου θρύλου των Χράνων»

Η άγνωστη ιστορία του «Αμερικάνου θρύλου των Χράνων»

Η άκρη του κουβαριού που ξετυλίγουμε βρίσκεται στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκείνη την περίοδο κάνει την εμφάνισή του στους Χράνους ο πρώτος ξένος επισκέπτης. Ήταν ένας περίεργος μεσήλικας Αμερικανός.
Η περιοχή, όπως και ο υπόλοιπος νομός, μόλις άρχιζε να βγαίνει ουσιαστικά από τα συντρίμμια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ενός αδελφοκτόνου εμφυλίου.
Στην αρχή, η υποδοχή που επιφύλαξαν οι κάτοικοι στον ξένο ήταν, μάλλον, εχθρική. Κάποιοι, μάλιστα, μόλις έμαθαν την καταγωγή του, τον έβλεπαν και ως κατάσκοπο! Με την πάροδο του χρόνου η ματιά άλλαξε. Με την καθημερινή του παρουσία στο χωριό ο Αμερικανός άρχισε να γίνεται συμπαθής. Όμως, δε συνήθιζε να έρχεται και σε πολλή επαφή με τον κόσμο. Ζούσε με τους δικούς του ρυθμούς. Ατέλειωτες βόλτες στην παραλία μόνος του, λίγες κουβέντες με τους ντόπιους.
Σιγά σιγά άρχισε να πλέκεται ένας θρύλος γι’ αυτόν τον περίεργο και ευγενή άνθρωπο.  Μάλιστα, μόλις έμαθαν από τον ίδιο, στα ελάχιστα πάρε-δώσε που είχε με τους κατοίκους των Χράνων, ότι βρίσκεται εκεί απογοητευμένος και γεμάτος τύψεις για όσα συνέβησαν από τη χώρα του στην Ιαπωνία με τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών, σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι, έγινε περισσότερο αγαπητός. Από τον ίδιο, επίσης, πληροφορήθηκαν ότι με κάποιον τρόπο συμμετείχε κι αυτός στον όλεθρο. Έτσι, ανέβηκε περισσότερο στην εκτίμησή τους, από τη στιγμή που δήλωνε μετανιωμένος. Όπως μας επισήμαναν, μάλιστα, οι κάτοικοι της περιοχής που μιλήσαμε μαζί τους, από τις τύψεις του δεν τον είδαν ούτε μία μέρα, όσα χρόνια έζησε στους Χράνους, να τρώει κρέας.
Ο ιδιοκτήτης του καφέ-εστιατορίου «Κιβωτός», Δημήτρης Πολίτης, δήλωσε στο «Θ», ότι, αν και μικρό παιδί εκείνη την εποχή, τον θυμάται σαν έναν άνθρωπο λεβέντη και ευγενικό, ο οποίος δε δημιούργησε ποτέ πρόβλημα στην περιοχή. «Ήταν πάντα ευγενικός και φιλικός απέναντί μας. Μας στενοχωρούσε, όμως, η θλίψη που φαινόταν στα μάτια του».  
Ο Πέτρος Μουντζούρης μάς μίλησε με τον ίδιο θερμό τρόπο για τον Αμερικανό επισκέπτη. «Ήταν αγαπητός στην περιοχή και, μάλιστα, βοηθούσε οικονομικά, όπως μπορούσε, αυτούς που είχαν ανάγκη».
Η προφορική ιστορία λέει ότι ενίσχυσε οικονομικά δύο παιδιά για να σπουδάσουν, ενώ κάποια φορά που είχε κατέβει στην Καλαμάτα για να πάρει τη σύνταξή του, έχασε το πορτοφόλι του. Αυτός που το βρήκε ήταν κάτοικος των Χράνων, ο Γιώργος Τσαμπούκος, ο οποίος και του το παρέδωσε. Γι’ αυτή του την πράξη ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα.
 
Ποιος ήταν ο Αμερικανός επισκέπτης
Πρόκειται για τον ταγματάρχη συνταξιούχο της Αμερικανικής Αεροπορίας,  Norman Mackie, ο οποίος γεννήθηκε στις 21 Μαΐου του 1887 στην πόλη Φιλαδέλφεια της πολιτείας Πενσυλβάνια. Απέκτησε τρία παιδιά και έλαβε μέρος στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Φαίνεται, όμως, ότι ο δεύτερος στάθηκε μοιραίος για τη ζωή του. Όντας μέλος των αεροπλάνων συνοδείας στο βομβαρδισμό του Ναγκασάκι, άμα τη επιστροφή του στις ΗΠΑ υπέστη νευρικό κλονισμό. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνέβαλε στην εν ψυχρώ δολοφονία χιλιάδων αμάχων.
Από τότε και μετά άρχισε να μπαινοβγαίνει στα ψυχιατρεία. Οι γιατροί του συνέστησαν, ως έσχατη λύση, να φύγει μακριά από τη χώρα, μήπως και η αλλαγή τοπίου τον κάνει να ξεχάσει και να ηρεμήσει.
Πρώτος του σταθμός ήταν η Γαλλία. Κι εκεί, όμως, η βουή του πλήθους τον ενοχλούσε. Πήρε το αεροπλάνο, έφτασε στην Αθήνα και από εκεί αποφάσισε να επισκεφθεί την Κρήτη, ψάχνοντας ένα καταφύγιο. Η παρουσία εκεί της αμερικάνικης βάσης τού «ξύπνησε» πάλι τις Ερινύες.
Επιστρέφει στην Αθήνα και ζητά τη βοήθεια της αμερικάνικης πρεσβείας. Αυτό που του έκαναν, ήταν να του δώσουν ένα αυτοκίνητο και την παρότρυνση να πάει όπου θέλει. Ο δρόμος του τον έφερε στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στη Μεσσηνία και τους Χράνους. Έζησε εκεί περίπου δεκαπέντε χρόνια, αγόρασε σπίτι και έζησε ήρεμα. Πέθανε στο χωριό στις 25 Φεβρουαρίου του 1975 σε ηλικία 88 χρόνων. Ετάφη στο κοιμητήριο του Αγίου Κωνσταντίνου.
Όπως μάθαμε, κάποια χρόνια αργότερα επισκέφθηκε την περιοχή ένας από τους γιους του. Πήγε στον τάφο του και συνομίλησε με κάποιους κατοίκους. Από την πλευρά του, αρνήθηκε ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της αμερικάνικης αποστολής στο Ναγκασάκι. Έλεγε την αλήθεια ή ήθελε να «αθωώσει» τον πατέρα του εκ των υστέρων, από το βάρος χιλιάδων νεκρών; Κανείς δεν πρόκειται να μάθει. Εκείνο, όμως, που παραδέχτηκε ήταν ότι ο πατέρας του αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα…
 
Ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι
Η ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ού αιώνα που σφράγισαν τη νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα.
Η χρήση αυτού του όπλου θεωρήθηκε απαραίτητη από τις ΗΠΑ για την αποφυγή μεγάλης στρατιωτικής απόβασης με πολλούς νεκρούς, καθώς και ο μόνος ικανός δρόμος να πεισθεί ο αντίπαλος σε άνευ όρων παράδοση. Οδήγησε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την παράδοση της Ιαπωνίας λίγες μέρες αργότερα. Η συγκεκριμένη επίθεση αναφέρεται συχνά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Ο βομβαρδισμός της Χιροσίμα από τις ΗΠΑ έλαβε χώρα λίγο πριν από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 6 Αυγούστου 1945 και ήταν η πρώτη πολεμική πυρηνική επίθεση της Ιστορίας.
Η βόμβα ήταν τύπου ουρανίου 235, η οποία είχε λάβει το προσωνύμιο “Little Boy” (αγοράκι) στο κέντρο συναρμολόγησης και δοκιμών Αλαμογκόρντο. Τα αποτελέσματα της έκρηξης δεν ήταν γνωστά εκ των προτέρων, μια και τέτοιου τύπου βόμβα δεν είχε δοκιμαστεί, όπως η βόμβα πλουτωνίου, που ακολούθησε. Τη ρίψη της έκανε ο συνταγματάρχης Πολ Τίμπετς, κυβερνήτης ενός αεροσκάφους Β29 της Αεροπορίας Στρατού, στο οποίο είχε δώσει το όνομα της μητέρας του, «Ένόλα Γκαίυ».
Το Β29 υπέστη ισχυρή ανατάραξη με την έκρηξη της βόμβας, παρά το γεγονός ότι απείχε ήδη 18 περίπου χιλιόμετρα. Υπολογίζεται ότι επιτόπου φονεύθηκαν περίπου 70.000 άτομα, οι περισσότεροι άμαχοι. Πολύ περισσότεροι πέθαναν αργότερα ή έπαθαν σημαντικές βλάβες στην υγεία τους λόγω της ραδιενέργειας.
Από την πόλη διασώθηκε μόνον ο θόλος (από μπετόν) και ο σκελετός του κτηρίου που τον στήριζε. Πριν από την έκρηξη αυτό ήταν το κτήριο που στέγαζε την «Εμπορική Έκθεση της Περιφέρειας της Χιροσίμα». Ο θόλος υπάρχει και σήμερα, όπως ακριβώς απέμεινε μετά την έκρηξη, και είναι από τα διατηρητέα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου 1945, οι αμερικανικές δυνάμεις έριξαν τη δεύτερη (και τελευταία μέχρι σήμερα πυρηνική βόμβα εναντίον ανθρώπων) στο Ναγκασάκι. Εδώ η βόμβα ήταν άλλου τύπου και χρησιμοποιούσε ως γόμωση το πλουτώνιο. Αυτή είχε λάβει το προσωνύμιο «Fat Man» (χοντρός) στο εργαστήριο κατασκευής της. Αρχικός στόχος ήταν η ιαπωνική πόλη Κοκούρα (Kokura), επειδή όμως το νησί Κιουσού, στο οποίο βρίσκεται, ήταν καλυμμένο από πυκνή ομίχλη, ο επικεφαλής της αποστολής ταγματάρχης Σουέινι, ακολουθώντας το σχέδιο, υποχρεώθηκε να στραφεί στον «αναπληρωματικό» στόχο, την πόλη του Ναγκασάκι. Η έκρηξη ήταν ακόμη σφοδρότερη από την προηγούμενη και σχεδόν διέλυσε το Β29 του Σουέινι, το οποίο μόλις που πρόλαβε να προσγειωθεί στην Οκινάβα. Ωστόσο, λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ναγκασάκι, τα αποτελέσματά της στο έδαφος ήταν λιγότερο καταστροφικά από αυτά της βόμβας στη Χιροσίμα, αν και οι συνέπειες της ραδιενέργειας ήταν εξίσου θανατηφόρες.
Οι δύο αυτές ρίψεις έγιναν με προσωπική απόφαση του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν. Για να πραγματοποιηθούν, ο διοικητής της μοίρας της Αεροπορίας Στρατού Σπατζ, στην οποία ανήκαν τα αεροσκάφη, ζήτησε έγγραφη τη διαταγή από την πολιτική ηγεσία, «αρνούμενος να σκοτώσει ίσως 100.000 άτομα με προφορικές μόνον εντολές».
Η διαταγή πράγματι του στάλθηκε εγγράφως με τις υπογραφές του υπουργού Εσωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ και του υπουργού Στρατιωτικών, Χένρι Στίμσον. Η τελική, ωστόσο, απόφαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έπρεπε να ληφθεί μόνον από τον πρόεδρο, ο οποίος και την έλαβε, με την αιτιολογία ότι οι ρίψεις αυτές θα έφερναν γρήγορο τέλος στον πόλεμο στο θέατρο του Ειρηνικού και ότι τα θύματα από τις βόμβες θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες σε μια ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή από τη συνέχιση του πολέμου. Υπάρχουν απόψεις, όμως, που υποστηρίζουν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο και, κυρίως, τη Σοβιετική Ένωση. Ως τέτοια, προλείανε το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου.
Ο αρχικός αριθμός των θυμάτων που πέθαναν ακαριαία από τη ρίψη των βομβών υπολογίζεται σε περίπου 70.000 στη Χιροσίμα και 40.000 στο Ναγκασάκι. Όμως, οι ολέθριες συνέπειες της πυρηνικής ακτινοβολίας τους επόμενους τέσσερις μήνες αύξησαν τον αριθμό των νεκρών σε 90.000-166.000 στη Χιροσίμα και 80.000 στο Ναγκασάκι. Μέχρι το 1950 ο απολογισμός των θυμάτων είχε φτάσει τα 200.000 θύματα.

Του Αντώνη Πετρόγιαννη