Χθες, τελευταία ημέρα του 26ου Επιστημονικού Συνεδρίου στην Καλαμάτα, το οποίο διοργάνωσαν η Ελληνική Εταιρεία της Επιστήμης των Οπωροκηπευτικών (ΕΕΕΟ) και η Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας του ΑΤΕΙ Καλαμάτας, ο Αντώνης Παρασκευόπουλος, γεωπόνος, διευθυντής της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Τριφυλίας, εισηγήθηκε το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα «Η καλλιέργεια πρώιμων κηπευτικών στη Μεσσηνία – υφιστάμενη κατάσταση – προβλήματα – προοπτικές».
Σύμφωνα με τον εισηγητή, «η Μεσσηνία είναι το 3ο θερμοκηπιακό κέντρο της χώρας. Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60, καταλαμβάνοντας μια μικρή έκταση και σήμερα φθάνουν τα 3.000 στρέμματα. Η εξέλιξη αυτή δείχνει πως ο κλάδος είχε θετική-ανοδική πορεία. Σήμερα, όμως, με την κρίση που αντιμετωπίζουμε, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι αυτή θα λειτουργήσει το ίδιο ανοδικά και στο μέλλον.
Η τεχνική της καλλιέργειας είναι αρκετά ανεπτυγμένη, αφού: Τα καλλιεργούμενα φυτά είναι εμβολιασμένα σε ανθεκτικά υποκείμενα σε ποσοστό 100%. Υπάρχει εφαρμογή συστήματος άρδευσης στάγδην, εφαρμογή υδρολίπανσης με έλεγχο της συγκεντρώσεων των θρεπτικών στοιχείων και της αγωγιμότητας, ολοκληρωμένη αντιμετώπιση εχθρών και ασθενειών, δίνοντας προτεραιότητα σε μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον με ταυτόχρονη αξιοποίηση της ωφέλιμης πανίδας της περιοχής. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι καλλιέργεια σε θερμοκήπιο, σε toll, σε χαμηλή και μεσαία κάλυψη».
Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε, εκτός από τα θετικά υπάρχουν και αρνητικά – προβληματικά στοιχεία που λειτουργούν ως βαρίδια στην περαιτέρω ανάπτυξη των πρώιμων κηπευτικών.
Αυτά, σύμφωνα με τον κ. Παρασκευόπουλο, είναι: Κάμψη της εσωτερικής κατανάλωσης. Οι τιμές παραγωγού συμπιέζονται εκ των πραγμάτων, ενώ δεν ακολουθούν οι τιμές των εισροών. Έλλειψη χρηματοδότησης τόσο για την εγκατάσταση νέων θερμοκηπίων όσο και για τον εκσυγχρονισμό, τη βελτίωση και τη λειτουργία των ήδη υπαρχόντων. Η απουσία αξιόπιστων και ουσιαστικών ελέγχων στα σημεία εισόδου, οι οποίοι να διασφαλίζουν ότι τα εισαγόμενα προϊόντα θα κυκλοφορούν με αναγραφή της προέλευσής τους. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και ζητήματα διαρθρωτικά, όπως είναι το μέγεθος της εκμετάλλευσης, η βελτίωση των κατασκευών και ο εκσυγχρονισμός, έλεγχος του περιβάλλοντος χώρου.
Επίσης, ο χαμηλός βαθμός οργάνωσης παραγωγών (μη αξιοποίηση του θεσμού Ο.Π.) έχει ως συνέπεια την έλλειψη στόχων όπως: Προγραμματισμός της παραγωγής, συγκέντρωση της προσφοράς και διάθεση στην αγορά της παραγωγής, βελτιστοποίηση του κόστους παραγωγής και σταθεροποίηση των τιμών παραγωγού, βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, προώθηση της εμπορικής αξίας των προϊόντων, προώθηση των προϊόντων, νωπών και μεταποιημένων, προστασία του περιβάλλοντος, πρόληψη και διαχείριση κρίσεων στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά, τόνισε ότι «ο κλάδος είναι δυναμικός και παρουσιάζει ενδιαφέρον. Οι προοπτικές είναι καλύτερες από άλλους κλάδους της οικονομίας και αν τον προσεγγίσουμε με προσοχή, μπορεί ν’ αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της περιοχής και της χώρας. Η αναζήτηση νέων αγορών στην τοποθέτηση προϊόντων σε χώρες εκτός Ε.Ε., όπως πρώην ανατολικές χώρες και Βαλκάνια (όπου φαίνεται να έχουμε πλεονέκτημα από τους ανταγωνιστές Ισπανούς), δίνουν μια νότα αισιοδοξίας. Η εξωστρέφεια αυτή των παραγωγών τα δυο τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα τη θεαματική αύξηση των εξαγωγών προς τους αναφερόμενους προορισμούς και, κυρίως, τα Βαλκάνια.
Επίσης, προϋποθέσεις για ανάπτυξη του κλάδου δημιουργούν: η βελτίωση οδικών δικτύων και η μελλοντική ολοκλήρωση της Ιονίας Οδού, θα είναι συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής, μαζί με την κατασκευή του Φιλιατρινού φράγματος χωρητικότητας 6.500.000 m3 νερού, που εξασφαλίζει την επάρκεια και ποιότητα αρδεύσιμου νερού. Η επέκταση των υδροπονικών καλλιεργειών, η οποία εξασφαλίζει αυξημένες αποδόσεις και βελτίωση ποιότητας παραγομένων προϊόντων, δίνει μια νέα δυναμική στον κλάδο. Η υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων στον κλάδο από νέους και προοδευτικούς παραγωγούς, η αξιοποίηση νέων τεχνολογιών και σύγχρονων τεχνικών καλλιέργειας που εφαρμόζονται σε συνδυασμό με το μικροκλίμα της περιοχής, αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη του κλάδου».
Του Αντώνη Πετρόγιαννη