Kαντάδες, οι ωραίες νυκτωδίες στην παλιά Καλαμάτα

Kαντάδες, οι ωραίες νυκτωδίες στην παλιά Καλαμάτα

Για την ιστορία: Βασίλης Ι. Μανιάτης
 
Η καντάδα πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1863 και ήταν ένα ωραίο πολιτισμικό δώρο που μας έφεραν οι Επτανήσιοι, όταν ενώθηκαν με τη μητέρα Ελλάδα. Κυρίως άνθησε στην Κεφαλλονιά, στο Ληξούρι, και λίγο αργότερα στη Ζάκυνθο, όπου οι καντάδες, ακολουθώντας την τοπική προφορά, έδωσαν ανάλογη χρωματική μουσική, με κιθάρες και μαντολίνα, και ονομάστηκαν «μαντινάδες», «αρέκιες» ή «καντάτες»:
 
Απόψε την κιθάρα μου
τη στόλισα κορδέλες
και στα καντούνια περπατώ
για τσι όμορφες κοπέλες
 
Απόψε να μην κοιμηθείς
παρά να καρτερέσεις
ν’ ακούσεις την κιθάρα μου
και έπειτα να πέσεις.
 
Υπήρξε μεγάλο το ταξίδι της καντάδας στη συνέχεια, ώσπου να φθάσει στα στενά πλακιώτικα σοκάκια της Αθήνας. Εκεί την παρέλαβαν οι χαρισματικοί μουσικοί, λάτρεις της τετραφωνίας, όπως ο Κόκκινος, ο Ρόδιος, ο Λαμπελέτ, ο Τάκης Μαρίνος, ο Σακελλαρίδης, ο Χατζηαποστόλου κ.ά. και της έδωσαν πανελλήνια ώθηση. Τότε, γράφτηκαν οι περίφημες καντάδες που άφησαν εποχή και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα: «Η ανθισμένη αμυγδαλιά», η «Αγράμπελη», «Ξυπνώ τη χαραυγή», η «Ξανθούλα», το «Γελεκάκι που φορείς», «Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι», «Πώς της αρέσει», «Αχ, Ψαροπούλα», «Ω, μην κοιμάσαι» και άλλες υπέροχες επιτυχίες.
Στ’ αθηναϊκά σπίτια τότε κρέμονταν μια κιθάρα ή ένα μαντολίνο. Ήταν μόδα να ξέρεις να τραγουδάς ευρωπαϊκά και κυρίως τετράφωνα, όπως γινόταν με τις καντάδες.
Για μια επιτυχημένη βραδινή καντάδα χρειαζόταν: ένας ανέφελος ουρανός, φωτισμένος με το φεγγάρι και τ’ άστρα, μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, τέσσερις κανταδόροι, μια κιθάρα και μαντολίνο και ένας έρωτας του νέου και της όμορφης αγαπημένης.
 
Ω, μην κοιμάσαι – ξύπνα να σε ιδώ
ψυχή χαριτωμένη – σε ποθώ
της γης το γλυκοχάραμα
τα μάτια σου προσμένει,
ξύπνησε, ωραία θεά…
 
Σιγά σιγά η καντάδα άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Απλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα κι έγινε μόδα, έγινε θεσμός, γιατί σ’ όλους άρεσε η τετράφωνη γλυκιά μελωδία.
Οι κανταδόροι είχαν αρχίσει να γίνονται πλέον περιζήτητοι. Ήταν οι εκφραστές του έρωτα και του πόθου του νέου και της νιας.
Για τα κορίτσια, τ’ ακούσματα ήταν ευχάριστα, και όταν περνούσε η νυχτερινή καντάδα, ακουγόταν το τρίξιμο απ’ τα μισανοιγμένα παντζούρια και τις γρίλιες…
 
Μες τη θερμή κι ολόγλυκια αγκαλιά σου,
να γύρω το κεφάλι άφησέ με
κι αν κοιμηθώ, μες τα σγουρά μαλλιά σου,
μικρό μου κοριτσάκι, σκέπασέ με.
 
Όμως, η διαδρομή της καντάδας δεν ήταν ανέφελη, ούτε και λίγες οι φορές που περιέπεσε σε δυσμένεια και διωγμό. Από πολλούς θεωρήθηκε… προσβλητική για τα ήθη και τα έθιμα της εποχής εκείνης. Από άλλους θεωρήθηκαν… ταραξίες της νύχτας. Και έμεινε στην ιστορία ο αστυνόμος Μπαϊρακτάρης, ο οποίος είχε εξαπολύσει τους ευζώνους του και όσους κανταδόρους συνελάμβανε, τους κούρευε!
 
Η καντάδα στην Καλαμάτα
Η καντάδα στην πόλη μας εμφανίσθηκε 58 χρόνια αργότερα, όταν στις 21 Απριλίου ήρθε προσκεκλημένος ο μουσικοδιδάσκαλος και σπουδαίος ψάλτης, Ιωάννης Κατσαΐτης, ως πρωτοψάλτης στον Ιερό Ναό της Υπαπαντής.
Ο Κατσαΐτης, βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, της τριφωνίας αλλά και της τετραφωνίας, θεωρείται ο άνθρωπος ο οποίος εισήγαγε την τετραφωνία τόσο στον εκκλησιαστικό χώρο όσο και στο χώρο της τετράφωνης καντάδας.
Επηρεασμένος απ’ την επιτυχία που είχε ο θεσμός αυτός στην υπόλοιπη Ελλάδα, θέλησε να γίνει ο πρωτοπόρος και για τον τόπο μας.
Παράλληλα με την ψαλτική, επιδόθηκε στη διδασκαλία της τετράφωνης ευρωπαϊκής, διδάσκοντας φωνητική σε δύο κλειδιά, για φωνές τενόρου, σεκόντου, βαρύτονου και βαθύφωνου (μπάσου), οι οποίες θ’ αποτελούσαν την αρμονική τετραφωνία.
Τα χρόνια εκείνα αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε από πολλούς «ως ασέβεια προς την εκκλησία» και οι Καλαματιανοί διχάστηκαν, στους θέλοντες και τους μη θέλοντες.
Ο τοπικός Τύπος έλαβε θέση και υπήρξαν πολλά τα γραφόμενα γι’ αυτό.
Όμως, ο Κατσαΐτης, καινοτόμος και προοδευτικός της εποχής του, επέβαλε με υπομονή την τετραφωνία. Πρώτα στον εκκλησιαστικό χώρο, βέβαια, όπου οι μουσικόφιλοι Καλαματιανοί έδειξαν την προτίμησή τους στην τετράφωνη ευρωπαϊκή χορωδία από τη μονοφωνία.
Τότε, μέσα από τις τετράφωνες εκκλησιαστικές χορωδίες, ξεπήδησαν άτομα που δημιούργησαν της περίφημες κανταδόρικες παρέες. Έτσι, τα χρόνια εκείνα, θυμάμαι, ακούγονταν καντάδες στον τόπο μας, τις φεγγαρόφωτες νύχτες, που με τη συνοδεία μιας κιθάρας ξεσήκωναν τις γειτονιές και έκαναν να σκιρτούν οι καρδιές.
Καντάδες ακούγονταν στα σοκάκια του Κάστρου, στα δεντράκια του Νέδοντα, στο δρόμο της Αλαγονίας, στα περιβόλια και σε άλλα απόμερα σημεία.
Οι κανταδόροι προτιμούσαν τη δεντροφυτεμένη οδό Φαρών, με τις πορτοκαλιές και τα γιασεμιά που σκόρπιζαν άρωμα Καλαμάτας και η ατμόσφαιρα ήταν ειδυλλιακή.
Αλλά και στην παραλία δεν έλειπαν οι καντάδες με τις βαρκάδες στο φεγγαρόφωτο.
 
Νύχτα ονειρεμένη
μελαγχολικιά
στις καρδιές που αγαπάνε
μίλα γλυκά
 
Δυνατά κι αν αγαπήσεις
κι αν νοιώσεις θλίψη βαθιά
θα γίνει μέσα στη νύχτα
διπλός καημός…
 
Οι φίλοι αναγνώστες θα μου επιτρέψουν ν’ αναφερθώ σε γνωστά καλαματιανά ονόματα κανταδόρων που θυμάμαι και που το πέρασμά τους άφησε μια αξέχαστη εποχή: Ντούλης, Κεχάεφ, Νίκος Λάμπος, Ανδρέας Βολιανίτης, Θεόδωρος Μουτεβελής, Νίκος Αγγουράς, Μιχάλης Σαραντόπουλος, Γρηγόρης Χρυσομάλλης, Νίκος Κουτσομανιώτης, Διονυσάκης Κλάδης κ.ά..
Σήμερα, δυστυχώς, οι καντάδες και οι κανταδόροι αποτελούν παρελθόν. Δεν ακούγονται πλέον τα ωραία μελωδικά τραγούδια, τα γεμάτα ρομαντισμό και έρωτα.
Πού και πού, σε κανένα ταβερνάκι, με μια κιθαρίτσα, ακούγεται απ’ τους νοσταλγούς ο επίλογος της εποχής εκείνης:
 
Που ’ναι τα χρόνια τα παλιά
πού ’ναι οι καντάδες
πού ’ναι οι παρέες οι παλιές
με μπάντζα και κιθάρες
 
Αχ, να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά
να ξανάνθιζε η γριούλα αμυγδαλιά
Οι αυλόπορτες ν’ ανοίξουν οι βαριές
ν’ απλωθούνε της γαζίας οι ευωδιές.
 
Να ξυπνήσουν οι παλιοί οι κανταδόροι
και να τρέξουν κάποιες γρίλιες
στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Αχ, να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά.