«Ο Καλαματιανός γιατρός στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας»


Συνεχίζεται σήμερα στο «Θάρρος» η παρουσίαση Καλαματιανών που άφησαν την Καλαμάτα για μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό.
Σειρά παίρνει ο ωτορινολαρυγγολόγος Γιώργος Καρκατζούλης που ζεί και εργάζεται στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας.

«Είμαι Καλαματιανός για μένα σημαίνει είμαι αισιόδοξος, είμαι προσαρμοστικός και έχω τον ήλιο στην καρδιά μου…»

«Τρία πράγματα «ζηλεύω» μόνο στη γερμανική κοινωνία που θα ήθελα να έχουμε στην Ελλάδα: την αστική ευγένεια, την αίσθηση του καθήκοντος, τον προσωπικό αγώνα…»

-Πόσο καιρό εργάζεσαι στο εξωτερικό και πόσο εύκολη ήταν η απόφαση να φύγεις;
Στη Γερμανία δουλεύω από το 2009, δηλαδή 4 χρόνια. Λίγο πριν αρχίσει η «καταραμένη κρίση». Η απόφασή μου να φύγω ήταν εξαιρετικά εύκολη, γιατί έφυγα σε εντελώς αντίθετες συνθήκες. Η Ελλάδα ακόμα ζούσε στην εποχή του «Λεφτά υπάρχουν» και εμένα ο σκοπός μου τότε ήταν να αποκτήσω μια καλή εκπαίδευση και μια εμπειρία ζωής στη Γερμανία, για 2-3 το πολύ χρόνια και μετά να επιστρέψω στην πατρίδα. Σκεφτείτε ότι τότε που έφυγα ο ειδικευόμενος στην Ελλάδα πληρωνόταν το ίδιο με το Γερμανό. Τίποτα τότε δεν προμήνυε την καταιγίδα που ερχόταν…


-Δυσκολεύτηκες στην ανεύρεση εργασίας στη χώρα που βρίσκεσαι;
Στην ανεύρεση εργασίας δε δυσκολεύτηκα καθόλου. Στη Γερμανία η πόρτα για τους γιατρούς είναι ορθάνοιχτη και όποιος λέει το αντίθετο, είτε δε γνωρίζει είτε θέλει να το «παίξει» ο ίδιος ήρωας.
Η πραγματική πρόκληση, όμως, ήταν να βρω μια θέση που ταίριαζε στους εκπαιδευτικούς μου στόχους και όχι απλά μια δουλειά ως γιατρός. Δουλειά είχα. Η πραγματική δυσκολία ήταν να διεκδικήσω μια θέση που διεκδικούν και πολλοί Γερμανοί.

-Πώς αντιμετωπίζουν τους Έλληνες στη χώρα που ζεις;
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των Γερμανών, φοβάμαι ότι θα απογοητεύσω αυτούς που θα περίμεναν να ακούσουν για Γερμανούς που μας βρίζουν κ.τ.λ.
Ξεκίνησα ως αρχάριος Έλληνας γιατρός που δυσκολευόταν να μιλήσει σωστά γερμανικά ακριβώς την περίοδο που γινόταν σε όλη την Ευρώπη η «μαύρη προπαγάνδα» εναντίον της Ελλάδας (στην οποία πρωτοστατούσαν και γερμανικά «κίτρινα» έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας). Παρόλα αυτά, οι ασθενείς και οι συνάδελφοι με αντιμετώπισαν πολύ θετικά και κάθε φορά που μάθαιναν ότι είμαι Έλληνας, είχαν όλοι να μου διηγηθούν από μια ωραία τους ανάμνηση από την Ελλάδα. Και μάλιστα, ειδικά οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, μου διηγούνταν για μια Ελλάδα που στις αναμνήσεις τους ήταν καλόκαρδη, φιλόξενη, χαρούμενη και φυσικά πανέμορφη. Υπήρχαν, βέβαια, και ελάχιστα μεμονωμένα περιστατικά, κυρίως από απληροφόρητους ανθρώπους, που μου έλεγαν ότι δεν πληρώνουμε φόρους, ότι είμαστε τεμπέληδες κ.τ.λ. κλισέ. Αλλά η γενική εικόνα μένει πέρα ως πέρα θετική.



-Τι θα ήθελες να μεταφέρεις από την κουλτούρα της εκεί ζωής σου στην Ελλάδα;
Τρία πράγματα «ζηλεύω» μόνο στη γερμανική κοινωνία που θα ήθελα να έχουμε στην Ελλάδα και που μπορούμε και πρέπει να αποκτήσουμε, ειδικά στη δύσκολη αυτή περίοδο που διανύουμε.
Πρώτον, την αστική ευγένεια. Δηλαδή, να είμαστε ευγενικοί ο ένας στον άλλον. Να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον.
Δεύτερον, την αίσθηση του καθήκοντος. Ότι, δηλαδή, αυτή είναι η δουλειά μου και ακόμα και αν δε μου αρέσει, έχω το καθήκον να την κάνω σωστά.
Τρίτον, κάτι που είχαμε οι Έλληνες σε πολύ μεγάλο βαθμό για πολλές γενιές, αλλά, δυστυχώς, από το  ’80 και μετά το ξεχάσαμε. Τον προσωπικό αγώνα. Το μόχθο. Την αξία της εργασίας. Εθιστήκαμε στη νοοτροπία του εύκολου χρήματος και της ήσσονος προσπάθειας, ξεχνώντας ότι η Ελλάδα στάθηκε στα πόδια της από τους παππούδες μας που δούλεψαν σκληρά από μικρά παιδιά μέχρι τα γεράματά τους για να φτιάξουν ένα καλύτερο μέλλον.
Οι Γερμανοί, λοιπόν, όσο επιτυχημένοι και αν είναι, το μεταφέρουν από γενιά σε γενιά και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς.

-Τρία πράγματα που πρέπει κάποιος να δει αν επισκεφτεί τη πόλη που βρίσκεσαι…
Το Ντύσελντορφ που μένω είναι μια πολύ όμορφη, πλούσια και ανθρώπινη πόλη, που θεωρείται, μάλιστα, η έκτη καλύτερη σε ποιότητα ζωής στον κόσμο. Τα αξιοθέατα είναι πολλά, αλλά επιγραμματικά θα έλεγα πως αξίζει κάποιος να επισκεφτεί το ιστορικό κέντρο, τη λεγόμενη παλιά πόλη, που έχει παντού μαγαζιά, μπαρ και εστιατόρια, τη περίφημη Λεωφόρο του Βασιλέα (Κoenigsallee) με τους διάσημους οίκους μόδας και τον Πύργο της τηλεόρασης, από τον οποίο μπορεί κάποιος να θαυμάσει όλη την πόλη.

-Τι είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο από την Καλαμάτα;
Από την Καλαμάτα μού λείπουν παρά πολλά. Είμαι φανατικός Καλαματιανός. Η ατέλειωτη παραλία, το γλυκό κλίμα, τα ανοιχτά μέρη, το φαγητό, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι. Η Καλαμάτα έχει ένα απίστευτο «δυναμικό» ως πόλη. Ελάχιστες πόλεις στην Ευρώπη συνδυάζουν τόσα πολλά γεωγραφικά πλεονεκτήματα. Και οι Καλαματιανοί είναι έξυπνοι και προκομμένοι άνθρωποι. Είμαι Καλαματιανός για μένα σημαίνει είμαι αισιόδοξος, είμαι προσαρμοστικός και έχω τον ήλιο στην καρδιά μου.



-Σκέψη για επιστροφή υπάρχει στο μυαλό σου;
Όπως καταλάβατε, ίσως, και από την απάντηση για την Καλαμάτα, για μένα είναι αδιανόητο να έχω τη δυνατότητα να επιστρέψω στην Καλαμάτα και να μην το κάνω. Αυτές οι αποφάσεις είναι πάντα με συναίσθημα και όχι με λογική, γιατί πλέον γνωρίζω ότι, επαγγελματικά τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν μπορεί να μου προσφέρει αυτά που μου προσφέρει η Γερμανία. Αλλά για μένα όνειρο παραμένει να δουλεύω στο Νοσοκομείο Καλαμάτας και να λένε οι συμπολίτες μου ότι ο «Γερμανός γιατρός» είναι καλός γιατρός και, πάνω απ’ όλα, καλός άνθρωπος. 

Ο Γιώργος Καρκατζούλης γεννήθηκε στην Αθήνα πριν από 34 χρόνια. Τελείωσε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο στην Καλαματα. Το 1999 πέρασε στην Ιατρική Πατρών, την οποία τελείωσε το 2006. Το 2007 δούλεψε ως αγροτικός ιατρός στη Μεσσηνία και ένα χρόνο μετά ως ειδικευόμενος Χειρουργικής και ΩΡΛ στο Νοσοκομείο Καλαμάτας. Από το 2009 εργάζεται ως ειδικευόμενος ωτορινολαρυγγολόγος στη Γερμανία.

Των Παναγιώτη Μπαμπαρούτση & Κώστα Γαζούλη