Δε γίνεται να μη σε εντυπωσιάσει ο Ταΰγετος, απ’ όπου κι αν τον κοιτάξεις. Μοιρασμένος ανάμεσα σε Μεσσηνία και Λακωνία, Καλαμάτα από τη μία, Σπάρτη από την άλλη, ιστορικά χωριά, ακόμη και ομηρικές πόλεις, η χερσόναησος της Μάνης που καταλαμβάνει όλο το μεσαίο πόδι της Πελοποννήσου, για να βυθιστεί εξίσου εντυπωσιακά μετά από 115 χιλιόμετρα στο Ταίναρο.
Για το χαρακτήρα και την επιβλητικότητά του έχουν μιλήσει πολλοί: ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης, ο Μυριβήλης, στον οποίο αποδίδεται ο όρος «αρσενικό βουνό» και, φυσικά, ο Βρεττάκος, για τον οποίο αποτελεί κύρια πηγή έμπνευσης. Έχοντας διαβάσει αυτά και πολλά άλλα, για το μυθικό βουνό, τις δοξασίες που σχετίζονται με αυτό, καθώς και περιγραφές από αναβάσεις, εντυπωσιαζόμουν ακόμη περισσότερο όταν έβλεπα τον ορεινό όγκο είτε από το μεσσηνιακό κάμπο είτε διασχίζοντας οδικώς τη Μάνη ή το δρόμο Καλαμάτας-Σπάρτης.
Όπως συμβαίνει με όλα τα ωραία μέρη, ήξερα ότι την ομορφιά την ανακαλύπτεις πραγματικά μόνο περπατώντας. Μου δόθηκε η ευκαιρία να περπατήσω σε όμορφα μονοπάτια του Ταϋγέτου, σε χαμηλά όμως υψόμετρα, μακριά από τη δυσπρόσιτη καρδιά του. Πριν από λίγες μέρες, όμως, είδα την ανακοίνωση του ΕΟΣ Καλαμάτας για ανάβαση στο Χαλασμένο. Το Χαλασμένο Βουνό είναι μια απότομη κορφή του Ταϋγέτου, που υψώνεται στα 2.204 μέτρα, φημισμένη για την ομορφιά και την αγριότητά της και οφείλει το όνομά της στους κεραυνούς που έχει δεχτεί. Το δέος με το οποίο το αντιμετώπιζαν όσοι το είχαν ήδη προσεγγίσει, μου είχε κάνει εντύπωση. Διαβάζω τη σχετική ανακοίνωση: «Η πορεία είναι απαιτητική, προϋποθέτει καλή φυσική κατάσταση και εμπειρία, βαθμός δυσκολίας 3+, ώρες πορείας πάνω από δέκα». Το ξανασκέφτομαι, μιλάω με τα παιδιά του συλλόγου, είναι ειλικρινείς μαζί μου, «είναι απαιτητικό, αν νομίζεις ότι είσαι έτοιμος και μπορείς, έλα». Πώς ξέρω, όμως, πότε θα είμαι έτοιμος κι αν θα μπορέσω; Ξέρω, όμως, ότι θέλω, οπότε αποφασίζω και ότι θα μπορέσω. Φτάνω στο σύλλογο και προλαβαίνω να μπω στην καθιερωμένη πλέον «συμβαίνει τώρα» φωτογραφία του Μανώλη. Δεκαοχτώ άτομα μπαίνουμε στα δύο οχήματα του συλλόγου και ξεκινάμε για Καρδαμύλη, στρίβουμε για Εξωχώρι και συνεχίζουμε με το ένα πλέον αμάξι του συλλόγου και το αγροτικό του κυρίου Σταύρου για το Δάσος της Βασιλικής. Πρόκειται για ένα όμορφο μεγάλο δάσος μαύρης πεύκης και κεφαλληνιακής ελάτης, που πήρε το όνομά του από την περίφημη Βασιλική Οδό, που συνέδεε στην αρχαιότητα τη Σπάρτη με την Καρδαμύλη και σήμερα ταυτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της με το φαράγγι του Βυρού.
Κατασκηνώνουμε στον Άγιο Δημήτριο και όλη η παρέα μαζεύεται στο μικρό προαύλιο της πέτρινης εκκλησίας με την αγριοκερασιά και την πηγή.
Εγερτήριο στις πέντε και μισή το πρωί, ξεκινάμε στις έξι και μισή περίπου με τον Σταύρο μπροστά, μετά από μία ώρα πορείας στο δάσος φτάνουμε στα Μουσγιά, ένα ανηφορικό λιβάδι με όμορφη θέα και λίγο μετά στο διάσελο του Πατιστού. Κινούμαστε πότε ανηφορικά και πότε κατηφορικά, περνάμε πάνω από τον οικισμό της Αγίας Παρασκευής και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς το διάσελο του Χαλασμένου. Κοιτάζω την απέναντι κοντινή κορυφή που φαίνεται εντυπωσιακή τυλιγμένη στα σύννεφα, το Χαλασμένο όμως δεν μου κάνει τη χάρη να το δω σε όλο του το ύψος, καθώς φαίνεται μόνο η βάση του λόγω της πυκνής ομίχλης. Αρχίζουμε και πάλι το περπάτημα, σε λίγο όμως αυτό δεν αρκεί, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και τα χέρια μας για να ανέβουμε. Η οδηγία είναι σαφής: κρατάμε μικρές αποστάσεις μεταξύ μας, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος ατυχήματος, σε περίπτωση που κυλήσει κάποια πέτρα. Όσο ανεβαίνουμε, η ομίχλη πυκνώνει, ξαφνικά λίγο πιο κάτω στ’ αριστερά μου βλέπω έναν απόκοσμο μυτερό βράχο να ξεχωρίζει σαν να αιωρείται πάνω στο άσπρο πέπλο, σαν να κρέμεται στο χάος… Συνεχίζω και νομίζω ότι βλέπω την κορυφή, με ξεγελά όμως η ομίχλη, η ανάβαση συνεχίζεται. Λίγο πιο ψηλά, χωρίς να είμαι πάλι σίγουρος, ρωτάω: «Έχει κι άλλο, ρε παιδιά;». «Όχι, είμαστε στην κορυφή του Χαλασμένου». Πνιγμένο στην ομίχλη, μυστηριακό, ζοφερό, άγριο, παρθένο και πανέμορφο. Πίστευα ότι θα απολαύσω πανοραμική θέα του Ταϋγέτου, την κορυφή του Προφήτη Ηλία, την οποία δεν έχω δει ποτέ από κοντά, τα φαράγγια του Βυρού και του Ριντόμου, που αρχίζουν κοντά στο διάσελο του Χαλασμένου και τη θάλασσα από ψηλά. Δεν μπορώ να δω τίποτα παρά μόνο λίγα μέτρα μπροστά μου. Κι όμως, αυτό κάνει πιο γοητευτική την κορυφή, για την οποία τόσα είχα ακούσει και μπορώ τώρα να δικαιολογήσω απόλυτα την ονομασία της, βλέποντας ακόμη και το υψομετρικό κολωνάκι να έχει πέσει χτυπημένο από κεραυνό.
Η ώρα έχει πάει δώδεκα και μισή. Κατεβαίνουμε από το λούκι του Χαλασμένου, αναμφισβήτητα το πιο δύσκολο κι επικίνδυνο κομμάτι της διαδρομής, η κλίση μεγάλη, το έδαφος σαθρό και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για το πού θα πατήσουμε. Βγαίνοντας από το λούκι, νόμιζα ότι απλώς θα αρχίσει η κατάβαση. Η συνέχεια, όμως, αποδεικνύεται πιο θεαματική – και πιο δύσκολη – από ό,τι περίμενα. Περπατάμε για ώρα κατά μήκος βραχώδους κορυφογραμμής που ενίοτε επιφυλάσσει ανηφορικές και κατηφορικές εκπλήξεις, ενώ εκεί που οι κόψεις στενεύουν διακρίνουμε καθαρά τις απότομες ορθοπλαγιές αριστερά και δεξιά. Οι κορυφές όμως δεν έχουν τελειώσει για σήμερα. Με την υπόσχεση από τους πιο έμπειρους της τελευταίας μεγάλης ανηφόρας, ξεκινάμε για το Κοκκινοβούνι. Όσο ανεβαίνουμε, η κλίση γίνεται πιο έντονη και το τοπίο όλο και πιο εντυπωσιακό, με μεγάλες γκρίζες και στη συνέχεια κοκκινωπές πέτρινες πλάκες που περιβάλλονται από σύννεφα και δίνουν την αίσθηση ότι οδηγούν στο θρόνο κάποιου μυθικού θεού ή βασιλιά. Αφού φτάσουμε στην κορυφή του Κοκκινοβουνίου στα 2.030 περίπου μέτρα, αρχίζει η επιστροφή. Η επίσης απότομη κατάβαση σε βραχώδες αρχικά έδαφος και αργότερα σε χώμα με πέτρες μού φάνηκε ιδιαιτέρως κουραστική, καθώς ήμουν ο μόνος που δεν είχε μπατόν (εκτός από τον Μανώλη, τον οποίο όμως εύκολα παρομοιάζει κανείς με αγριοκάτσικο). Αρκετά μέλη της ομάδας προσφέρθηκαν να μου δανείσουν ένα από τα δικά τους και αφού, τελικά, πήρα ένα από τον πρόεδρο του συλλόγου, τον Κώστα (Μόγλης), έφτασα πιο εύκολα στο ρέμα με τις κροκάλες και τα έλατα που οδηγούσε στο χωματόδρομο για τις Γαϊτσές. Είχε ήδη σκοτεινιάσει, όταν καθώς περπατούσαμε με αναμμένους τους φακούς στο χωματόδρομο, εμφανίστηκε το φορτηγάκι του συλλόγου για να πάρει όλους όσοι ακόμη δεν είχαν φτάσει στο χωριό.
Ένα εικοσιτετράωρο και κάτι διήρκεσε η εξόρμηση στο σύνολό της, ενδιαφέρουσα από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο. Η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων συγκλονιστική. Από τα μικροσκοπικά χρωματιστά λουλούδια, τα λιγοστά κόκκινα μανιτάρια, το πέτρινο εκκλησάκι μέσα στο δάσος κάτω από το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι, τη μοναδική θέα κοντά στη Μαυροβούνα προς μεσσηνιακό και λακωνικό κόλπο και το Σαγγιά στη μέση, τα πανύψηλα πεύκα και τα έλατα που καλύπτουν ολόκληρες πλαγιές, τα δέντρα με τα κίτρινα φύλλα – ίσως σφενδάμια – που ξεχωρίζουν από εκατοντάδες μέτρα μακριά μέχρι τα πυκνά σύννεφα που σκεπάζουν το βουνό από τα δύο χιλιάδες περίπου μέτρα και πάνω, τις γυμνές κακοτράχαλες πλαγιές και τα άγρια βράχια των κορυφών. Μόνο με την εναλλαγή των συναισθηματικών και ψυχολογικών καταστάσεων μπορεί να συναγωνισθεί. Επιθυμία για περιπέτεια, ανυπομονησία, θαυμασμός, ζέστη, δίψα, κρύο, κούραση, πρόκληση, έκπληξη, αγωνία, φόβος, ακόμη και τρόμος, και πάλι θαυμασμός, δέος, χαρά, ίσως και συγκίνηση, ικανοποίηση, ελευθερία…
Του Δημητρίου Σπανού