Τα πρώτα στοιχεία της κοινωνικής δομής του Δήμου Καλαμάτας βγάζουν το θέμα από το περιθώριο
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος, λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Κι έτσι πρέπει να διαβαστεί το κείμενο που ακολουθεί με θέμα την ενδοοικογενειακή βία στην περιοχή μας, που ολοένα αυξάνεται.
Πριν ακόμη λειτουργήσει κανονικά, από τον περασμένο Αύγουστο, η κοινωνική δομή του Δήμου Καλαμάτας με τίτλο «Κέντρο Συμβουλευτικής Γυναικών Θυμάτων Βίας», είχαμε ρωτήσει τις επιστήμονες που το πλαισιώνουν αν υπάρχουν γυναίκες που το έχουν επισκεφθεί. Μας ανέφεραν ένα μικρό αριθμό, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι ανταποκρινόταν και στην πραγματικότητα, αφού ο φόβος είναι πολύ δύσκολο να ανοίξει το στόμα των γυναικών.
Χθες το πρωί, με αφορμή σχετική ενημέρωση που παρείχε η γενική γραμματέας Ισότητας, Βάσω Κόλλια, στους βουλευτές, περάσαμε και πάλι από το συγκεκριμένο κτήριο, κάνοντας την ίδια ερώτηση.
Μία από τις επιστήμονες με τις οποίες μιλήσαμε και συνεννοηθήκαμε να τα ξαναπούμε αναλυτικά σε εύλογο χρονικό διάστημα, ακούγοντας την παρατήρησή μας χαμογέλασε και με αρκετή δόση έκπληξης και πίκρας, σχολίασε: «Μα τι λέτε, σήμερα τα περιστατικά είναι πολύ περισσότερα. Η βία είναι κάτι που ολοένα και αυξάνεται, με πρώτα θύματα τις γυναίκες».
Φύγαμε, εν αναμονή της «επίσημης» συζήτησης. Εν τω μεταξύ, τα λόγια της κυρίας Κόλλια δεν άφηναν περιθώριο για δεύτερες σκέψεις: Η βία αφήνει έντονα τα σημάδια της στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά, στην ίδια ειδική ενημέρωση η πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Κατερίνα Παπακώστα, επικαλέστηκε στοιχεία της Εταιρείας Μελέτης της Ανθρώπινης Σεξουαλικότητας που δείχνουν αύξηση της βίας, σωματικής ή σεξουαλικής ή λεκτικής, σε ποσοστό 47% τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες γίνονται ιδιαίτερα ευάλωτες στη βία του συζύγου, του γιου ή του αδερφού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εξηγείται τόσο από την οικονομική εξάρτηση που δημιουργείται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας όσο και από την ύπαρξη μακροχρόνιων ψυχικών νοσημάτων, όπου δεν ακολουθείται φαρμακευτική ή άλλη ενδεδειγμένη αγωγή.
Η οικονομική εξάρτηση ανάμεσα στα ζευγάρια και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας εντείνεται από την ξαφνική απόλυση ή τη δραματική μείωση μισθού της γυναίκας ή του άντρα.
Στη δεύτερη περίπτωση, μάλιστα, άντρες που έχουν γαλουχηθεί με παραδοσιακές ή και φαλλοκρατικές αξίες, νιώθουν ότι η ισορροπία δυνάμεων στην οικογένεια αλλάζει με τρόπους που απειλούν την ταυτότητά τους και ότι γι’ αυτό ευθύνεται, μεταξύ άλλων, η γυναίκα.
Η τάση της ελληνικής κοινωνίας να μη θεωρεί σημαντικά όσα ζητήματα νομίζει ότι δε σχετίζονται άμεσα με την οικονομική κρίση, διαιωνίζει τη γνωστή νοοτροπία: «Εδώ ο κόσμος καίγεται, με αυτά θ’ ασχολούμαστε τώρα;».
Αγνοώντας ή τοποθετώντας στο περιθώριο σημαντικά ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των παιδιών, των γυναικών, των γκέι, των ατόμων με ειδικές ανάγκες κι άλλων ευάλωτων ομάδων (περιμένοντας, υποτίθεται, την κατάλληλη στιγμή «μετά την κρίση», οπότε, ως δια μαγείας, θα λυθούν όλα), το μόνο που πετυχαίνουμε είναι ν’ αφήνουμε ανυπεράσπιστο το επόμενο θύμα.