«Δεν υπάρχει κρούσμα αυθαιρεσίας ή ανοχής σε κομματικές επιλογές»
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Πολύς λόγος έγινε τις τελευταίες ημέρες σχετικά με την καταγγελία για ναζιστικούς χαιρετισμούς στρατιωτών υπό την ανοχή αξιωματικών στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Καλαμάτας.
Οι αντιδράσεις των αναγνωστών υπήρξαν ποικίλες. Ορισμένοι ενίσχυαν το δημοσίευμα του «Θάρρους», άλλοι πίστευαν ότι όλα αυτά είναι μέρος σχεδίου (σ.σ. αλήθεια, από ποιόν;) για απομάκρυνση του στρατοπέδου από την Καλαμάτα, ενώ υπήρξαν γονείς στρατιωτών που ήδη υπηρετούν στο Κέντρο που μας δήλωσαν την άγνοιά τους σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Μάλιστα, εξήραν το έργο της Διοίκησης, η οποία, όπως μας τόνισαν, «προσπαθεί με κάθε τρόπο για την καλύτερη διαβίωση των στρατιωτών».
Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ζητήσαμε και την άποψη του διοικητή του Κέντρου Νεοσυλλέκτων, αντισυνταγματάρχη Ευάγγελου Ντίλιου. Από την πλευρά του, μας διαβεβαίωσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπάρχουν ανάλογα φαινόμενα με αυτά που περιγράφονται από το επονομαζόμενο «Δίκτυο Ελεύθερων Φαντάρων Σπάρτακος». «Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα το γνώριζα. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, δε δεχόμαστε ότι υπήρξαν στο στρατόπεδο τέτοια φαινόμενα», σχολίασε.
Να σημειώσουμε ότι στην ανακοίνωση του Δικτύου αναφερόταν μεταξύ άλλων: «Στα κρούσματα αυθαιρεσίας και αυταρχισμού στα ΚΕΝ έρχεται να προστεθεί και η περίπτωση του ΚΕΝ Καλαμάτας. Καταγγελίες καταφτάνουν συνεχώς από νεοσύλλεκτους φαντάρους, προκειμένου να αναδειχθούν οι καθημερινές αυθαιρεσίες των ανωτέρων, τα καψόνια, αλλά ακόμα και η περίεργη ανοχή σε ντόπιους οπαδούς της ναζιστικής Χρυσής Αυγής.
Ενδεικτικά έχει αναφερθεί η δράση ομάδας χρυσαυγιτών φαντάρων, που χαιρετούσαν ναζιστικά κατά τη διάρκεια της αναφοράς. Αυτό προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ των φαντάρων, όχι όμως και των ανωτέρων τους, οι οποίοι μάλλον υποστήριζαν και καλόβλεπαν την ενέργεια, καθώς δεν έκαναν ή είπαν οτιδήποτε που να υποδεικνύει ότι διαφωνούσαν ή ενοχλήθηκαν από αυτήν.
Οργή προκαλεί η πληθώρα περιστατικών που δείχνουν ότι οι Ναζί έχουν εισχωρήσει βαθιά στο στρατό και ιδίως η ανοχή που συναντούν από τα ανώτερα στελέχη και την ηγεσία του ΓΕΣ».