Ένα απ’ τα αγαθά που χάρισε ο Δημιουργός στον άνθρωπο είναι και η φωτιά. Υπήρξε πάντα ένα θείο δώρο, το οποίο εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί τον άνθρωπο στην εξελικτική του πορεία. Ανάβει από την ένωση καύσιμης ύλης, θερμότητας και οξυγόνου. Ενωμένα και τα τρία ανάβουν φωτιά. Αφαιρώντας το ένα, η φωτιά σβήνει.
Γύρω της πλάστηκαν, ιδίως απ’ τους πρωτόγονους ανθρώπους, διάφοροι μύθοι, που έφτασαν μέχρι τη θεοποίησή της.
Το σβήσιμό της απασχόλησε τον άνθρωπο από τα πολύ παλιά χρόνια, όπως τον απασχολεί και σήμερα. Πρώτοι οι Ρωμαίοι οργάνωσαν ένα σύστημα πυροσβεστικής υπηρεσίας, χρησιμοποιώντας πρώτα το στρατό και κατόπιν δούλους. Όταν υπήρχε κοντά στο μέρος της φωτιάς θάλασσα, ποτάμι ή λίμνη, οργάνωναν πρόχειρες ομάδες από εθελοντές, για να κουβαλούν το νερό μέσα σε δοχεία, κάδους, μπουγέλα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ή μέσο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν για το σβήσιμό της.
Η δυσκολία ήταν, όταν υπήρχε αρκετή εύφλεκτη ύλη, ιδίως ξερά ξύλα, ή όταν φυσούσε και ευνοούσε την επέκτασή της.
Πολλές φορές κάηκαν ολόκληρες πόλεις, εκτάσεις δασικές μεγάλες και μαζί τους κάηκαν πολλοί άνθρωποι.
Πολύ μεγάλο βήμα στον πόλεμο κατά της φωτιάς ήταν η εφεύρεση της υδραντλίας γιατί μ’ αυτή μπορούσαν οι άνθρωποι να εκτοξεύουν το νερό στην εστία της φωτιάς. Στην αρχή ήταν χειροκίνητη, για να τελειοποιηθεί αργότερα και να φτάσει σήμερα στις μέρες μας να εκτοξεύει το νερό με πίεση και σε αρκετά μεγάλη απόσταση.
Η φωτιά, λοιπόν, υπήρξε πάντα ένας καλός φίλος του ανθρώπου, τον οποίο εξυπηρέτησε στη διάρκεια της ζωής του. Αλίμονο, όμως, όταν ξεφύγει από τον έλεγχό του!
Μια μεγάλη πυρκαγιά, από την οποία κινδύνεψε να καεί μια κεντρική συνοικία της Καλαμάτας, ξέσπασε στις 26 Οκτωβρίου του 1861, στις 4.00 το πρωί, όταν όλοι στην πόλη κοιμούνταν και νεκρική σιγή επικρατούσε στο κέντρο της αγοράς, πλησίον των Αγίων Αποστόλων. Έκαψε 25 καταστήματα, ενώ άλλα τόσα έπαθαν ζημιές στα εμπορεύματα και τα κτήρια.
Η φωτιά, κατά την τότε καλαματιανή εφημερίδα «Η Πελοπόννησος», ξεκίνησε από το κατάστημα του-από την Κορώνη Μεσσηνίας καταγομένου- Ανδρέα Μπουρμπουχάκη. Το μαγαζί καταστράφηκε μαζί με όλα τα εμπορεύματα, όπως επίσης καταστράφηκε ο ιδιοκτήτης και παντοπώλης Μιχάλης Φοίφας, του οποίου κάηκαν τέσσερα μαγαζιά με όλα τους τα εμπορεύματα. Σημειωτέον, στο ένα από αυτά έμενε η οικογένειά του.
Για το σβήσιμο, χρειάστηκε να στρέψουν το ρεύμα του ποταμού Νέδοντα και να φέρουν τα νερά του στον τόπο της φωτιάς – αυτή τη φορά για να σβήσουν τη φωτιά και όχι για να πλημμυρίσει την πόλη, όπως πολλές φορές έκανε.
Οι δε φλόγες φαίνονταν από πολλά μέρη του νομού.
Ακόμη χρειάστηκε να μεταφερθούν και να χρησιμοποιηθούν η υδραντλία του Δήμου, που είχε αγορασθεί πρόσφατα από τη γαλλική πόλη Μασσαλία, καθώς και η υδραντλία του μεγάλου εργοστασίου μεταξοβιομηχανίας «Φελς και Σίας», του οποίου διευθυντής ήταν ο Γουστάβος Μπέργερ. Ο ίδιος έθεσε στη διάθεση του Δήμου (δήμαρχος ήταν ο Θεόδωρος Ιωάννου Κυριακός), μαζί με όλο το πυροσβεστικό υλικό που διέθετε το εργοστάσιο, και τους ειδικευμένους υπαλλήλους και βοηθούς. Σ’ αυτούς, κατά μεγάλο μέρος, οφειλόταν το σβήσιμο της πυρκαγιάς.
Μεγάλη υπήρξε και η βοήθεια που πρόσφερε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας Προκόπιος Γεωργιάδης.
Η εφημερίδα «Η Πελοπόννησος» εξήρε τη βοήθεια που πρόσφερε, αφού ο ίδιος με τη σκάλα στους ώμους, όπου χρειαζόταν, ανέβαινε στα φλεγόμενα καταστήματα, για να βοηθήσει και να εμψυχώσει το λαό για το σβήσιμο της φωτιάς.
Μεγάλη βοήθεια πρόσφεραν για την κατάσβεση και: ο γραμματέας της Νομαρχίας Κ. Παμπούκης, ο μοίραρχος Κ. Παβασκώλ, ο πλοίαρχος Γεώργιος Στεμιτζιώτης από τις Σπέτσες, ο δημαρχών μαζί με τον αστυνόμο, ο ανθυπομοίραρχος Νησιού Κ. Δόντης μαζί με στρατιώτες εθελοντές, ο φρούραρχος και οι ενωμοτάρχαι με τους χωροφύλακες, για την πρόληψη λεηλασιών στα καταστήματα, αλλά και πολλοί πολίτες των οποίων τα ονόματα παρέμειναν άγνωστα.
Οι ζημιές τότε υπολογίστηκαν στο ιλιγγιώδες ποσόν των 500.000 δραχμών.
Η πυρκαγιά της Καλαμάτας απασχόλησε και τη Βουλή των Ελλήνων. Σε συνεδρίαση της 2ας Νοεμβρίου ο βουλευτής Θ. Ι. Κυριακός και συγχρόνως δήμαρχος Καλαμάτας, εδήλωσε ότι είναι ανάγκη ν’ αποζημιωθούν, το δυνατόν, οι πληγέντες από την πυρκαγιά, γιατί επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία της καλαματιανής κοινωνίας.
Μετά την ομιλία του Καλαματιανού βουλευτή, το λόγο πήρε ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Χαράλαμπος Χριστόπουλος, από την Ανδρίτσαινα, επί των ημερών του οποίου ιδρύθη το 1850 το Γυμνάσιον Καλαμάτας.
Η Βουλή ενέκρινε το ποσόν των 300.000 δραχμών, ερχόμενη αρωγός στους πληγέντες απ’ τη μεγάλη πυρκαγιά. Ενέκρινε ακόμη την προμήθεια μιας ακόμη υδραντλίας στην πόλη, καθώς και την αποστολή πέντε μονίμων ειδικευμένων πυροσβεστών.
Αυτά πριν από 150 χρόνια…
Για την ιστορική έρευνα: Βασίλης Ι. Μανιάτης
Ιστορικές πηγές:
1) Εφημερίς «Η Πελοπόννησος», αρ. φυλλ. 67, 27 Οκτωβρίου 1861
2) Μίμης Ηλ. Φερέτος «Μεσσηνιακά» 1969 – 1970 τομ. Β΄ σελ.95