Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, που σας λένε σήμερα, είναι λίγο… ασυνάρτητα;
Όσο και αν προσπαθήσετε, δε βγαίνει νόημα μεταξύ των στίχων:
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά (*)
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος (*)
Άγιος Βασίλης έρχεται
Και δε μας καταδέχεται (*)
Από την Καισαρεία
Συ είσ’ αρχόντισσα κυρία (*)
Βαστάει πένα και χαρτί
Ζαχαροκάντυο ζυμωτή (*)
Χαρτί-χαρτί και καλαμάρι
Δες και με το παλικάρι (*)
Η… ασυναρτησία, ωστόσο, έχει εξήγηση. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Βυζάντιο. Σε εκείνα τα χρόνια οι φτωχοί και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές, οπότε μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές.
Κάποιος νεαρός, λοιπόν, ταπεινής καταγωγής, ήταν ερωτευμένος με μια αρχοντοπούλα. Επειδή δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να την πλησιάσει παρά μόνο σε περίοδο εορτών για να της απευθύνει ευχές, αποφάσισε ανάμεσα στα κάλαντα του Μεγάλου Βασιλείου να εντάξει και ένα ερωτικό ποίημα που είχε συνθέσει!
Αρχίζει, λοιπόν, και βάζει ενδιάμεσους στίχους (αυτούς με τα αστεράκια). Με αυτόν τον τρόπο και τα κάλαντα θα έλεγε ακολουθώντας τους κοινωνικούς κανόνες και θα παίνευε την καλή του!
Την αποκαλεί ψηλή, σαν δεντρολιβανιά.
Επειδή φορούσε ένα από τα ψηλά τα κωνικά καπέλα με το τούλι στην κορυφή, την παρομοιάζει με εκκλησιά με το άγιο θόλος (θόλος εκκλησίας).
Της λέει ότι δεν τον καταδέχεται γιατί είναι αρχόντισσα κυρία.
Τέλος, κλείνει με τις γαλιφιές! Τη λέει ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή φτιαγμένη από ζάχαρη και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά.
Έτσι, λοιπόν, αυτά τα παράδοξα κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα στον ελληνικό χώρο!
Για την αντιγραφή,
Β.Β.