Τα χαμένα εξάμηνα σπουδών

Τα χαμένα εξάμηνα σπουδών

Κουράστηκα, τις τελευταίες βδομάδες, να ακούω στην τηλεόραση και να διαβάζω στις εφημερίδες ότι κινδυνεύει να χαθεί το εξάμηνο των σπουδαστών, λόγω της απεργίας και των άλλων ενεργειών που προβαίνουν οι διοικητικοί υπάλληλοι δύο μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας. Πιστεύω ότι ο εστιασμός και οι διαρκείς υπογραμμίσεις στο χάσιμο του εξαμήνου αποτελούν τερτίπια μέσω των οποίων τροφοδοτείται το ενδιαφέρον των πολλών χιλιάδων πληττομένων από την παρατεταμένη αυτή εκπαιδευτική εκκρεμότητα, με συνέπεια, βέβαια, την αύξηση της θεαματικότητας στις τηλεοράσεις και της κυκλοφορίας στις εφημερίδες.
Δεν αμφισβητώ το γεγονός αυτό – καθεαυτό, δηλαδή ότι η απώλεια ορισμένων διδακτικών εβδομάδων, σύμφωνα με το νόμο – πλαίσιο, συνεπάγεται την απώλεια του εξαμήνου. Αυτό αποτελεί μια πρόβλεψη διαδικαστικού και διοικητικού χαρακτήρα. Η ουσία είναι ότι με τον τρόπο που λειτουργούν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι σαν να χάνονται συνεχώς πολλά εξάμηνα, στον τομέα της μετάδοσης της γνώσης και στην πρόοδο της διοικητικής έρευνας. Τι άλλο, άραγε, από αυτό να σημαίνει ότι τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας μας, εκτός από ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, κατεβαίνουν κάθε χρόνο αρκετά σκαλιά στην κατάταξη ποιότητας στις κλίμακες που διαμορφώνονται από διακυβερνητικούς οργανισμούς. Κάτι πήγε να αλλάξει με την προ διετίας νομοθέτηση για τη διοίκηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από αιρετά συμβούλια διοίκησης, αλλά και αυτό δεν έμεινε για πολύ ακέραιο. Το μπαστάρδεψαν οι μικροπολιτικοί συμβιβασμοί με τις συντεχνίες και τώρα πληρώνομε, σπουδαστές και κοινωνία, τα αποτελέσματα αυτών των συμβιβασμών.
Λυπάμαι, γιατί ακόμα η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει διάθεση να συνδέσει την οικονομική κρίση, που μας βασανίζει 4-5 χρόνια, με την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους νέους μας, εκείνους που βγαίνουν κάθε χρόνο από τα σχολεία και εντάσσονται στην παραγωγική διαδικασία. Είναι αυτονόητο ότι, αν η παρεχόμενη εκπαίδευση είναι λειψή, λειψή θα είναι και η παραγωγικότητά τους, γεγονός που αντανακλά άμεσα στις αποδόσεις της οικονομίας της χώρας.
Έχοντας βιώσει σαράντα χρόνια στην εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες της, νομίζω ότι νομιμοποιούμαι να έχω άποψη για το θέμα και να τη διατυπώσω. Με την ευκαιρία της αναφοράς στο θέα της ποιότητας των σπουδών, μεταφέρω ένα μόνο περιστατικό, για την εξαγωγή στη συνέχεια των κατάλληλων συμπερασμάτων. Πριν από 30 περίπου χρόνια συζητώντας στο σχολείο μου με νεοδιόριστο συνάδελφο για τις σπουδές του, τον άκουσα με έκπληξη να επαίρεται ότι τα μαθήματα τα πέρασε όλα χωρίς διάβασμα. Στην έκπληξη που μου δημιουργήθηκε, δεδομένου ότι στην εποχή μου χρειαζόμαστε να καταβάλομε πολύ κόπο, ιδιαίτερα για τις σπουδές στις θετικές επιστήμες, μου απάντησε ότι αυτό προέκυψε ως αποτέλεσμα αμοιβαίων εξυπηρετήσεων με τους διδάσκοντες. Είχε προηγηθεί η πράξη νομοθετικού περιεχομένου της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1975, σύμφωνα με την οποία οι καθηγητές των πανεπιστημίων που συνεργάστηκαν με τη χούντα θα απολύονταν. Όπως γνωρίζουν οι παλαιότεροι, πολύ λίγοι απολύθηκαν, ενώ οι περισσότεροι «προστατεύτηκαν» από τις λεγόμενες προοδευτικές φοιτητικές ενώσεις. Με αντάλλαγμα αυτό που μου περιέγραφε ο συνάδελφος.
Με τη γνώση, το κρίσιμο στοιχείο που μεταδίδεται από το σχολείο κυρίως, ανατροφοδοτούνται ποιοτικά και ανελίσσονται οι κοινωνίες. Δυστυχώς, πολύ λίγη κουβέντα γίνεται ακόμα και τώρα γι’ αυτό το θέμα από τους πολίτες και τα μέσα ενημέρωσης. Πιστεύομε, άραγε, ακόμα στα λαϊκίστικα κηρύγματα των θαυματοποιών της πολιτικής που υπόσχονται ότι, όπως οι ταχυδακτυλουργοί, θα βγάλουν από το μανίκι τους το μαντήλι της ευημερίας και της απόλαυσης; Ή είναι τόσο παρατεταμένο χρονικά  και συχνά επαναλαμβανόμενο το όραμα της ευημερίας με δανεικά που ακόμα πληρώνομε, ενώ πολλοί από τους θαυματοποιούς έχουν αποχωρήσει μαζί με τον… κόπο τους; Μήπως θα πρέπει, επιτέλους, να αρχίσομε να μετράμε τη γνώση που μεταδίδεται από τα σχολεία σε χειροπιαστές μονάδες και, μάλιστα, μονάδες που να προκύπτουν μέσα από ανταγωνιστικές διαδικασίες; Μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε αν τα εξάμηνα που χάνονται ή κερδίζονται είναι κούφια ή γεμάτα γνώση;
Και πάλι καταγράφω τη θλίψη μου γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, η κοινωνία μας δε διακατέχεται ακόμα από τέτοιους προβληματισμούς. Έχει περιπλακεί στο θανάσιμο εναγκαλισμό συντεχνιών – μικροπολιτικής, υπό τους διαρκώς πιο έντονους ήχους των σειρήνων που σαλπίζουν την άκοπη απόλαυση. Και αν ο Οδυσσέας εφεύρε το βουλοκέρι για τα αυτιά των συντρόφων του, ποιος θα μας γλιτώσει από το άκουσμα των σύγχρονων σειρήνων και τις επιπτώσεις που προκαλεί στους ανυποψίαστους συμπολίτες μας;

Του Νικολάου Μαραμπέα