Η παραγωγή οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα (1981-2010)


Του δρος Δημητρίου Π. Πετρόπουλου
Επίκουρου καθηγητή Γεωργικής Οικονομίας
ΤΕΙ Καλαμάτας
 
Τα οπωροκηπευτικά χαρακτηρίζονται σαν ένας σημαντικός κλάδος της γεωργικής μας οικονομίας. Η αξία των οπωροκηπευτικών κυμαίνεται διαχρονικά γύρω στο 30% περίπου της ακαθάριστης αξίας της συνολικής γεωργικής μας παραγωγής. Το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και μπορεί να συγκριθεί με την ποσοστιαία συμμετοχή ολόκληρης της κτηνοτροφίας μας. Σήμερα τα οπωροκηπευτικά αποτελούν το σημαντικότερο κλάδο της ελληνικής γεωργίας πολύ πιο σημαντικό από τα σιτηρά, το ελαιόλαδο ή το βαμβάκι. Αυτό συμπεραίνεται από τη διάρθρωση των εξαγωγών, από το βαθμό αυτάρκειας της παραγωγής και από το εμπορικό ισοζύγιο.
Η συμμετοχή των οπωροκηπευτικών στη διάρθρωση των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων για το 2010 ήταν 33,70% (1η κατά σειρά, με 2η τα αλιεύματα 12,30%, Βαμβάκι 8,90%, Καπνό 8,50%, Γαλακτοκομικά 6,80%, Δημητριακά 6,60% και 7η τα Έλαια με 6,50%). Η συμμετοχή τους στη διάρθρωση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων για το ίδιο έτος ήταν 10,70% (3η κατά σειρά, Κρέας 18,40%, Γαλακτοκομικά 12,20%).
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας παρατηρείται συνεχής αύξηση της παραγωγής βασικών κηπευτικών (λάχανα, αγγούρια, πεπόνια, καρπούζια). Η αύξηση αυτή της παραγωγής τους δε συνοδεύεται από αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των αποδόσεων. Η σταδιακή εντατικοποίηση των καλλιεργειών με λιπάνσεις, η άρτια άρδευση, το βελτιωμένο γενετικό υλικό των σπόρων, το σύστημα των πυκνών φυτεύσεων και τα σύγχρονα αγροτικά μηχανήματα και εγκαταστάσεις έχουν οδηγήσει σε υψηλή απόδοση και μείωση του χρόνου που μεσολαβεί από τη φύτευση έως την πρώτη συγκομιδή.   
Η αύξηση της παραγωγής των παραπάνω προϊόντων τροφοδοτείται από την αύξηση της κατανάλωσης και την αύξηση των εξαγωγών. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρείται και σημαντική μείωση στις παραγόμενες ποσότητες κάποιων επιμέρους προϊόντων (ντομάτες, όσπρια). Η σημαντική μείωση στις παραγόμενες ποσότητες ντομάτας, κυρίως, συνδέεται με το υψηλό κόστος παραγωγής, με το κλείσιμο των βιομηχανιών επεξεργασίας αυτών, καθώς και με τις εισαγωγές ντομάτας (αρκετές από αυτές ανεξέλεγκτες). 
Σε σχέση με τις παραγόμενες ποσότητες των βασικών δενδρωδών καλλιεργειών (φρούτων), διαπιστώνουμε ότι μόνο τέσσερα από αυτά (ροδάκινα, κεράσια, ακτινίδια και ελιές) παρουσιάζουν αύξηση στις παραγόμενες ποσότητες. Η αύξηση της παραγωγής στις ελιές είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών αλλαγών στη γεωργία, αλλά και στην αύξηση των τιμών πώλησης και στις επιδοτήσεις. Η αύξηση της παραγωγής στα ροδάκινα οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών, στις επιδοτήσεις και στην ύπαρξη μεταποιητικών βιομηχανιών – κυρίως σε μορφή κομπόστας. Η μείωση για τις υπόλοιπες καλλιέργειες οφείλεται στο υψηλό κόστος παραγωγής, στις εισαγωγές με ανταγωνιστικές τιμές, στη μη επιδότηση της παραγωγής, στα προγράμματα εκρίζωσης (σύκα, σταφίδα) και στις μεταβολές των καλλιεργειών (επιτραπέζιες ελιές σε ελιά για έκθλιψη).    
Αποτέλεσμα της εξέλιξης των παραγόμενων ποσοτήτων του συνόλου των οπωροκηπευτικών προϊόντων έχει η διαμόρφωση του βαθμού αυτάρκειας αυτών. Δηλαδή, τι ποσοστό από την εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή. Ο βαθμός αυτάρκειας προκύπτει από το κλάσμα: Παραγωγή / Κατανάλωση (παραγωγή + εισαγωγές – εξαγωγές)
Ο παρακάνω Πίνακας μας δείχνει το υψηλό ποσοστό αυτάρκειας σε βασικά οπωροκηπευτικά προϊόντα.           
                            Βαθμός κάλυψης εγχώριας κατανάλωσης (ποσοστό)
ΕΙΔΟΣ / ΕΤΟΣ     2010
Ελιές βρώσιμες       615
Σταφύλια επιτραπέζια    322
Ρύζι        171
Πορτοκάλια    167
Καρπούζια      151
Ελαιόλαδο       150
Αγγούρια 124
Ροδάκινα 121
Τομάτες βιομηχανίας      112
Μήλα      111
Πεπόνια 100
Πατάτες 88
Αχλάδια  87
Λεμόνια   62
Φασόλια   34
Σύνολο αγροτικών προϊόντων 94
 
Από τον παραπάνω Πίνακα προκύπτει ότι η χώρα μας – σε αντίθεση με ό,τι «διαπιστώνουν» ή θέλουν να μας πείσουν οι «ειδικοί» – παράγει σε ικανοποιητικό βαθμό και παρουσιάζει υψηλό βαθμό αυτάρκειας σε βασικά αγροτικά προϊόντα.  
Επίσης, ένα βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο των οπωροκηπευτικών σε σύγκριση με τα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα, είναι ότι σαν ομάδα αλλά και σαν επιμέρους καλλιέργειες παρουσιάζουν θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Το εμπορικό ισοζύγιο του συνόλου των αγροτικών προϊόντων από θετικό που ήταν το 1981 (+34 χιλ. δολάρια), διαμορφώθηκε σε αρνητικό το 2011 (-2.674 χιλ. δολάρια). Δηλαδή, είχαμε μια ραγδαία επιδείνωση του αγροτικού ισοζυγίου. Σε αντίθεση με το σύνολο των αγροτικών προϊόντων, το ισοζύγιο του κλάδου των οπωροκηπευτικών για όλο αυτό το διάστημα παραμένει θετικό και αυξάνεται συνεχώς (από +618 χιλ. δολάρια το 1981, διαμορφώθηκε στο +1.158 χιλ. δολάρια το 2011). 
Τα παραπάνω αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο και τη δυναμική του κλάδου των οπωροκηπευτικών στο σύνολο του αγροτικού τομέα της χώρας μας. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η πλειοψηφία των οπωροκηπευτικών προϊόντων δεν ανήκουν στα προϊόντα που επιδοτείται η παραγωγή τους. Άρα, ο αγροτικός τομέας δεν παράγει ή δεν επικεντρώνεται μόνο σε επιδοτούμενες καλλιέργειες, όπως συχνά αναφέρεται. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ένας τόσο σημαντικός κλάδος – όπως τα οπωροκηπευτικά – εντάσσεται στο πλαίσιο μιας εξειδικευμένης αγροτικής πολιτικής (επιλογή προϊόντων, συμβουλευτική, υποστήριξη, ενίσχυση κ.λπ.), προκειμένου να ενισχυθούν τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα και να συνεχιστεί ο έντονος εξαγωγικός του προσανατολισμός, η αύξηση του θετικού εμπορικού ισοζυγίου και το υψηλό ποσοστό αυτάρκειας. Σε μια αγορά με έντονα στοιχεία ανταγωνισμού και με απουσία προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής η στοχευόμενη και προσαρμοσμένη στις εγχώριες συνθήκες αγροτική πολιτική είναι αναγκαία. Δυστυχώς, όμως, τέτοια δεν υπάρχει.      
 
-Το παρόν άρθρο είναι περίληψη της εισήγησης του συγγραφέα στο 26ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας της Επιστήμης των Οπωροκηπευτικών (ΕΕΕΟ), το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Καλαμάτα στις 15-18 Οκτωβρίου 2013