Της Βίκυς Βετουλάκη
Υπέρ του 24χρονου Αλβανού που κατηγορήθηκε για την άγρια δολοφονία της 89χρονης στο χωριό Μοναστήρι Αετού το Φεβρουάριο του 2008, λειτούργησαν οι αμφιβολίες που υπήρχαν, με αποτέλεσμα χθες ομόφωνα το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας να τον κηρύξει αθώο.
Το δικαστήριο συντάχθηκε με την πρόταση του εισαγγελέα Δημήτρη Σταύρου, ο οποίος είπε ότι έχει ελάχιστες αμφιβολίες για την ενοχή του 24χρονου, όμως για να καταδικασθεί ένας άνθρωπος πρέπει να είσαι 100% σίγουρος.
Ο 24χρονος και συγγενείς του που παρακολουθούσαν τη δίκη δέχτηκαν με ανακούφιση την απόφαση του δικαστηρίου, καθώς, αν κρινόταν ένοχος, ήταν αντιμέτωπος με την ποινή των δις ισοβίων.
Εισαγγελέας
Η τελευταία ημέρα της δίκης, χθες, άρχισε με την αγόρευση του εισαγγελέα, ο οποίος ανέφερε πως δεν υπάρχει ποσόστωση στο βαθμό ενοχής και πρέπει το δικαστήριο να είναι σίγουρο για μια τέτοια απόφαση. Φυσικά, έκανε αναφορά στο έγκλημα, χαρακτηρίζοντάς το φρικτό, λέγοντας πως σε κανέναν δεν αξίζει τέτοιος θάνατος.
Παρατήρησε ότι η αυτοψία που έγινε στο χώρο του εγκλήματος ήταν εμπεριστατωμένη, αλλά μόνο ως διαπιστωτική πράξη ότι οι δράστες ήταν ψυχροί, ληστές και δολοφόνοι, χωρίς στοιχεία για την ταυτότητά τους. Παρά το γεγονός ότι ελήφθησαν δείγματα DNA και αποτυπώματα από 49 άτομα που προσήχθησαν, όλα ήταν αρνητικά, ενώ δεν ταυτοποίηθηκαν ούτε του κατηγορουμένου.
Σε ό,τι αφορά τις τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ των τριών που κατηγορούνται ως δράστες, ο κ. Σταύρου είπε πως πράγματι υπήρχε συχνότητα επικοινωνίας και η κεραία της περιοχής έδειχνε το κινητό του 24χρονου στην περιοχή του Μοναστηρίου, αλλά εξήγησε πως ειδικοί και τεχνικοί στους οποίους απευθύνθηκε τον ενημέρωσαν πως οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας επικαλύπτονται και δεν αποτελεί βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο για την παρουσία του ατόμου στην περιοχή.
Το μόνο, όπως είπε, που αποδεικνύεται είναι ότι ο 24χρονος βρίσκεται σε μια κινητικότητα το μοιραίο βράδυ, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει ότι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος, ούτε, επίσης, το στοιχείο πως συνομιλεί με τον ανήλικο που έχει καταδικασθεί για το έγκλημα, ενώ μετά την ώρα που έχει υπολογισθεί η δολοφονία, δεν έχουν καμία άλλη συνομιλία.
Κρίσιμη χαρακτήρισε τη μαρτυρία αδελφού φυγόδικου, ότι μετά τη δολοφονία οι τρεις συναντήθηκαν στην Αθήνα, αλλά ούτε αυτό μπορεί μόνο του να αποτελέσει ένδειξη καταδίκης.
Το επόμενο στοιχείο που ανέλυσε ήταν η φυγή των κατηγορουμένων από το Κοπανάκι, όπου διέμεναν, το οποίο, όμως, είπε πως θα έπρεπε να συνδυάζεται και με άλλα στοιχεία.
Καταλήγοντας, λοιπόν, ζήτησε την απαλλαγή του λόγω ελαχίστων, όπως χαρακτηριστικά είπε, αμφιβολιών.
Δικηγόροι
Στην αγόρευσή του ο δικηγόρος της οικογένειας της 89χρονης, Γ. Ράλλης, ζήτησε από δικαστές και ενόρκους να αξιολογήσουν όλα μαζί τα στοιχεία που υπάρχουν. Όπως τόνισε, από τα τηλέφωνα που έχουν καταγραφεί φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος το βράδυ εκείνο ήταν στην περιοχή του φόνου. Ένα άλλο επιβαρυντικό στοιχείο είναι το εξής: ενώ με τον ανήλικο που έχει ήδη καταδικασθεί ο 24χρονος μέχρι τις 8.30 το βράδυ της δολοφονίας μιλά συνεχώς, μετά από εκείνη την ώρα, που έγινε και το έγκλημα, δεν έχουν καμία επικοινωνία, διότι προφανώς ήταν μαζί.
Άλλα επιβαρυντικά στοιχεία, όπως δήλωσε, είναι ότι την ώρα της δολοφονίας κανείς δεν τον έχει δει κάπου να του δώσει άλλοθι μετά τη δημοσιοποίηση του εγκλήματος, ενώ οι τρεις εξαφανίσθηκαν από την περιοχή και σχεδόν ταυτόχρονα μετά την φυγή τους κατήργησαν τα κινητά τους τηλέφωνα.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του 24χρονου, Αντ. Κατσάς, είπε ότι το βάρος μιας τέτοιας απόφασης είναι τεράστιο, καθώς «είναι δίκη που ή βγάζουμε το όπλο και σκοτώνουμε έναν άνθρωπο ή δεν τον πειράζουμε καθόλου». Ακολούθως είπε ότι η συγκεκριμένη δίκη είχε αδυναμίες και συγκεκριμένα: γίνεται 6 χρόνια μετά το έγκλημα, έγινε σε πολλές συνεδριάσεις με χρονικά κενά ανάμεσά τους και ότι ο κατηγορούμενος είναι Αλβανός.
Επίσης, χαρακτήρισε απαράδεκτη και παράνομη την απόφαση του δικαστηρίου ανηλίκων Κυπαρισσίας, με την οποία ο ανήλικος, χωρίς να έχει συλληφθεί και χωρίς να υπάρχουν στοιχεία, καταδικάσθηκε σε 28 χρόνια κάθειρξης, δίχως, μάλιστα, να έχει ακουστεί η θέση του.