Η αιώνια Μάνη του «Πάντι»…
Πατρίδα είναι εκεί όπου έχεις τα βιβλία σου, συνήθιζε να λέει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ένας από τους σπουδαιότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς του καιρού μας. Και ο «Πάντι» για τους φίλους του ανά τον κόσμο, ο κυρ Μιχάλης για τους Κρητικούς, τους Μανιάτες, τους Έλληνες της ευρύτερης οικογένειάς του, είχε τα βιβλία του, τα πιο πολλά βιβλία του, στο χειροποίητο σπίτι του από σκληρή μανιάτικη πέτρα στην αγκαλιά της Έξω Μάνης, στον ειδυλλιακό όρμο αμέσως μετά την Καρδαμύλη, απέναντι από ένα γερασμένο αλλά αγέρωχο πύργο.
«Πώς να κυλούσε άραγε η ζωή, σ’ εκείνους τους πύργους, τις λαμπρές μέρες της Μάνης; Όταν κυριαρχούσαν ακόμα οι μεγάλοι Νυκλιάνοι, που ήτανε καλοί μέσα στους πύργους αλλά άγριοι στους αγώνες;» αναρωτιόταν ο Φέρμορ στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Μάνη» (εκδ. Κέδρος), με το οποίο εγκαινίασε τη νέα γραφή της περιπλάνησης, τη σύγχρονη ταξιδιωτική ματιά πάνω στον ελληνικό χώρο.
Τότε, το 1952, μετρημένοι στα δάχτυλα αρχαιολόγοι αναζητούσαν τα τεκμήρια του παρελθόντος στις παλιές εκκλησιές και στα φράγκικα κάστρα και λίγοι εκκεντρικοί ταξιδιώτες εξερευνούσαν την ψυχή του σκληρού σαν τη σιωπή τοπίου: «Η Καρδαμύλη ήτανε διαφορετική απ’ όλα τα χωριά που είχα δει στην Ελλάδα. Αυτά τα χτισμένα με χρυσαφένιες πέτρες σπίτια, με τους μεσαιωνικούς πυργίσκους, έμοιαζαν με μικρά κάστρα. Πάνω τους πρόβαλλε μια όμορφη εκκλησιά. Τα βουνά έπεφταν απότομα μέχρι σχεδόν κάτω την ακρογιαλιά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στ’ ασπρισμένα σπίτια δίπλα στη θάλασσα, μεγάλα όλο ψιθύρους καλάμια, τρία μέτρα ψηλά, ταλαντεύονταν με την πιο απαλή πνοή του ανέμου. Ανάμεσα στα δέντρα ήταν δεμένα δίχτυα. Σε πολλά κατώφλια βρίσκονταν πιθάρια για λάδι, μεγάλα σαν κι εκείνα που βρεθήκανε, με τις ανασκαφές, στο παλάτι του Μίνωα».
Πύργοι και εκκλησιές
Πήραμε το τοπίο από την αρχή, από τα πόδια της Βέργας και μετά, από την αρχαία Αβία, τη σημερινή Παλιόχωρα, το όριο ενός άλλου κόσμου, μέχρι το Οίτυλο. Τη φυσιογνωμία και την ιδεολογία αυτού του άλλου κόσμου την όρισαν οι πόλεμοι. Και το ίδιο το τοπίο το ζωγράφισε η διαμάχη του φρουρού της αυστηρότητας της πέτρας Ταΰγετου και του εκμαυλιστή της, του γαλανού Μεσσηνιακού Κόλπου, ιδιαιτέρως την ώρα του δειλινού, όταν ανάβουν τα φώτα των γριγρί και της Καλαμάτας. Κάμπος, Προάστιο, Παλιά Καρδαμύλη, Νομιτσί, Θαλάμες, Λαγκάδα από τη μία – κατά κυρ Μιχάλη «συνεχιζόταν, εκεί ψηλά, στον αέρα, η πομπή των ορεινών χωριών που ξεπερνούσανε συντριπτικά τον αριθμό των μικρών λιμανιών» – και από την άλλη, με την ανάσα της θάλασσας, Κιτριές, Καρδαμύλη, Στούπα, Άγιος Νικόλαος, Τραχήλα.
Πύργοι και εκκλησιές εξανθρωπίζουν το τοπίο. Όπως το ερειπωμένο πυργόσπιτο του καπετάν Κουμουνδούρου, δεμένο γερά και με τη σύγχρονη πολιτική Ιστορία της Ελλάδας, μετά τον Κάμπο, ή του καπετάν Μούρτζινου το σπίτι, όπως γράφει στη Διήγηση των συμβάντων της ελληνικής φυλής ο Θεοδωράκης Κολοκοτρώνης, ή καλύτερα το κάστρο στην άκρη της Σκαρδαμούλας, με την πελεκητή εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα, φτιαγμένη από λαξευμένες πέτρες της αρχαίας ακρόπολης. Και οι υπέροχες εκκλησιές κατάγραφες από τα γήινα χρώματα της μεταβυζαντινής τέχνης, στις αποχρώσεις της ίδιας της πέτρας που έχουν κτιστεί. Των Αγίων Θεοδώρων (12ος αι.) πάνω στο δρόμο που περνά μέσα από τον Κάμπο, του Αγίου Νικολάου (10ος-14ος αι.) στο Καμπινάρι Πλάτσας, της Παναγίας της Γιάτρισσας και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (11ος αι. και με γλυπτό διάκοσμο) στο Νομιτσί, των Αγίων Αναργύρων (13ος αι.) στις Θαλάμες, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο κέντρο της Λαγκάδας και της Αγίας Σοφίας (13ος αι.) στο νεκροταφείο του χωριού. Και πάνω από όλες αυτές τις εκκλησιές το πιο ψηλό καμπαναριό της Μάνης, της Μεταμόρφωσης στο Προάστιο της Καρδαμύλης, στο Πραστείο για τους ιθαγενείς.
Στη χώρα των ονείρων
Η πορεία του Πάτρικ Λη Φέρμορ μέχρις εδώ είχε αρχίσει από πολύ μακριά και από πολύ παλιά. Παρουσιάζεται ζωντανά στη βιογραφία που έγραψε η Άρτεμις Κούπερ, «Πάτρικ Λη Φέρμορ, μια περιπέτεια» (εκδ. Μεταίχμιο). Ξεκίνησε το 1933 από το χωριό Γουίντον Μπεκ του Μεγάλου Νησιού, πέρασε τη Μάγχη και άρχισε να διασχίζει την Ευρώπη, συγγράφοντας εγκόλπια του πραγματικού ταξιδιώτη. «Η πορεία προς την Κωνσταντινούπολη. Η εποχή της δωρεάς. Ανάμεσα στα δάση και τα νερά», «Ατέλειωτος δρόμος. Από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη ως τον Άθω», όλα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο: «Ως χώρα των ονείρων φάνταζε στα μάτια μου, τουλάχιστον για κάμποσο καιρό.
Είχα βρει θαλπωρή ανάμεσα σε αυτά τα παραφερνάλια, καθώς με μπόλικο πριονίδι κάτω από τα πόδια μου και ένα ντουμάνι σέρτικο καπνό ολόγυρά μου σώρευα τις σκέψεις αυτές στο ημερολόγιό μου. (…) Ωστόσο, ήταν εκεί κάπου στην παράμερη κόχη του γοτθικού καθεδρικού ναού που η ιδέα μου πήρε ξαφνικά σχήμα, εκπυρσοκρότησε πάνω από το κεφάλι μου και τινάχτηκε στα ύψη φτερουγίζοντας το τριφόριο σαν θαυμαστικό-μαμούθ σε εικονογραφημένη σειρά κωμικών επεισοδίων».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino τo Σάββατο 24 Μαΐου 2014