Βίκυ Μαραγκοπούλου: Οι περιστάσεις απαιτούν εγρήγορση και ευαισθησία

Βίκυ Μαραγκοπούλου: Οι περιστάσεις απαιτούν εγρήγορση και ευαισθησία

«Ένας καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να μπορεί να λειτουργεί και με τα πολλά και με τα λίγα» λέει, καθώς γνωρίζει καλά πώς είναι να διευθύνεις έναν πολιτιστικό θεσμό σε συνθήκες κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα. Θα μπορούσε να καμαρώνει ότι είναι η κυρία που έβαλε το χορό στη ζωή μας. Όμως, αποφεύγει τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς.
Η Βίκυ Μαραγκοπούλου προτιμά να κάνει τη δουλειά της αθόρυβα. Διευθύνοντας το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας επί είκοσι συναπτά χρόνια, κατόρθωσε να εντάξει μια ελληνική πόλη της περιφέρειας στο διεθνή φεστιβαλικό χάρτη, καθιστώντας τη σε κομβικό σημείο συνάντησης της αφρόκρεμας του ελληνικού και διεθνούς σύγχρονου χορού. «Ήθελε τόλμη» λέει. Όντως…
Λίγο πριν από την έναρξη του φετινού Φεστιβάλ, που φέτος θα πραγματοποιηθεί από τις 17 ως τις 24 Ιουλίου, η Βίκυ Μαραγκοπούλου μιλά για την 20χρονη διαδρομή, το παρόν και το μέλλον του, για τον αντίκτυπό του στην περιοχή που το φιλοξενεί, αλλά και για το νέο απόκτημα της πόλης, το Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, για τη λειτουργία των πολιτιστικών θεσμών στα χρόνια της κρίσης, αλλά και για τις συζητήσεις περί αυτοχρηματοδότησης των πολιτιστικών φορέων, που φουντώνουν, επικίνδυνα, διεθνώς.
 
-Το Φεστιβάλ Χορού έγινε 20 χρόνων. Τι κρατάτε απ’ αυτά τα 20 χρόνια και τι επιδιώκετε για τα επόμενα;
Πολλά! Πόσο μάλλον αν σκεφτούμε πως στο ξεκίνημα κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όχι μόνο την επιτυχία του, αλλά και την αντοχή του στο χρόνο. Θυμάμαι πάντα, τις πολλές αξέχαστες παραστάσεις από πολύ σπουδαίους δημιουργούς Έλληνες και ξένους την πολύ μεγάλη στήριξη και συμμετοχή από τους πολλούς φίλους του φεστιβάλ, τη μεγάλη χαρά ότι τελικά με όλες τις δυσκολίες τα καταφέρναμε. Είναι εντυπωσιακό ότι σε αυτό το Φεστιβάλ, που γίνεται σε μία πόλη της ελληνικής περιφέρειας έχει παρουσιαστεί το μεγαλύτερο μέρος των χορογράφων που απαρτίζουν την Ιστορία του σύγχρονου χορού του περασμένου αιώνα και του αιώνα που διανύουμε.
 
-Πώς σκοπεύετε να γιορτάσετε τα 20 χρόνια του; Πού θα επικεντρωθεί η φετινή διοργάνωση, τι καλό θα δούμε;
Πολύ ωραίες παραστάσεις από κορυφαίες ομάδες, χορογράφους και χορευτές Έλληνες και ξένους, μεγάλη έμφαση σε εκπαιδευτικά προγράμματα που αφορούν στην κοινότητα του χορού, αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή των κατοίκων της πόλης.
 
-Αρκεί πλέον για το Φεστιβάλ η φιλοξενία της αφρόκρεμας της διεθνούς σκηνής του χορού;
Συνοπτικά, θεωρώ σπουδαίο το γεγονός ότι το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας επαναπροσέγγισε την αντίληψη ενός περιφερειακού φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα. Ήθελε τόλμη, για να φέρει τη σύγχρονη χορευτική δημιουργία σε μία χώρα που δεν υπήρχε μεγάλη παράδοση στο σύγχρονο χορό και σύντομα στάθηκε ισότιμα δίπλα σε πολύ μεγάλες αντίστοιχες διεθνείς διοργανώσεις, και να βρίσκεται σε ανοικτή συνομιλία με την εποχή του.
Αυτό που θα ονειρευόμουν θα ήταν το Φεστιβάλ να έρχεται ως μία κορύφωση μιας σταθερής παρουσίας του χορού στην πόλη, μακροχρόνιες φιλοξενίες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών για παραγωγή έργου «residencies», να δίνει στέγη ιδιαίτερα στον ελληνικό χορό, καθώς και να εκπονούνται περισσότερα προγράμματα και δραστηριότητες που θα εμπλέκουν δημιουργικά την κοινότητα της πόλης. Κάτι που οι καινούργιες συνθήκες και υποδομές στην Καλαμάτα, με το Μέγαρο Χορού, το επιτρέπουν.
Βέβαια, θα το θεωρούσα μεγάλο πλήγμα αν κάποια στιγμή δε θα είχαμε τη δυνατότητα να βλέπουμε και τους μεγάλους καλλιτέχνες, την αφρόκρεμα, όπως λέτε, της διεθνούς σκηνής στο Φεστιβάλ.
 
-Ο αντίκτυπος του Φεστιβάλ στην πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή είναι ανάλογος της φήμης του;
Ο αντίκτυπος στην πόλη, στο σύνολό της πάντα, δεν είναι ο ίδιος όσο με την αναγνώριση και αναγνωσιμότητα του θεσμού εκτός. Είναι φυσικό κάτι που είναι καινοτόμο, διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει, να χρειάζεται περισσότερο χρόνο, μέθοδο και συνέπεια για να αφορά όλο και περισσότερο κόσμο. Στο Φεστιβάλ το κοινό μας διευρύνεται συνέχεια και οι παραστάσεις μας μέχρι τώρα γεμίζουν με ένα κοινό όλων των ηλικιών, και με πολλούς νέους. Πιστεύω ότι η πόλη, όλο και περισσότερο, καμαρώνει για το Φεστιβάλ της.
Όμως, ο τρόπος που ο πολίτης θα έλθει κοντά και θα αγαπήσει την τέχνη είναι ένα μεγάλο ζήτημα και, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο ζητούμενο, μία διαδικασία που χρειάζεται έναν εθνικό συντονισμό στον οποίο να συμμετέχουν δημιουργικά μαζί με την Πολιτεία και οι φορείς και οι πρωτοβουλίες των πολιτών.
 
-Πώς αναδιαμορφώνει ένας θεσμός τη λειτουργία του μέσα σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε; Πώς διατηρεί τη δημοφιλία, το στίγμα και την εξωστρέφειά του, όταν μειώνονται κονδύλια αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό του;
Κάθε μείωση κονδυλίων σε φέρνει μπροστά σε καινούργια διλήμματα. Ένας καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να μπορεί να λειτουργεί και με τα πολλά και με τα λίγα. Αυτό προϋποθέτει βαθιά γνώση, συνεχή ενημέρωση, δυνατότητα να συμμετέχεις στο διεθνή διάλογο και προβληματισμό για τα σύγχρονα ζητήματα της τέχνης, κάτι που το Φεστιβάλ έχει κατακτήσει. Και ικανότητα να θέτεις σωστά τις προτεραιότητές σου. Πάντα το πίστευα αυτό, στις σημερινές εποχές, όμως, το ηθικό φορτίο είναι μεγάλο. Οι άνθρωποι δοκιμάζονται, οι θεσμοί εξαφανίζονται, οι καλλιτέχνες δοκιμάζονται και οι περιστάσεις απαιτούν μεγάλη εγρήγορση και ευαισθησία.
Με την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο κοπιαστικά. Η πολύ μεγάλη δυσκολία των προσλήψεων, με τις δαιδαλώδεις διαδικασίες του Δημοσίου, συχνά βάζουν σε κίνδυνο την έγκαιρη λειτουργία μας. Παράλληλα, χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία και φαντασία για να αντιμετωπίσεις τους ανεβασμένους στα ύψη προϋπολογισμούς με τις πολύ ψηλές φορολογίες και τις επιβαρύνσεις που απειλούν το έργο.
Είναι φανερό πως οι αλόγιστες περικοπές είναι εξίσου καταστροφικές και δαπανηρές όσο και οι αλόγιστες σπατάλες. Ακόμα περισσότερο σε έναν οργανισμό σαν τον δικό μας που απαρτίζεται, κυρίως, από εποχικό προσωπικό.
Η δημοφιλία του θεσμού, ακόμα, δεν κινδυνεύει. Το κοινό παραμένει κοντά μας και νιώθουμε πως ο ρόλος της τέχνης, σήμερα, αποδεικνύεται ζωτικός και παρηγορητικός. Νομίζω ότι το κοινό και οι καλλιτέχνες το αναγνωρίζουν αυτό και μας στηρίζουν με πάθος.
 
-Στο εξωτερικό, αλλά και στη χώρα μας, εντείνεται η συζήτηση για την αυτοχρηματοδότηση των πολιτιστικών θεσμών και οργανισμών. Τι επιβάλλει ο σεβασμός στον πολιτισμό;
Το σημαντικό ερώτημα είναι πώς αντιλαμβάνεται κανείς γενικότερα τον πολιτισμό, τι σημασία του δίνει, και τι πιστεύει για τη λειτουργία και την αξία της Τέχνης για την κοινωνία.
Πολύ σημαντικό είναι πώς αντιλαμβάνεται κανείς το σύγχρονο πολιτισμό, και αν πιστεύει ότι είναι αναγκαία η στήριξή του. Το πώς απαντά κανείς σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα συνιστά μία πολιτική θέση και πράξη και από εκεί απορρέει η πολιτιστική πολιτική. Η προτεινόμενη αυτοχρηματοδότηση των θεσμών, αλλοιώνει το περιεχόμενό τους και πολλές φορές, αναιρεί και την ίδια την ύπαρξή τους. Οι προσπάθειες εξεύρεσης πόρων είναι αναγκαία και μας αφορά, ακόμα περισσότερο, σήμερα. Αρκεί να μιλάμε για Τέχνη και Πολιτισμό και όχι απλώς για μία εμπορική επιχείρηση ή βιομηχανία.
 
-Έχοντας την εμπειρία του Φεστιβάλ, πώς υλοποιείται επί του πρακτέου αυτό που ακούμε διαρκώς από όλους σχεδόν τους υπουργούς Πολιτισμού για τον πολιτισμό, ότι δηλαδή αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας;
Είναι επώδυνο να σκέφτεται κανείς πόσα δε γίνονται ή πόσα αντίθετα γίνονται από αυτά που θα απαιτούνταν για να είναι αποτελεσματική μία πολιτιστική πολιτική ανάδειξης της αποκαλούμενης «βαριάς μας βιομηχανίας». Λυπάται κανείς να βλέπει τόσοι ταλαντούχοι καλλιτέχνες μας να αναγκάζονται να βρεθούν σε άλλες χώρες για να αναπτυχθούν και να αξιοποιηθούν.
Πιστεύω πολύ στη στήριξη που μπορεί να δώσει η επιστήμη της πολιτιστικής διαχείρισης, όμως η εμμονή της ενασχόλησης με τις τέχνες ως βιομηχανία, πολιτιστικό προϊόν, δείκτες ανταποδοτικότητας κ.ά. που γίνεται αυτοσκοπός. Με κάνουν να ανησυχώ που σε όλα αυτά βρίσκεται η ενασχόληση με την Τέχνη και τον Πολιτισμό. Προβληματισμός που απασχολεί τους ανθρώπους της τέχνης διεθνώς.
 
-Πέρσι για πρώτη φορά εκδηλώσεις του Φεστιβάλ στεγάστηκαν στο Μέγαρο Χορού. Πώς σκέφτεστε τη λειτουργία του για την πόλη και το Φεστιβάλ της καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους;
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι ένα τέτοιο Μέγαρο έχει τη δυνατότητα να στεγάσει όλες τις τέχνες και πολλές άλλες δραστηριότητες. Είναι ένα μεγάλο απόκτημα για την πόλη, τη γύρω περιοχή και ολόκληρη την Πελοπόννησο. Κατά την εμπειρία μου, θα μπορούσε και αυτό να γίνει, όπως το Φεστιβάλ Χορού, σημείο αναφοράς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το Μέγαρο Χορού Καλαμάτας χρειάζεται απαραίτητα ένα συνολικό καλλιτεχνικό όραμα και καλλιτεχνική ακεραιότητα και να είναι φιλόξενο σε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, αλλά και εκτός αυτής να είναι ανοικτό και να απευθύνεται σε όλους.
Φαντάζομαι, λοιπόν, το Μέγαρο Χορού Καλαμάτας σαν ένα χώρο που θα είναι ζωντανός, δημιουργικός, σύγχρονος, με φαντασία, φιλικός και φιλόξενος στο κοινό και τους καλλιτέχνες. Ο διεθνής του, δε, χαρακτήρας να μην περιορίζεται μόνο σε φιλοξενίες ξένων καλλιτεχνών, αλλά να ενθαρρύνει και διεθνείς συνεργασίες.
 
-Η μελέτη βιωσιμότητας της Εθνικής Τράπεζας είναι εύχρηστο εργαλείο για τη χρήση και προοπτική του Μεγάρου, δεδομένου ότι η πρώτη εκδήλωση που φιλοξένησε τον Απρίλιο του 2011 ήταν έκθεση φωτογραφίας γάμων.
Σύντομα θα έχω και εγώ αυτή τη μελέτη στα χέρια μου. Είμαι σίγουρη ότι θα περιέχει πολύ χρήσιμα στοιχεία και θα είναι ένα εργαλείο για ένα πρώτο βήμα. Από εκεί και πέρα, η πρόθεση, η τεχνογνωσία, η εξισορροπημένη διαχείριση, ο προβληματισμός και η ευρηματικότητα είναι αυτά που θα προσδώσουν σε αυτόν το χώρο το στίγμα του.
 
-Τι εύχεστε για τα επόμενα 20 χρόνια του Φεστιβάλ;
Πρώτα από όλα τη συνέχειά του και, βεβαίως, τη δημιουργική εξέλιξή του.

Της Π. Κρημνιώτη