«Fortune Greece» : Η εταιρεία που έκανε το μεγάλο Agrovim(α) στο εξωτερικό


Η Τζένη Γυφτέα μιλάει για το «διαμάντι» της ελληνικής οικονομίας και ετοιμάζει βαλίτσες για την έκθεση Fancy Food στην Αμερική
 
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑ ΑΚΡΙΒΟΥ
 

 
Πολλά έχουν γραφτεί για αυτή την εταιρεία, το όνομα της οποίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Η Agrovim είναι κατά 95% μεσσηνιακή εξαγωγική εταιρεία και έχει παρουσία σε 50 χώρες του εξωτερικού. Φέτος μπήκε στην αγορά της Ιαπωνίας, με το business plan να περιλαμβάνει την ενδυνάμωση της παρουσίας σε χώρες όπως Ισπανία, Βραζιλία, Πολωνία, Νότια Αφρική και χώρες της Άπω Ανατολής.
Πρόσφατα, δε, βραβεύτηκε στην εκδήλωση «Diamonds of the Greek Economy», εκπροσωπώντας με τον καλύτερο τρόπο τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα. Η αντιπρόεδρος της Agrovim, κα Τζένη Γυφτέα, είναι σήμερα το γυναικείο πρόσωπο που οδηγεί την εταιρεία σε νέα επιχειρηματικά μονοπάτια και μιλά στο fortunegreece.com για τους στόχους και τα άμεσα σχέδιά της.
Είναι εργατική και τελειομανής. Όπως μας λέει, θέλει αυτό με το οποίο καταπιάνεται να το κάνει καλά και να το φτάνει μέχρι το τέλος. «Δεν το βάζω κάτω εύκολα. Αν κάτι με κουράζει, αυτό είναι το καθεστώς που επικρατεί στην ελληνική αγορά. Σέρνεται μια κατάσταση και κανείς δεν αντιλαμβάνεται την κρίση και τις αλλαγές που επιτάσσει. Κυρίως με κουράζει η ελληνική γραφειοκρατία». Όταν τι ρωτάμε τι είναι αυτό που κάνει την Agrovim να ξεχωρίζει και να κατακτά το ένα βραβείο μετά το άλλο, μας απαντά πως το βασικό χαρακτηριστικό της διοίκησης είναι η ικανότητά της να ανταποκρίνεται άμεσα στις απαιτήσεις του πελάτη είτε πρόκειται για τις προδιαγραφές είτε για το service και τη δημιουργία νέων προϊόντων.
Ο πατέρας της ξεκίνησε το 1964, πριν από 50 ακριβώς χρόνια, το εμπόριο αγροτικών προϊόντων, όπως λάδια, ελιές, φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Πολύ μπροστά από την εποχή του και μη γνωρίζοντας ξένες γλώσσες, ξεκίνησε τις πρώτες εξαγωγές στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σε κάθε, όμως, επιχειρηματικό του βήμα ήταν κοντά τα δύο παιδιά του, η Τζένη και ο Δημήτρης και κυρίως η κόρη του, η οποία από πολύ μικρή μυήθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση.
Έχοντας σπουδάσει business administration και αρχιτεκτονική στο Παρίσι, αποκτά τα κατάλληλα εφόδια που τη βοηθούν να έχει άποψη και στο design των προϊόντων αλλά και στον οικονομικό σχεδιασμό. Ούσα ακόμα φοιτήτρια στην «πόλη του φωτός», ο πατέρας της την καθιστά υπεύθυνη για την επίβλεψη των εμπορευμάτων στο εξωτερικό και για την επικοινωνία με τους Γάλλους συνεργάτες. Αργότερα, σε ηλικία 21 ετών, πηγαίνει με τον αδερφό της Δημήτρη στην Αμερική για να διαδώσουν το ελληνικό καλαματιανό σύκο, το οποίο ήταν από τα πρώτα προϊόντα που έβγαλαν προς τα έξω και ήταν, μάλιστα, οι πρώτοι που το λάνσαραν σε αεροστεγή συσκευασία. Το 1994 η δεύτερη γενιά της οικογένειας Γυφτέα αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την επιχείρηση και έκτοτε η Τζένη μαζί με τον αδερφό της την έχουν μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ.
Ο απολογισμός είναι 50 χρόνια συνολικής δραστηριοποίησης, 30 χρόνια εξαγωγές και 20 χρόνια παρουσίας της Agrovim ως επιχειρηματική οντότητα. «Μέσα στην κρίση καταβάλαμε μεγαλύτερη προσπάθεια. Συχνά λέω ότι για να μη σε παρασύρει η καταιγίδα πρέπει να κρατήσεις μεγαλύτερη αντίσταση και αυτό κάναμε. Μολονότι έχουμε καλύτερα οικονομικά μεγέθη πριν από την κρίση, οι τράπεζες δε μας χρηματοδοτούν. Έχουμε καταφέρει μόνοι μας να ρυθμίσουμε τις πληρωμές μας για να υλοποιήσουμε τις αγορές μας. Επίσης, ήμασταν από τις εταιρείες που προχώρησαν σε προσλήψεις και δε μείωσαν μισθούς».
Στέκομαι σε μια φράση που μου έκανε εντύπωση και που συμπυκνώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη λανθασμένη νοοτροπία που αναχαιτίζει την όποια προσπάθεια τόνωσης ελληνικής της επιχειρηματικότητας: «Στην Ελλάδα καθόμαστε πάνω στο χρυσό αυγό μας και νομίζουμε ότι όλοι θα έρθουν να μας προσκυνήσουν. Είναι μια λανθασμένη νοοτροπία που πρέπει να αλλάξει».
Όσο για τις τράπεζες, τις θεωρεί το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού επιχειρείν. Τοποθετείται και στο θέμα των προγραμμάτων συμβολαιακής καλλιέργειας στα οποία έχουν επιδοθεί οι τράπεζες, εκφράζοντας την ανησυχία της και τους ενδοιασμούς της. «Πιστεύω ότι ένα τέτοιο σύστημα δε θα δουλέψει. Καθένας είναι ειδικός στον τομέα του. Δεν μπορούν τα τραπεζικά ιδρύματα να κάνουν τον έμπορο. Έπειτα ο παραγωγός έχει ανάγκη από συμβουλές και εκπαίδευση από κάποιον που να μιλάει την ίδια γλώσσα».
Αυτή την περίοδο ετοιμάζεται πυρετωδώς για την έκθεση Fancy Food, που θα πραγματοποιηθεί στη Νέα Υόρκη και θα περιλαμβάνει παρουσίαση των προϊόντων στους πωλητές των διανομέων, αλλά και γευσιγνωσία από food writers γνωστών αμερικάνικων ΜΜΕ. «Είναι μια αγορά στην οποία είμαστε 25 περίπου χρόνια και απορροφά το 20% των εξαγωγών μας. Το κακό στο παρελθόν ήταν πως αρκετοί διανομείς της διασποράς στην Αμερική πουλούσαν νοθευμένα, κακής ποιότητας λάδια, που δεν ήταν καν ελληνικά, χαλώντας το όνομα της χώρας στο εξωτερικό. Πλέον έχουμε περάσει στο άλλο άκρο, αυτό των αυστηρών ελέγχων, όπως συμβαίνει και με την περίπτωση του ΕΦΕΤ.
Η παραγωγή ελαιολάδου κυμαίνεται από 6 έως 8 χιλιάδες τόνους ετησίως, ενώ στις ελιές οι αριθμοί είναι από 3 έως 4 χιλιάδες τόνους. Το 2013 ο ισολογισμός έκλεισε με έναν τζίρο της τάξης των 32 εκατομμυρίων ευρώ και +30% στις πωλήσεις, ενώ για το 2014 μέχρι στιγμής τα στοιχεία πενταμήνου δείχνουν αύξηση 15%.