Πλήρης αδιαφορία από τις Αρχές του νομού για σεισμούς και τσουνάμι (φωτογραφίες)


«Υπάρχουν πόλεις που, αν γίνει τσουνάμι, θα πνιγούν»
Μια ενδιαφέρουσα ημερίδα με τίτλο «Εκτίμηση των κινδύνων από σεισμούς και τσουνάμι στον Κυπαρισσιακό κόλπο και την Πύλο» πραγματοποιήθηκε χθες στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ινστιτούτου «Νέστωρ». Στόχος, να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα του ευρωπαϊκού προγράμματος SEAHELLARC.
Ομιλητές ήταν οι δρ. Ιωάννα Παπούλια και Χρ. Αναγνώστου από το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, όπως και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, Ι. Μακρής.
Εντύπωση προκάλεσε στους ομιλητές και τους ελάχιστους παρευρισκόμενους η απουσία και η αδιαφορία των Αρχών, για ένα θέμα που αφορά τόσο στην περιοχή όσο και γενικά στο νομό μας. Συγκεκριμένα, υπήρχαν τρεις πυροσβέστες από το Πυροσβεστικό Κλιμάκιο της περιοχής, εθελοντές της ομάδας διάσωσης και ένας (!) δημοτικός σύμβουλος.
Την εκδήλωση άνοιξε η κα Παπούλια, η οποία μίλησε για το πρόγραμμα SEAHELLARC. Όπως ανέφερε, πρόκειται για πρόγραμμα πολύπλοκο, αλλά και πρωτοποριακό, που για να υλοποιηθεί συνεργάστηκαν 7 Ινστιτούτα από διαφορετικές χώρες.
Στη συνέχεια εξήγησε ότι επιλέχθηκε η Πύλος, γιατί, πέρα από τη φυσική ομορφιά, έχει τεράστιο ενδιαφέρον από γεωλογική θέση. Επιπλέον, σημασία έχει και η σεισμικότητα της χώρας γενικότερα, αφού βρίσκεται στην 6η θέση παγκοσμίως.
Σκοπός του προγράμματος, σημείωσε, ήταν να χαρτογραφηθεί η περιοχή, να δημιουργηθεί το σεισμικό προφίλ, κυρίως υποθαλάσσια, αλλά και να εντοπιστούν τα ενεργά ρήγματα. Επίσης, υπολογίστηκε ο σεισμικός κίνδυνος στην περιοχή, ακόμα και από σπίτι σε σπίτι.
Αποτέλεσμα της εργασίας είναι ένας χάρτης που ενδιαφέρει τις Αρχές, τους μηχανικούς, αλλά και άλλους ενδιαφερόμενους. Ευχή της κας Παπούλιας είναι «να μη μπει στα ντουλάπια, αλλά τα αποτελέσματα να γίνουν γνωστά στην κοινωνία».
Έπειτα το λόγο πήρε ο Ι. Μακρής, που μίλησε για τη μοναδικότητα της περιοχής γεωλογικά και επιστημονικά, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην ύπαρξη υδρογονανθράκων. Στόχος, από τη δική του πλευρά, ήταν να υπολογιστεί πόσα κτήρια θα έμεναν όρθια ανάλογα με τον κάθε σεισμό, ενώ σχολίασε πως η περιοχή είναι ιδανική για τέτοιες έρευνες, αφού ο ελληνικός χώρος είναι πρώτος σε τεκτονική ένταση.
Επίσης, μίλησε για το πρακτικό κομμάτι των ερευνών, όπου συμμετείχαν δύο καράβια και με τεχνητές δονήσεις και ειδικούς σεισμογράφους κατάφεραν να τελειώσουν το αρχικό εγχείρημα.
Στο βήμα επανήλθε η Ιωάννα Παπούλια, που μίλησε για τη βελτίωση στην καταγραφή των σεισμών, αφού εντοπίστηκαν ενεργά ρήγματα και παρακολούθησαν τις δονήσεις σε πραγματικό χρόνο. Σημαντικά, έπειτα από αυτή την παρακολούθηση, ήταν τα συμπεράσματα για το ρήγμα του Κατάκολου, που θέλει περαιτέρω μελέτη. Εξίσου σημαντικό για αυτή είναι η γνώση και το να χτίζονται τα κτήρια σωστά.
Ως παράδειγμα ανέφερε την πόλη της Ζακύνθου: έχει 10 εισόδους αλλά μία έξοδο, έτσι σε περίπτωση σεισμού, θα υπάρξει θέμα, ενώ όλα ξεκινούν από την παιδεία και τα μέτρα πρόληψης.
Τις ομιλίες έκλεισε ο Χρ. Αναγνώστου, που επίσης δεν έκρυψε την πικρία του για την απουσία των Αρχών. Όπως εξήγησε, στόχος του ήταν να γίνει ορατός ο αόρατος φυσικός κίνδυνος από ένα τσουνάμι. Στη χώρα μας, τα τελευταία 700 χρόνια, έχουν συμβεί 17 φορές τσουνάμι, ενώ σημαντικός παράγοντας στις καταστροφές που θα προκαλέσει είναι το ύψος του κύματος.
Εν συνεχεία παρουσίασε τρία διαφορετικά σενάρια και το μέγεθος ζημιών που θα προκαλούσαν. Συγκεκριμένα, για κάθε 2 μέτρα ύψος του κύματος από τσουνάμι η διείσδυση στην ξηρά είναι 60 μέτρα. Για κάθε 5 μέτρα, 205 μέτρα, ενώ για 11 μέτρα ύψος η διείσδυση φθάνει τα 580 μέτρα.
Ευθύνη για την κατάσταση που επικρατεί στις παραλίες, αλλά και στην παραθαλάσσια δόμηση, έχουν όλοι και, όπως ανέφερε, υπάρχουν πόλεις που, αν γίνει τσουνάμι, θα πνιγούν.

Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση