Τι είναι, λοιπόν, αυτές οι περιβόητες «Τράπεζες Θεμάτων», που αποδεκατίζουν τα όνειρα και τις ελπίδες των μαθητών, που αδικούν κατάφωρα το μαθητικό κόσμο, καθώς με έμμεσο τρόπο τον σπρώχνουν προς την έξοδο από τη σχολική εκπαίδευση;
Η απάντηση δε χρειάζεται και πολλή σκέψη. Οι τράπεζες θεμάτων δεν είναι παρά ένας ψυχρός και απρόσωπος μηχανισμός εξέτασης, απόλυτα αντίθετος προς κάθε έννοια σύγχρονης παιδαγωγικής μεθόδου, αλλά και παιδαγωγικής ηθικής. Ένας ψυχρός μηχανισμός κλήρωσης θεμάτων, ο οποίος, αδιαφορώντας για τις ιδιομορφίες αλλά και τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τάξη, σε κάθε σχολείο, και παρακάμπτοντας τη θεμελιώδη παιδαγωγική σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του, εγκαθιστά έναν α-νόητο, έναν εκ του πονηρού διαχωρισμό των μαθητών σε καλούς και επιμελείς που διαβάζουν και έχουν επιτυχίες, και σε μέτριους ή κακούς που, δήθεν, αδιαφορούν για τη μόρφωσή τους και εισπράττουν επαξίως το τίμημα της αποτυχίας.
Και συντελείται αυτός ο υπόρρητος, βέβαια, διαχωρισμός σε μια χρονική στιγμή που οι απλοί άνθρωποι, μαζί με τα παιδιά τους, υποφέρουν από τις φρικτές οικονομικές στερήσεις, όπου οι κοινωνικές ανισότητες ολοένα και μεγαλώνουν και όπου, κατά συνέπεια, οι επιδόσεις των μαθητών δεν καθορίζονται, κατά το μέγιστο μέρος τους, από την προσωπική θέληση και επιμέλεια των ίδιων των μαθητών, αλλά από την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους.
Επομένως, είναι προφανές ότι οι μαθητές εύπορων οικογενειών θα βρίσκονται πάντα σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους τους μαθητές που οι οικογένειές τους τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Κι αυτό εντέλει σημαίνει ότι οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις για μια ακόμα φορά θα αδικηθούν, θα μείνουν πίσω, θα παραμείνουν για όλη τους τη ζωή οι μειονεκτικές τάξεις που θα κληθούν στο μέλλον να εργαστούν σκληρά για μια θέση στον ήλιο.
Πιστεύω απολύτως ότι το σχολείο οφείλει να αγκαλιάζει όλους τους μαθητές του, ότι έχει την καθολική ηθική υποχρέωση να παρέχει σε όλους τους νέους ανθρώπους, που ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή, ίσες ευκαιρίες μόρφωσης. Και να τους ενισχύει προς την κατεύθυνση αυτή με εμψυχωτικά παιδαγωγικά συστήματα και όχι με φτηνά «τραπεζικά» συστήματα που εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Και επιμένω, για όλους τους νέους, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.
Αλλά, δυστυχώς, είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι με το νέο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών, όχι μόνο με τις «μηχανικές τράπεζες που κληρώνουν θέματα», αλλά και με την αλλαγή στο μέσο όρο βαθμολογίας των μαθημάτων, αυτή η ηθική υποχρέωση της Πολιτείας αρχίζει σιγά σιγά να ξεθωριάζει.
Τα σχολεία αρχίζουν να γίνονται σχολεία, όχι για όλους, αλλά για τους λίγους και, φυσικά, για τους λίγους καλούς ή για τους λίγους των «καλών», όπως λέγονται, σχολείων. Και τρανή απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι με βάση τα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τα σχολεία τα απομακρυσμένα από το κέντρο των πόλεων ή τα σχολεία με μαθητές μειονεκτικών κοινωνικών στρωμάτων, παρουσίασαν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά αποτυχίας σε σχέση με τα ποσοστά των κεντρικών και «καλών» σχολείων.
Και τι λέει για όλα αυτά τα τρομερά που συμβαίνουν στο χώρο της Παιδείας ο νυν αρμόδιος υπουργός; Θορυβημένος, φυσικά, από τα θλιβερά αποτελέσματα του νέου εξεταστικού συστήματος για τους μαθητές της Α΄ Λυκείου υποστήριξε ότι άλλοι είναι οι υπαίτιοι και ότι αφού μελετήσει το σύνολο των στατιστικών δεδομένων, θα επανεξετάσει το όλο θέμα. Σωστά τα λέει ο υπουργός. Αφού στο μεταξύ δεκάδες μαθητές βίωσαν στην ευαίσθητη εφηβική ηλικία τους την επώδυνη και τραυματική εμπειρία μιας αποτυχίας, όχι από δική τους ευθύνη, αλλά από τη βαριά ευθύνη άλλων, τώρα μπορεί η κυβέρνηση να διορθώσει εκ του ασφαλούς τα κακώς κείμενα. Θα έλεγα, τέλος, ότι είναι εξαιρετικά άδικο, αλλά και επιπλέον επικίνδυνο, κάποιοι άνθρωποι μορφωμένοι, οι οποίοι κατέχουν αυτές τις υψηλές θέσεις για να υπηρετούν τη μόρφωση και την προκοπή των σημερινών νέων, να εισηγούνται τέτοιου είδους τερατώδη εκπαιδευτικά συστήματα που πλήττουν ανεπανόρθωτα το περί δικαίου αίσθημα στον καίριο τομέα της σχολικής εκπαίδευσης.
Προφανώς, υποθέτω ότι τα εισηγούνται από θέση ισχύος, έχοντας εξασφαλίσει το εκπαιδευτικό μέλλον των δικών τους παιδιών και οπωσδήποτε αγνοώντας παντελώς όσα συνταρακτικά και τραγικά συμβαίνουν στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Και υπ’ αυτήν την έννοια βεβαίως αναρωτιέται κανείς, ποιος ο λόγος να ασχοληθούν σοβαρά, εννοώ να νοιαστούν πραγματικά και με την ψυχή τους για μια Παιδεία δημοκρατική, μακριά από επιπόλαια εκπαιδευτικά συστήματα που οδηγούν τους μαθητές στην αποθάρρυνση και στην απογοήτευση; Και πολύ φοβάμαι ότι, δυστυχώς, αυτού του είδους τα συστήματα που ευνοούν τις διακρίσεις και τις ανισότητες, κάνουν τα σχολεία να φυλλορροούν και να σβήνουν αργά και σταθερά. Και είναι γνωστό σε όλους μας ότι μια χώρα κι ένας λαός χωρίς σχολεία είναι μια χώρα κι ένας λαός δίχως μέλλον.
Του Σταύρου Τσαγκαράκη
Καθηγητή- συγγραφέα