«Ο γλυκασμός των Αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, χριστιανών η προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου, αντιλαβού μου και ρύσαι, των αιώνιων βασάνων»
ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ
Από τον Γιώργο Κιούση
Πάσχα του καλοκαιριού; «Δεν είναι Πάσχα, είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου! Δεν είναι από μόνη της μεγαλειώδης η μέρα αυτή; Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να συγκρίνουμε, να υποκαθιστούμε, να συνδέουμε κάτι παλαιότερο με το νεότερο. Ένα άγνωστο με το ήδη γνωστό. Ίσως να οφείλεται τούτη η ανάγκη μας σε πνευματική αμηχανία που ζητάει να εξομοιώνει τις μοναδικότητες μήπως κατανοήσει ευκολότερα. Όμως, το κάθε πρόσωπο, το κάθε γεγονός είναι μοναδικό και ασύγκριτο. Πόσο περισσότερο τέτοια θαυμαστά, ανεκτίμητα συμβάντα».
Με αφορμή το Δεκαπενταύγουστο μιλάμε με τη συγγραφέα Μάρω Βαμβουνάκη
-Σε ποια πρόσωπα συναντάμε την Παναγία σήμερα;
Νομίζω πως όλα τα παιδιά αποζητούν μια Παναγία μέσα στη μάνα τους. Θα τολμούσα να πω πως και οι αληθινά ερωτευμένοι μια Παναγία επιζητούν στο βυθό της ψυχής που αγαπούν. Οι άνθρωποι, ασχέτως αν θρησκεύονται ή δηλώνουν άθεοι, άγονται και φέρονται από συναισθήματα και πόθους που διψούν το απόλυτο. Το απόλυτα αληθινό, το απόλυτα αγνό, το απόλυτα καλό, το απόλυτα αφοσιωμένο. Και από τον εαυτό μας το θέλουμε αυτό, όμως ο εγωισμός μάς κάνει επιεικείς με εμάς και απαιτητικότατους με τους άλλους. Τελικά, τέτοιοι πόθοι αξεδίψαστοι είναι που βασανίζουν και εμπνέουν τη ζωή.
-Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε…
Δεν ξέρω να υπάρχει στους αιώνες πρόσωπο που να έχει φλογίσει τόσο πολύ και τόσο εκστατικά την ποίηση όσο η Παναγία. Οι ύμνοι, τα χαίρε, οι παρακλήσεις πέρα από την πνευματικότητα που φέρουν είναι λογοτεχνικά αριστουργήματα. Αυτό που λέτε, για την αστραπιαία άφιξη των Αποστόλων από τα πέρατα της γης όπου ταξίδευαν, γύρω από το κρεβάτι της, είναι τόσο υπερβατικό και συγκινητικό γεγονός, τόσο δυναμικό όπως μονάχα τα θαύματα είναι. Εγώ αγαπώ πολύ και τον παρηγορητικό στίχο του Δεκαπενταύγουστου που καθησυχάζει: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…».
-Ο φετινός ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου;
Οι μεγαλύτεροι, οι ελκυστικότεροι ρεμβασμοί επιδιώκουν τη θραύση του χρόνου. Ρεμβάζοντας ψάχνουμε να ανακαλύψουμε μια ρωγμή, να ακουμπήσουμε εκεί το μάτι μας και να κοιτάξουμε κατά το παρελθόν, κατά το μέλλον. Επιζητούμε τελικά να ατενίσουμε το ατέρμονο, το αιώνιο. Διότι ανήκει στη φύση μας η αθανασία, γι’ αυτό δεν υποφέρεται ο θάνατος, δεν αντέχεται η λήξη μιας ευτυχίας. Η φύση μας είναι ζυμωμένη από αιωνιότητα, είτε πιστεύουμε στον αιώνιο Θεό ή όχι. Όλοι μας, δηλαδή, νοσταλγούμε.
-Λέει ο Ματθαίος Μουντές: «Έχει μια λύπη η δέησή μας, από έναν παιδικό καιρό, που ξανάνθισε…».
Όσο πιο μικροί στην ηλικία, τόσο πιο κοντά στον απολεσθέντα Παράδεισο και στα φρέσκα ίχνη του. Τα παιδιά, αγνά και ευφυή στην καρδιά τους – όσο πιο αγνή μια καρδιά τόσο εξυπνότερη –, διακρίνουν αλήθειες, ζουν συχνά μεταφυσικά.
Με το πέρασμα της παιδικής ηλικίας όλο και προχωράμε μέσα στην εξορία της ενήλικης ζωής. Στη θλίψη της χαμένης παιδικότητας, της χαμένης Εδέμ πιο πίσω. Κάθε φορά που αναλογιζόμαστε εκείνους τους χαμένους καιρούς, ξανανθίζει το τότε και η αόριστη απώλεια μας πλημμυρίζει με θλίψη. Δεν είναι φυσικό; Ώρες ώρες υποψιάζομαι ότι οι ηλικιωμένοι που πάσχουν από άνοια και ξαναγίνονται παιδιά, ίσως να το επιλέγουν με κάποιο, νοσηρό έστω, τρόπο. Μια αλλόκοτη επιστροφή στον παιδικό εαυτό, από παθολογική νοσταλγία. Ίσως…