Για δέκα λεπτά περίπου είχε ακινητοποιηθεί η κυκλοφορία χθες το πρωί στην οδό 23ης Μαρτίου, απέναντι από το Επιμελητήριο Μεσσηνίας. Δεν είχε σημειωθεί τροχαίο ούτε γινόταν επισκευή βλάβης στο οδόστρωμα, που να δικαιολογούσε όλη αυτή την αναστάτωση.
Ένα αυτοκίνητο ήταν το εμπόδιο που καθιστούσε αδύνατη τη διέλευση του λεωφορείου του Υπεραστικού ΚΤΕΛ και μαζί των υπόλοιπων αυτοκινήτων που είχαν την ατυχία να το ακολουθούν.
Ο οδηγός άφαντος, τα αλάρμ σε λειτουργία, ο εξωτερικός καθρέφτης κλειστός και ο οδηγός του λεωφορείου περίμενε υπομονετικά. Άρχισαν τα κορναρίσματα από τα πίσω αυτοκίνητα και ακολούθησε κι αυτό του λεωφορείου. Περί τα δύο λεπτά αργότερα βγήκε από την παρακείμενη τράπεζα μια γυναίκα, με έκφραση τρόμου στο πρόσωπό της, που, όπως αποδείχθηκε, ήταν και η οδηγός του αυτοκινήτου. Λόγω δε της μεγάλης ηλικίας και του φύλου της, δεν άκουσε «γαλλικά». Μπήκε στο αυτοκίνητο, κουνώντας απολογητικά το κεφάλι και έφυγε.
Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές, με πολύ μικρότερη διάρκεια αναμονής και στην τελευταία περίπτωση, υπαίτιος ήταν ένα όχημα των ΕΛΤΑ.
Μερικά μέτρα μακρύτερα, στη συμβολή της Νέδοντος με την Κροντήρη, ο οδηγός αυτοκινήτου με πινακίδες εξωτερικού θεώρησε σωστό να παρκάρει επί του ποδηλατόδρομου, αδιαφορώντας αν έτσι ενοχλεί κάποιον ποδηλάτη και τον υποχρεώνει να κατέβει «με το έτσι θέλω» στο οδόστρωμα.
Τα περιστατικά αυτά πρέπει να σταματήσουν και οι οδηγοί να είναι προσεκτικότεροι. Να φροντίσουν δε να παρκάρουν χωρίς να παρεμποδίζουν τους υπόλοιπους. Αλλά πού τέτοια τύχη… Για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται σεβασμός στον άλλον, αλλά κυρίως στον εαυτό μας, οπότε το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι…