Ο… επιμένων μεσσηνιακά θα μας βγάλει από την κρίση


ΔΗΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΠΛΑΤΗ

Του Αντώνη Πετρόγιαννη

Η προχθεσινή παρουσίαση από το «Θάρρος» μιας μικρομεσαίας τοπικής επιχείρησης η οποία πήγε κόντρα στο… ρεύμα της κρίσης και μέσω μιας καινοτόμου ιδέας κατάφερε να κερδίσει το στοίχημα, είναι μόνο ένα παράδειγμα από τα δεκάδες που μπορούν να καταγραφούν.
Τόσο στην Καλαμάτα όσο και στην ευρύτερη Μεσσηνία υπάρχουν πετυχημένες απόπειρες και επιχειρήσεις. Είτε χρησιμοποιώντας τα προϊόντα της μεσσηνιακής γης ως πρώτη ύλη είτε στηριζόμενες στην ευρηματικότητά τους, έφτιαξαν «πετυχημένες ιστορίες».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 το μήνυμα «ο επιμένων ελληνικά» ήταν έμπνευση μιας διαφημιστικής καμπάνιας την οποία επέβαλε η ανάγκη της εποχής. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι πωλήσεις των ελληνικών προϊόντων είχαν αρχίσει να υποχωρούν με ραγδαίους ρυθμούς και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να εισέρχονται σε κατάσταση πρόωρη ύφεσης, σε μια Ελλάδα που η καταναλωτική της ευρωστία ανέβαινε και άρχιζε να αποκτά νέες καταναλωτικές συνήθειες και «αξίες».
Ήταν τότε που είχαν αρχίζει να ρέουν άφθονα τα χρήματα των «κουτόφραγκων», έτσι νομίζαμε, μέσω ποικίλων κοινοτικών προγραμμάτων και επιδοτήσεων. Η βαλκανική, μέχρι τότε, Ελλάδα ανακάλυπτε τη γοητεία και την γκλαμουριά.
Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας γίναμε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, κατ’ αναλογίαν πληθυσμού, σε κατανάλωση ουίσκι και πρώτη σε κατοχή «Μερτσέντες». Την ίδια ώρα η ελληνική παραγωγή αποδομείτο και αργοπέθαινε – σε παράλληλή πορεία, βέβαια, και με την αγροτική παραγωγή.
Όλα αυτά, όμως, ανήκουν πλέον στην ιστορία του ελληνικού καταναλωτικού ονείρου. Όσες επιχειρήσεις είχαν παραμείνει εν ζωή, ακόμα και στη Μεσσηνία, έστω κι αν φυτοζωούσαν, δέχονται πλέον την εξοντωτική επίθεση του μνημονίου με τη στέγνια της ρευστότητας.
Είναι επιχειρήσεις που δουλεύουμε εμείς, που δουλεύουν οι δικοί μας, οι συγγενείς μας, οι φίλοι μας, οι γείτονες, οι συγχωριανοί μας, που δουλεύουν, εν τέλει, Έλληνες. Η κρίση μάς αναγκάζει να κατανοήσουμε ότι είμαστε μια συγκεκριμένη κοινωνία που ακολουθεί πλέον τη δική της κοινή πορεία και υφίσταται από κοινού τις επιπτώσεις της κρίσης.
Αυτή την ώρα, που μαίνεται η θύελλα, πολλές τοπικές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, να γίνουν κουφάρια και να δημιουργήσουν επιπλέον ανέργους με άδειες τσέπες και άδειες ζωές. Γι’ αυτό κι εμείς, ας δώσουμε τη δική μας μάχη. Ας αγοράζουμε με πείσμα τοπικά προϊόντα. Ας μην περιμένουμε να μας το πει κάποια επίσημη καμπάνια.
Δε θα διασκεδάσουμε λιγότερο, αν στο μπαρ ή την ταβέρνα παραγγείλουμε ελληνική μπύρα ή ένα τοπικό μπουκάλι κρασί, ούζο, ή τσίπουρο. Δε θα γίνουμε λιγότερο εμφανίσιμοι, αν αγοράσουμε ελληνικά ρούχα. Δε θα είμαστε λιγότεροι καθαροί, αν ψάξουμε και βρούμε ντόπιες επιχειρήσεις που πουλούν σαπούνια και άλλα είδη. Δε θα φάμε χειρότερα, αν επιμείνουμε οι ταβέρνες να έχουν τοπική κουζίνα ή μεσσηνιακό ελαιόλαδο σε μπουκάλι μιας χρήσης.
Ένα μικρό, ελάχιστο, παράδειγμα. Η… ταπεινή ρίγανη, που περιέχει το αιθέριο έλαιο που δίνει τη μυρωδιά και τις ειδικές ιδιότητές της, έχει χαρακτηριστεί από τους επιστήμονες ως μοναδικό ελληνικό προϊόν. Όσο φεύγουμε από τη χώρα μας, τόσο χάνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Σημαντικό ρόλο σ’ αυτή την τοπική προσπάθεια μπορούν να διαδραματίσουν οι Δήμοι της περιοχής, όχι μόνο στη στήριξη της κοινωνίας, αλλά και στη δημιουργία των προϋποθέσεων εξόδου από την κρίση. Παρά τα σημαντικά θεσμικά κενά και τη γραφειοκρατία, μπορούν να μηχανευτούν τρόπους για να προωθήσουν την τοπική ανάπτυξη. Μπορούν να δημιουργήσουν δράσεις για την ανάδειξη – προώθηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και της τοπικής οικονομίας.