Εκδήλωση αφιερωμένη στον Φώτη Κόντογλου θα πραγματοποιήσει η Ένωση Μεσσήνιων Συγγραφέων σήμερα στις 7.30 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας. Για το συγγραφέα και ζωγράφο θα μιλήσουν η Ευαγγελία Δημουλή – Φίλια, φιλόλογος, δρ. Ιονίου Πανεπιστημίου, συγγραφέας, με θέμα «Ο Φώτης Κόντογλου στο Άγιον Όρος», και ο Θεόδωρος Μπρεδήμας, δημοσιογράφος – συγγραφέας, με τίτλο «Ο Φώτης Κόντογλου και η καταγωγή του από την ιστορική Αρκαδιά». Το συντονισμό της εκδήλωσης θα έχει ο φιλόλογος – λογοτέχνης, Άγγελος Λάππας.
Για το μεγάλο συγγραφέα και ζωγράφο είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με έναν εκ των δύο ομιλητών, τον κ. Θόδωρο Μπρεδήμα, ο οποίος είχε την ευγενική καλοσύνη να μας δώσει κάποια στοιχεία από την αυριανή του ομιλία: «Ο μεγάλος αγιογράφος και διανοητής Φώτης Κόντογλου είχε γενέθλιες ρίζες από την πλευρά της μητέρας του στην πανέμορφη και ιστορική Κυπαρισσία. Υπήρξε πληθωρική και πολυεδρική προσωπικότητα. Στη ζωή, με μαχητική διάθεση και πίστη σε ωραίες ιδέες, ανέβηκε στην κορυφή της κοινωνικής και πνευματικής πυραμίδας. Ως ζωγράφος εμπνεύστηκε από το Βυζαντινό Πολιτισμό. Ως αγιογράφος έδωσε άπειρα έργα, φωτισμένα όλα από τη Βυζαντινή Ζωγραφική. Ως άνθρωπος υπήρξε σεμνός και ενάρετος, υπόδειγμα για τους ανθρώπους της Τέχνης.
Αναζήτησε την “ελληνικότητα”, δηλαδή μία αυθεντική έκφραση ελληνικής και ορθόδοξης αυτογνωσίας, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο, δηλαδή ο πλέον χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της καθ’ ημάς ανατολής. Οι απόψεις του επηρέασαν βαθύτατα σημαντικούς καλλιτέχνες και γενικότερα ανθρώπους του πνεύματος της γενιάς του, αλλά και επενέργησαν στην πορεία της νεοελληνικής τέχνης. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της “Γενιάς του Τριάντα”. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος κ.ά. Αν θέλουμε να βρούμε την άκρη της καλλιτεχνικής του καταγωγής, θα πρέπει να σταθούμε στους μοναδικούς λαϊκούς ζωγράφους, τον Θεόφιλο και τον Παναγιώτη Ζωγράφο, τον εικονογράφο του Μακρυγιάννη.
Έτσι, λοιπόν, η ιστορική Αρκαδία κλείνει στους κόλπους της έναν ακόμη άξιο του Γένους και της Ορθοδοξίας, το μεγάλο αγιογράφο και ουρανοπολίτη Φώτη Κόντογλου, όπως και έναν άλλο μεγάλο εκλεκτό της, ουρανοπολίτη και αυτόν, τον από την Αρκαδιά καταγόμενο μεγάλο ιστορικό του γένους Δημήτρη Φωτιάδη, που επέστρεψαν “στους κόλπους της Μητροπολιτικής Πατρίδας και φρουρούν την ιερή Γη της θρυλικής Αρκαδιάς, τη σημερινή αγαπημένη μας Κυπαρισσία”.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής.
Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν.
Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στη Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι», στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος. Εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα «Η Τέχνη του Άθω» και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του.
Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στο Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιο Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού), ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.
Ο Δήμος Αθηναίων ουδέποτε αποζημίωσε τον Κόντογλου για τις τοιχογραφίες που φιλοτέχνησε στο δημαρχιακό μέγαρο προπολεμικά, οι οποίες αποτελούν ένα από τα καλύτερα δείγματα της μεταβυζαντινής του τεχνοτροπίας. Το αποτέλεσμα ήταν να πουλήσει το σπίτι του κοψοχρονιά επί Κατοχής και να ζει με την οικογένειά του σε γκαράζ για τα επόμενα δώδεκα χρόνια… Όμως κι αργότερα, τη δεκαετία του ’60, οι εκκλήσεις του να ζωγραφίσει το φρέσκο στην Καπνικαρέα ή να εικονογραφήσει την κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης, δεν εισακούστηκαν από κανέναν κι ας δήλωνε ο ίδιος πως στερείται παντελώς εργασίας.
Το 1965, μάλιστα, η εφορία, έχοντάς τον κατατάξει στους… μπογιατζήδες, του καταλόγισε πρόστιμο επειδή δεν τηρούσε τα κατάλληλα βιβλία, ενώ πρόσφατα αφαιρέθηκαν από τα σχολικά εγχειρίδια τα λογοτεχνικά κείμενά του».
Ένα από τα πιο συγκινητικά ευρήματα του αρχείου, σύμφωνα με τον εγγονό του, ήταν ένα κουτί τσιγάρα όπου ο Κόντογλου είχε γράψει, μεταξύ άλλων, τις παρακάτω φράσεις: «Εάν θέλεις ν’ ανέβεις σε ουράνιες σφαίρες, γίνε καλλιτέχνης. Μα αν θες να πιεις φαρμάκια, γίνε καλλιτέχνης».
Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό «Κιβωτός», όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη