Πάλι ισόβια για τη δολοφονία του Χρ. Ξενάκη στη Ναυαρίνου (αναλυτικά οι καταθέσεις)


Την πρωτόδικη ποινή, της ισόβιας κάθειρξης, επιβεβαίωσε χθες βράδυ το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας για τον 31χρονο σήμερα που τον Ιούλιο του 2009 πυροβόλησε δύο φορές και σκότωσε μέρα-μεσημέρι στην οδό Ναυαρίνου της Καλαμάτας τον 38χρονο Χρήστο Ξενάκη για τα μάτια της Ειρήνης. Το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό, εκτός από δύο ενόρκους που ζήτησαν να αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Την καταδίκη του, χωρίς την αναγνώριση κανενός ελαφρυντικού, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, είχε προτείνει χθες αργά το απόγευμα η εισαγγελέας του δικαστηρίου.
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό ξεκίνησε χθες το πρωί και διήρκεσε όλη την ημέρα. Ο 31χρονος, παρά το γεγονός ότι εμφανίσθηκε σκληρά μετανιωμένος, δεν κατάφερε να μειώσει την ποινή του.
Συγκλονισμένη η αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου άκουσε το πρωί την κατάθεση της Ειρήνης, της κοπέλας που στάθηκε αφορμή για να οπλίσει το χέρι του 31χρονου, μπροστά στο φόβο του να μην τη χάσει, καθώς δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με το δικαστήριο και να διαφωτίσει όλες τις πτυχές της υπόθεσης. Μάλιστα, το δικαστήριο της επισήμανε ότι όλες οι καταθέσεις της μέχρι σήμερα είναι αντιφατικές μεταξύ τους.
Αρκετές ώρες αργότερα ο 31χρονος κατηγορούμενος δήλωνε: «Η Ειρήνη ήταν τα πάντα για μένα. Και ήταν η καταστροφή δύο οικογενειών. Εγώ φταίω πάνω απ’ όλα, αλλά ήταν λες και είχα παρωπίδες. Έβλεπα μόνο την
Ειρήνη. Αυτό που με φόβισε περισσότερο ήταν να μην τη  χάσω. Ο Χρήστος δεν έφταιγε σε τίποτα. Άδικα».

Η Ειρήνη
Στην κατάθεσή της το πρωί η Ειρήνη, που σήμερα είναι εκπαιδευτικός και ζει εκτός Μεσσηνίας, ανέφερε ότι διατηρούσε μακροχρόνια σχέση με τον κατηγορούμενο, αλλά είχε πολλά σκαμπανεβάσματα και σχεδόν τη χαρακτήρισε αρρωστημένη.
Το θύμα, όπως είπε, έπειτα από πιεστικές ερωτήσεις της Έδρας, καθώς συνεχώς έλεγε πως δε θυμάται, το γνώρισε την Πρωτοχρονιά του 2009, οπότε είχαν πάει μαζί με τον κατηγορούμενο στο μαγαζί που εργαζόταν ο Ξενάκης, για να γιορτάσει τα γενέθλιά της. Μάλιστα, εκεί ο κατηγορούμενος της έδωσε δαχτυλίδι.
Πέφτοντας συνεχώς σε αντιφάσεις, τη μία έλεγε ότι είχε κουρασθεί από τη σχέση της με τον κατηγορούμενο και δεν ήθελε να συνεχίσει άλλο και την άλλη ότι τον αγαπούσε, γι’ αυτό και έμενε μαζί του, αν και κάποιες φορές τη χτυπούσε.
Δημιούργησε σχέση με το θύμα, την οποία, όπως είπε, ποτέ δεν παραδέχθηκε στον κατηγορούμενο, ενώ δε έδωσε σαφή απάντηση στο δικαστήριο, αν είχε παράλληλη σχέση με τους δύο. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι είχε συνάψει σχέσεις με το θύμα, αλλά είχε διακόψει με τον κατηγορούμενο. Παραδέχθηκε ακόμη ότι ο κατηγορούμενος της είχε κάνει δώρο δύο μονόπετρα, αλλά δεν τα θεώρησε ως δαχτυλίδια αρραβώνα.
Στις 30 Ιουνίου του 2009, όπως κατέθεσε, ο κατηγορούμενος πήγε στο παραλιακό μαγαζί που ήταν υπεύθυνος ο Ξενάκης, παρεξηγήθηκαν και τσακώθηκαν απέξω. Είπε ακόμη ότι ο Ξενάκης χτύπησε με τα χέρια του τον κατηγορούμενο, ενώ μετά με το θύμα μπήκαν στο αυτοκίνητο για να φύγουν. Τότε ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα και την τραβούσε να βγει. Έφυγαν, όμως, και πήγαν στο σπίτι του Ξενάκη, ενώ ο κατηγορούμενος έμεινε πίσω, καλώντας την Αστυνομία για να υποβάλει μήνυση, κάτι το οποίο τελικά δεν έκανε.
Την επόμενη ημέρα η μάρτυρας κατέθεσε ότι πήγε με τον κατηγορούμενο για καφέ για να τον ηρεμήσει.
Η πρόεδρος της Έδρας τής επισήμανε ότι ακόμα και στη φυλακή τού έστελνε γράμματα και, μάλιστα, σε κάποιο από αυτά του έγραφε: «Όλοι λένε ότι είσαι ήρωας. Ότι είσαι πραγματικός άντρας και φέρθηκες όπως έπρεπε». Η Ειρήνη απάντησε ότι είναι ενοχικό άτομο, αδύναμος χαρακτήρας και επηρεάστηκε από άτομο του περιβάλλοντος του κατηγορουμένου, για να του τα γράψει.
 
«Για μια γυναίκα»
Σερβιτόρος που εργαζόταν τότε στο κατάστημα του θύματος, είπε πως η κοπέλα είχε συνάψει σχέση με τον Ξενάκη και περιέγραψε το βράδυ του τσακωμού, λέγοντας όμως ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν χτυπημένος.
Για την ημέρα της δολοφονίας, ανέφερε πως άκουσε τους πυροβολισμούς, έτρεξε έξω από το μαγαζί, είδε τον Ξενάκη αιμόφυρτο στο βορινό πεζοδρόμιο της Ναυαρίνου και ένα αυτοκίνητο να φεύγει με σπινιαρίσματα. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή η μητέρα του αδικοχαμένου Ξενάκη, με το που άκουσε για τους δύο πυροβολισμούς, φώναξε προς τον κατηγορούμενο: «Δεν σταμάταγες στη μία; Γιατί;».
Εργαζόμενη σε διπλανό κατάστημα και γνωστή του κατηγορουμένου, ανέφερε ότι είδε το σκηνικό και άκουσε τον Ξενάκη να λέει στον κατηγορούμενο: «Αν είσαι άντρας, ρίξε». Διάφορα σημεία, όμως, της κατάθεσής της ανάγκασαν την εισαγγελέα να της υπενθυμίσει ότι υπάρχουν διαδικασίες για τους ψευδομάρτυρες, ενώ η συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής, Δέσποινα Τσιλιβαράκη, τη χαρακτήρισε «θλιβερή προσωπικότητα».
Με λυγμούς κατέθεσε ο πατέρας του κατηγορουμένου, λέγοντας πως «μια γυναίκα έκανε δύο παλικάρια μαλλιά –κουβάρια». Όπως είπε, ο γιος του είχε 6 χρόνια σχέση με την Ειρήνη και την είχε σπίτι του, ενώ δούλευε και στο κατάστημά τους. «Τους κορόιδευε και τους δύο. Το παιδί μου δεν είναι δολοφόνος, τον έσπρωξε εκεί. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση του Χρήστου», σημείωσε στη συνέχεια, προσθέτοντας πως είχε επιφυλάξεις για αυτή τη σχέση, καθώς η Ειρήνη έλεγε πράγματα που δεν του άρεσαν.
Κατέθεσε δε, πως ο γιος του δεν του είχε πει για τα επεισόδια με τον Ξενάκη, αν και τον έβλεπε πως δεν ήταν καλά και τον ρωτούσε τι έχει.
Το μεσημέρι της δολοφονίας κατέθεσε ότι τον πήρε τηλέφωνο και του είπε να προσέχει τη μητέρα του και την αδελφή του, γιατί αυτός σκότωσε έναν άνθρωπο. Πήγε, όπως είπε, με τον αδελφό του και τον βρήκε στο βουνό, 3-4 χλμ. έξω από την Καλαμάτα και τον έπεισε να παραδοθεί, όπως και έγινε.
Από την άλλη πλευρά, η μητέρα του κατηγορουμένου ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια του θύματος και την κοινωνία. Τα έμαθε όλα, όπως είπε, μετά τη δολοφονία και εκτίμησε ότι ο γιος της οδηγήθηκε σε αυτή την πράξη, διότι ένιωσε διασυρμό και ταπείνωση για τη γυναίκα που αγαπούσε και έχασε.
 
«Έκανα μεγάλο κακό»
Ο 31χρονος κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του ζητώντας μια μεγάλη συγγνώμη από την οικογένεια του Ξενάκη και την κοινωνία της Καλαμάτας, για το μεγάλο κακό που έκανε, όπως είπε.
«Κατέστρεψα δύο οικογένειες και περισσότερο την οικογένεια του Χρήστου. Μακάρι να μπορούσα να επανορθώσω με όποιον τρόπο κι αν υπήρχε. Η οικογένειά μου ήταν πολύ περήφανη και την έκανα να μην μπορεί να κυκλοφορήσει. Η Ειρήνη ήταν τα πάντα για μένα. Η μεγαλύτερη και πιο δυνατή σχέση που είχα. Ποτέ δεν τη χτύπησα. Πηγαίναμε για γάμο. Ήταν η καταστροφή δύο οικογενειών. Εγώ φταίω πάνω απ’ όλα, που δεν κάθισα να σκεφτώ και να δω τα σημάδια που μου έδειχνε η οικογένειά μου. Λες κι είχα παρωπίδες. Έβλεπα μόνο την Ειρήνη», ξεκίνησε το βασικό μέρος της απολογίας του.
Ακολούθως ανέφερε ότι ποτέ δεν του ζήτησε να χωρίσουν, ενώ πως ο ίδιος είχε πέσει στα πόδια της ζητώντας να μην τον κοροϊδεύει.
Λίγο πριν από τα γεγονότα, όπως σημείωσε, ένιωθε πως την έχανε και έφτασε στο σημείο να παραλογίζεται, ενώ έβλεπε ότι τον κορόιδευε.
Το βράδυ που τσακώθηκαν με το θύμα, είπε πως πήγε να του ζητήσει συγγνώμη, διότι η Ειρήνη του είχε πει πως έλεγαν στον Ξενάκη ότι έλεγε πράγματα εις βάρος του. Εκεί βρέθηκε και η Ειρήνη, αναφέροντάς του ότι δεν έχει τίποτα με το θύμα και του ζήτησε να φύγει. Κρύφτηκε, όμως, όπως είπε, και λίγο αργότερα τους είδε να φεύγουν μαζί. Έτσι πήγε και την τράβηξε από το αυτοκίνητο του Ξενάκη.
«Με χτύπαγε και δεν ήξερα γιατί με χτυπάει. Δε θέλω να κατηγορήσω τον Χρήστο. Δε θέλω να ρίξω κανένα βάρος σε αυτόν. Άδικα, πολύ άδικα», πρόσθεσε για το θύμα.
Η Ειρήνη, όπως συνέχισε, του ανέφερε πως πήγε μαζί με τον Ξενάκη για να τον ηρεμήσει κι αυτός ήθελε να υποβάλει μήνυση. Το βράδυ τον πήρε τηλέφωνο η Ειρήνη και του είπε να μην κάνει μήνυση, ενώ ο Ξενάκης, όπως σημείωσε, φώναζε μέσα από το τηλέφωνο.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως τρομοκρατήθηκε, διότι το θύμα απείλησε ότι θα κάνει κακό στην οικογένειά του. «Είχα αρχίσει να είμαι ήδη σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Δε σκεφτόμουν καθόλου λογικά» συμπλήρωσε.
 
«Δε συγχωρώ αυτό που έκανα»
Το μεσημέρι της δολοφονίας πήγε, όπως κατέθεσε, στο σπίτι, πήρε την καραμπίνα του και ξεκίνησε για το μαγαζί, ώστε να βρει τον Ξενάκη και να του πει να μην απειλεί την οικογένειά του. Μάλιστα, κατέθεσε ότι πήρε μαζί του την καραμπίνα, διότι φοβόταν και σε περίπτωση που του επιτεθεί ξανά, να τον απειλήσει, υπογραμμίζοντας όμως ότι δεν ήθελε να κάνει κακό. Πρόσθεσε, δε, ότι αν ξεκινούσε με την πρόθεση αυτή, θα του «τη φύλαγε» κάπου αλλού και όχι μέσα στον κόσμο μέρα μεσημέρι.
Συνεχίζοντας την περιγραφή, είπε ότι στο σπίτι έκανε ένα τσιγάρο χασίς και αυτό τον θόλωσε ακόμα περισσότερο. Κατευθυνόμενος προς Φιλοξένια, είδε τον Χρήστο έξω από το μαγαζί και σταμάτησε διπλοπαρκάροντας. Το θύμα άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και μόλις είδε την καραμπίνα, την ξανάκλεισε. Τότε, βγήκε από το αυτοκίνητο, κρατώντας το όπλο και είπε του Ξενάκη «να σταματήσουν όλα εδώ». Συνέχισε λέγοντας πως όταν το θύμα τού είπε «ρίξε, αν είσαι άντρας», μαύρισαν όλα μπροστά του. Από εκεί και πέρα, δε θυμάται τους πυροβολισμούς. Πανικοβλήθηκε, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. Το θύμα είχε βληθεί δύο φορές από κοντινή απόσταση, στο μπροστινό μέρος του σώματος, και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη διακομιδή του στο νοσοκομείο.
Όταν συνήλθε, είπε πως είχε φτάσει στο βουνό, είδε πως είχαν μείνει δύο φυσίγγια και ήθελε να αυτοκτονήσει, αλλά τον έπεισε ο πατέρας του να μην το κάνει.

Κλείνοντας, κι απαντώντας στους δικαστές, είπε πως όποια απόφαση κι αν πάρουν, θα είναι λίγο, καθώς δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό του για αυτό που έκανε.

Της Βίκυς Βετουλάκη