ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Πριν από δύο χρόνια περίπου η Ομάδα Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας του ΤΕΙ Πελοποννήσου διοργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο για το συγκεκριμένο προϊόν, με προσκεκλημένους επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο. Μεταξύ αυτών ήταν ένας Αμερικανός, ο κ. Πολ Βόσεν.
Ένα βράδυ, ως είθισται, οι άνθρωποι του ΤΕΙ δεξιώθηκαν τους καλεσμένους τους. Ο επιστήμονας εξ Αμερικής, από τους καλύτερους γευσιγνώστες στον κόσμο – όχι μόνο στο ελαιόλαδο -, ζήτησε να δοκιμάσει μια μαύρη μπύρα γνωστής ελληνικής εταιρείας. Τον ενθουσίασε, δε, τόσο πολύ, ώστε συμβούλεψε τους παρακαθήμενους στο τραπέζι, Έλληνες και ξένους, να μη δοκιμάσουν ποτέ ξανά τη γνωστή ιρλανδέζικη, που κατά κόρον προτιμούμε ως γνήσιοι Νεοέλληνες.
Το παραπάνω παράδειγμα αποτελεί την αφορμή για να δώσουμε συνέχεια στο χθεσινό ρεπορτάζ – παρέμβαση για την ανάγκη να καταναλώνουμε τοπικά προϊόντα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, θεωρούμε ασφαλώς ποιοτικότερα.
Δεν είναι δυνατόν να πίνουμε τσάι σε διάφορα φακελάκια και να απαξιώνουμε αυτό του Ταϋγέτου. Ούτε είναι δυνατό τα διάφορα αρωματικά και βότανα των πολυκαταστημάτων να αντικαταστήσουν την ποικιλία της μεσσηνιακής γης.
Για την κατάσταση που επικρατεί, αλλά και για το τι πρέπει να γίνει, συζητήσαμε τόσο με θεσμικούς παράγοντες όσο και με ανθρώπους που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά, πουλώντας, κατά κύριο λόγο, τοπικά προϊόντα.
Η αρχή έγινε από τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας, Δημήτρη Μανιάτη. Όπως υπογράμμισε, εκείνο που λείπει για να υπάρξει μια αποτελεσματική εκστρατεία είναι ότι δεν πιστεύουμε στη συλλογική προσπάθεια. Πολλώ δε μάλλον, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την ανάγκη στήριξης της τοπικής οικονομίας, η οποία θα έχει πολλαπλά οφέλη και στην απασχόληση όλο και περισσότερων εργαζομένων.
Από την άλλη πλευρά, το συγκεκριμένο Νομικό Πρόσωπο από πέρυσι επιχειρεί να εκπαιδεύσει καταναλωτές και επαγγελματίες στην ανάγκη κατανάλωσης τοπικών προϊόντων (σ.σ. αναλυτικές δράσεις θα παρουσιάσουμε στο αυριανό φύλλο).
Με τον κ. Μανιάτη αναφερθήκαμε στην ανάγκη λειτουργίας ενός τοπικού συμφώνου ποιότητας, το οποίο θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας νέας καταναλωτικής κουλτούρας.
Επ’ αυτού, σημείωσε, αφού υιοθέτησε την ανάγκη ύπαρξής του: «Το Τοπικό Σύμφωνο Ποιότητας είναι μια συλλογική προσπάθεια που διαχειρίζεται το καλό όνομα και το περιβάλλον μιας περιοχής. Μπορούν να συμμετέχουν παραγωγοί τοπικών προϊόντων, τυποποιητές, ταβέρνες, ελεύθεροι επαγγελματίες παροχής υπηρεσιών, Δήμοι, αγροτικοί συνεταιρισμοί, φορείς διαχείρισης μνημείων πολιτισμού, θρησκευτικού τουρισμού, αρχαιολογικών χώρων, λαογραφικών μουσείων και πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στόχος είναι ένα θετικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, είτε αυτά είναι τοπικά ονομαστά προϊόντα ποιότητας είτε είναι παρεχόμενες υπηρεσίες, δεμένες με την ταυτότητα του τόπου.
Τι μπορεί να πουλήσει η Μεσσηνία σήμερα; Το καλό όνομα των τοπικών προϊόντων της και το περιβάλλον της. Αυτά απαιτούν συλλογική προσπάθεια διαχείρισης, διότι δεν ανήκουν σε κανέναν. Μεταβιβάζονται, όμως, από γενιά σε γενιά ως κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής.
Η δημιουργία του Τοπικού Συμφώνου Ποιότητας στοχεύει στη δημιουργία συμμαχιών και δικτύων που συνδέουν τους παραγωγούς τοπικών προϊόντων με τους καταναλωτές των αστικών περιοχών.
Για να μπορέσει να ανθίσει η αγροτουριστική επιχειρηματικότητα, που σήμερα πνίγεται στη γραφειοκρατία των πολλών αδειοδοτήσεων, χρειάζεται ένα ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο.
Η πρόταση για Τοπικό Σύμφωνο Ποιότητας έχει ως στόχο τη στροφή στα ντόπια, ποιοτικά προϊόντα, για ένα συνολικό θετικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής.
Οι καταναλωτές είναι καιρός να στραφούν στην τοπική παραγωγή των ασφαλών και ποιοτικών τροφίμων, για να ενισχυθεί η τοπική παραγωγή και αγορά εργασίας και να μειωθεί το χάσμα ανάμεσα στο τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε».
Στη συνέχεια κάναμε μια μικρή βόλτα σε κάποια καταστήματα στο Ιστορικό Κέντρο. Η κυρία Παναγιώτα Παπαθεοδώρου, η οποία διατηρεί το κατάστημα «1000+1 γεύσεις», μας είπε ότι «υπάρχει μια σαφώς καταγεγραμμένη τάση των πολιτών στην κατανάλωση τοπικών προϊόντων. Κινητήριος δύναμη της στροφής αυτής είναι η ποιότητά τους. Βέβαια, μπορεί να είναι 20 – 50 λεπτά του ευρώ ακριβότερα από αυτά των πολυκαταστημάτων, αλλά δεν υπάρχει καμία σύγκριση.
Μάλιστα, υπάρχουν και ορισμένοι οι οποίοι έχουν αντικαταστήσει τη φαρμακευτική τους αγωγή για διάφορες παθήσεις, προτιμώντας την κατανάλωση βοτάνων. Βέβαια, άλλη η χρήση και η αξία του φαρμάκου και άλλη ενός φυτού.
Πέρα απ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι πρέπει αυτή η στροφή να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά, αφού δε βλέπω για ποιο λόγο να εισάγουμε προϊόντα τα οποία αφθονούν στην περιοχή μας. Θα μου πείτε ότι η όλη ιστορία θέλει κόπο και χρόνο, αλλά πίστη μου είναι ότι αξίζει η προσπάθεια».
Επόμενη στάση μας το κατάστημα, στην πλατεία 23ης Μαρτίου, που διατηρεί η Τούλα Χριστοπούλου με το γνωστό παστέλι: «Ο κόσμος βαρέθηκε να τρώει σκουπίδια και στρέφεται στα τοπικά προϊόντα, τα οποία γνωρίζει ότι είναι σαφώς ποιοτικότερα. Βέβαια, υπάρχει ένα θέμα με το κόστος, και μάλιστα στην περίοδο που ζούμε, αλλά πρέπει να επανεξετάσουμε τι θέλουμε να τρώμε. Για παράδειγμα, το ελληνικό αμύγδαλο μπορεί να κοστίζει 2 ευρώ περίπου ακριβότερα το κιλό, από κάποιο άλλης προέλευσης, αλλά δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Ξέρετε, υπάρχουν πολλοί μικροί παραγωγοί που φτιάχνουν αριστουργήματα και πρέπει να τους ενισχύσουμε».
Προς επίρρωση του ισχυρισμού της, μας έδωσε ένα μπισκότο που κατασκευάζει μια νεαρή κοπέλα στην Καλαμάτα. Εκπληκτικό.
Στη συζήτηση παρεμβαίνει κι ένας από τους πελάτες του καταστήματος, ενώ σιγά σιγά το μαγαζί γέμισε με αλλοδαπούς, κυρίως, πελάτες. «Για να κάνουμε κάτι καλό πρέπει να μάθουμε να συνεργαζόμαστε. Δυστυχώς, εγκαταλείψαμε την αγροτική μας παραγωγή χωρίς λόγο. Σαφώς υπάρχει σήμερα μια τάση επιστροφής νέων ανθρώπων στον πρωτογενή τομέα, αλλά πρέπει να βοηθηθούν», σχολίασε. Κλείνοντας, η κυρία Χριστοπούλου μάς είπε: «Ξέρετε τι έλεγε ένας παππούς για τη Μεσσηνία; Σ’ αυτό τον τόπο και μια ομπρέλα να… φυτρώσεις θα πιάσει».
Η βόλτα μας δεν μπορούσε να μη συμπεριλάβει και τη «Μυλόπετρα», ένα μαγαζί με κατ’ εξοχήν τοπική κουζίνα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Καραμπάτο, ο χώρος του όχι μόνο στηρίζει την τοπική κουζίνα, αλλά κάνει και ό,τι μπορεί για να την προωθήσει. Στην ιστοσελίδα του μαγαζιού υπάρχουν 270 συνταγές με τοπικά προϊόντα. «Αν μάθουν σ’ αυτό τον τόπο οι ιθύνοντες την αξία του γαστρονομικού τουρισμού, τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, οι επισκέπτες από τα κρουαζερόπλοια να μαθαίνουν μόνο το σουβλάκι ως προϊόν του τόπου μας; Αλλά για να αλλάξει αυτό, χρειάζεται στρατηγική. Κι αυτή τη λέξη είναι δύσκολο για την κάνουμε πράξη. Μας λείπει, κυρίως, η φαντασία και η κουλτούρα. Ξέρετε, το κυνήγι της ποιότητας είναι γι’ αυτούς που ξέρουν να ζωγραφίζουν στη ζωή».
Τελευταία μας στάση το «Μπαχάρ εν Καλάμαις», στην οδό Γερμανού. Και η κυρία Φωτεινή Ξυπόλητου επιβεβαίωσε τη στροφή αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης τον τοπικών προϊόντων: «Οι συνήθειες φαίνεται να αλλάζουν. Οι πολίτες, πλέον, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο τοπικό προϊόν. Το εμπιστεύονται περισσότερο, γιατί το γνωρίζουν, αλλά και ξέρουν ότι είναι ποιοτικότερο».
Όλοι οι παραπάνω με τους οποίους μιλήσαμε χθες απάντησαν στο ερώτημά μας πώς συνδέεται η ελληνική διατροφή με τον τουρισμό και τα τοπικά προϊόντα. Μας ανέλυσαν με πολύ πειστικό τρόπο τη σχέση δύο μεγάλων αναπτυξιακών πόλων της Ελλάδας: των προϊόντων και του τουρισμού. Καιρός να πειστούν ακόμα περισσότεροι…