Τον Γιώργο Μπίζο, δικηγόρο του Ν. Μαντέλα την εποχή του πολύ σκληρού απαρτχάιντ και της φυλάκισής του, θα τιμήσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βασιλιτσιωτών «Η Φανερωμένη», το ερχόμενο Σάββατο, στο σχολείο του χωριού. Άλλωστε, ο Γιώργος Μπίζος κατάγεται από το Βασιλίτσι, από το οποίο έφυγε όταν ήταν παιδί.
Η εκδήλωση θα ξεκινήσει στις επτά το απόγευμα. Ο Σύλλογος «καλεί τα μέλη, τους φίλους και όλους τους συγχωριανούς να παρευρεθούν στην εκδήλωση για να τιμήσουν τον Γεώργιο Αντωνίου Μπίζο (δικηγόρο του αείμνηστου Νοτιοαφρικανού Προέδρου Νέλσον Μαντέλα) στη γενέτειρά του, για τον πολυετή και παγκόσμιο αγώνα του υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!
Πρόσφυγας από 13 χρόνων
Όπως έχει δηλώσει σε μία από τις δεκάδες συνεντεύξεις του, «πρόσφυγας είμαι από 13 χρόνων. Το 1941 δραπετεύσαμε προς την Κρήτη. Έφθασα στην Αλεξάνδρεια, μετά με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ. Στο σταθμό μάς άφησαν εκεί που πηγαίνουν τα βόδια».
Το όνομά του έχει συνδεθεί με εκείνο ενός θρύλου, του Νέλσον Μαντέλα. Στενός φίλος, συνεργάτης και δικηγόρος του, ο πιο τακτικός επισκέπτης του στα 27 χρόνια της φυλάκισής του, έμαθε μαζί του να πολεμά για το δίκαιο, τα δικαιώματα των αδυνάτων, τη δημοκρατία.
Από τους ιδρυτές του Εθνικού Συμβουλίου Νομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη χώρα του. Σήμερα πια μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος. Θυμάται ακόμη τον πατέρα του ως κομματάρχη του Παναγή Τσαλδάρη, τον οποίο γνώρισε το 1934, έξι ετών ο ίδιος – «έφερε μαζί του στο χωριό ένα μικρό κουτί με λουκούμια και εγώ τα έκοψα στα τέσσερα για να πάρουν όλοι». Η φωνή του σπάει όταν αναφέρεται σε αγαπημένα πρόσωπα από παλιά, αλλά πιο συχνά χαμογελάει, αισιοδοξεί και το μαρτυρούν και τα μάτια του, που πετάνε ακόμη σπίθες…
-Ο Ελληνισμός βοήθησε την επανάσταση εναντίον του απαρτχάιντ;
«Οι περισσότεροι Έλληνες έλεγαν ότι ήρθαν να βγάλουν χρήματα και να φύγουν, ότι δεν ήρθαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Πολλοί συνεργάστηκαν με το απαρτχάιντ, για εμπορικούς και προσωπικούς λόγους- οι ίδιοι βεβαίως θεωρούσαν εμένα “προδότη του Ελληνισμού”».
-Δημιουργήσατε το ελληνικό σχολείο Σαχέτι, το πρώτο που δέχθηκε έγχρωμους μαθητές.
«Είχα την υποστήριξη της παροικίας επί 19 χρόνια. Είπα τότε: “Αν τουλάχιστον τα μισά από όσα θα κοστίσει το σχολείο δεν είναι στην τράπεζα, εγώ υπογραφή δε βάζω”. Μόνο στα μπουζούκια δίνουν πουρμπουάρ. Πολλοί από τους συνεργάτες του απαρτχάιντ σήμερα είναι υπέρ του κυβερνώντος κόμματος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, αν και φοβούνται ότι θα τους πάρουν τις περιουσίες τους».
-Υπήρξαν στιγμές που ντραπήκατε για το ότι είστε λευκός;
«Προσπαθήσαμε ως οικογένεια να ζήσουμε μια γνήσια ζωή. Αν έχεις αισθήματα ενοχής, δεν μπορείς να συνεχίσεις. Ζούμε σε μια περιφέρεια όχι πολύ πλούσια, τα παιδιά μας εκπαιδεύθηκαν με τους καλύτερους δασκάλους, κάτι το οποίο ήταν αδύνατον για τους έγχρωμους. Έπειτα έπρεπε να φύγουν στο εξωτερικό για να αποφύγουν τον στρατό. Δεν μπορούσαν να σηκώσουν όπλο εναντίον της χώρας. Πήγαν στην Ελλάδα για λίγο και μετά στην Αγγλία για δουλειά».
-Το καλό και το κακό συμβαδίζουν;
«Ναι, και είναι ζήτημα επιλογής ποιο θα ακολουθήσεις. Ο Καζαντζάκης έγραψε ότι “αν δεν έχεις διψάσει, δεν ξέρεις την έννοια του νερού, αν δεν έχεις πεινάσει, δεν ξέρεις την έννοια της τροφής και αν δεν έχεις κάνει δούλος, δεν ξέρεις την ελευθερία”».
-Και αν δεν έχεις κάνει προσφυγιά, δεν ξέρεις τι είναι ξενοφοβία;
«Πρόσφυγας είμαι από δεκατριών χρόνων. Το 1941 με πήρε ο πατέρας μου, μαζί με επτά Νεοζηλανδούς στρατιώτες που ξέμειναν στη χώρα μας, και δραπετεύσαμε προς την Κρήτη, χωρίς να ξέρουμε ότι έχει “πέσει” στα χέρια των Γερμανών. Για μέρες πλανιόμασταν στα κύματα σε μια βάρκα. Έφθασα στην Αλεξάνδρεια με το “Ιλ Ντε Φρανς”, το δεύτερο μεγαλύτερο πλοίο του κόσμου, και μετά με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ. Στο σταθμό μάς άφησαν εκεί που πηγαίνουν τα βόδια για σφαγή, και λέγανε: “Ο Σματς φέρνει τη σαβούρα της Ευρώπης”».
-Πώς βλέπετε την κατάσταση στην Ελλάδα;
«Θα πρέπει όλοι να θυμόμαστε ότι δεν έχουμε περισσότερα δικαιώματα επειδή είμαστε πρωθυπουργοί ή βουλευτές… Επίσης χρειαζόμαστε δικηγόρους που να πολεμούν για τη δημοκρατία και την εφαρμογή των νόμων».
-Ποιους Έλληνες θαυμάζετε;
«Όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με διόρισε πρεσβευτή του Ελληνισμού, έμαθα ότι πρώτος τέτοιος τίτλος δόθηκε στη Μελίνα. Αποφάσισα να συνεχίσω το έργο της και να στηρίζω την Ελλάδα με κάθε τρόπο».
-Πώς γνωρίσατε τον Μαντέλα;
«Το 1948 στο πανεπιστήμιο σχεδόν κάθε μεσημέρι μιλούσε στις συγκεντρώσεις εγχρώμων και Ινδών. Γίναμε φίλοι, όταν αυτός τελείωνε- είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου. Μου έδινε υποθέσεις για φτωχούς ανθρώπους με λίγα χρήματα και πολιτικές δίκες χωρίς χρήματα. Γίναμε καλύτεροι φίλοι μέσα στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους δικηγόρους, όμως σε μια δίκη ο δικαστής τον αμφισβήτησε, ζητώντας το πιστοποιητικό του που φυσικά δεν κουβαλάμε στις δίκες, και δεν του επέτρεψε να συνεχίσει. Πήγα στο ανώτατο δικαστήριο να τον υπερασπιστώ ζητώντας την παραίτηση εκείνου του δικαστή για ρατσιστικούς λόγους, αφού όλοι γνωρίζαμε τον Μαντέλα. Από τότε με αποκαλούν “μονομάχο”».
-Είχατε αναλάβει και την τότε σύζυγό του, τη Γουίνι;
«Η Γουίνι έβγαζε λόγο για να πάρουν οι γυναίκες πάσο. Μπήκε μες στην κρεβατοκάμαρα ένας αστυνομικός να τη συλλάβει. Μου τηλεφώνησε ο Μαντέλα: “Παντρεύτηκα φασαρία. Χτύπησε και έριξε κάτω αστυνομικό, σε παρακαλώ να την αναλάβεις”. Κερδίσαμε την υπόθεση γιατί το ότι ξάπλωσε κάτω μια γυναίκα έναν αστυνομικό ήταν υποτιμητικό. Οι δημοσιογράφοι με “τσάκωσαν” να της λέω “Στο δικαστήριο να φέρεσαι ως κυρία και όχι ως αμαζόνα” και η ίδια το έγραψε στη βιογραφία της. Την αθώωσα καμιά εικοσαριά φορές, υπερασπίζοντάς τη για την πολιτική της δράση. Εκτός από μία που μπήκε για έξι μήνες φυλακή».
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης