Εφιαλτικές στιγμές έζησαν πέρυσι τον Απρίλιο δύο αδελφές με την ηλικιωμένη μητέρα τους, στο σπίτι τους στους Γαργαλιάνους, από τρεις ληστές που τις αιφνιδίασαν την ώρα που κοιμούνταν.
Ως δράστες της ληστείας δικάζονται από χθες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τέσσερις Αλβανοί, ενώ ένας ακόμα διαφεύγει. Σήμερα αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση για το αν είναι ένοχοι ή όχι.
Εφιαλτικές στιγμές
Όπως περιέγραψαν οι δύο αδελφές και η ηλικιωμένη μητέρα τους, η ληστεία συνέβη στις 18 Απριλίου 2013. Οι τρεις γυναίκες κοιμούνταν στο σπίτι τους που βρίσκεται σε περιφραγμένο χώρο 16 στρεμμάτων και 7 χλμ. μακριά από τους Γαργαλιάνους. Λίγο πριν από τις 2.00 τα ξημερώματα οι ληστές έκοψαν την περίφραξη του κτήματος σε σημείο που θεωρείται «τυφλό» και αφού έριξαν κάτι στα 7 λυκόσκυλα που είχαν οι γυναίκες ώστε να μην αντιδράσουν, πήγαν στη μονοκατοικία.
Με σιδηρολοστούς έσπασαν τα τζάμια στις δύο κρεβατοκάμαρες και ο ένας μπήκε στο δωμάτιο της μητέρας και άλλοι δύο στο δωμάτιο των δύο αδελφών. Όπως περιέγραψαν οι δύο αδελφές, ο ένας, πιο κοντός, ανέβηκε στο κρεβάτι, ακινητοποίησε τη γυναίκα και της έβαλε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι, βγάζοντας ταυτόχρονα ένα όπλο. Η άλλη αδελφή πρόλαβε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να φωνάξει τη μητέρα τους να φέρει το όπλο, χωρίς να γνωρίζει ότι κι άλλος ληστής είχε μπει στο διπλανό δωμάτιο. Την άρπαξε ο δεύτερος που είχε μπει στο δωμάτιο, ένας ψηλός και γεροδεμένος, ο οποίος είχε το ρόλο αρχηγού, αυτή προσπάθησε να πιάσει το κινητό της τηλέφωνο, την τράβηξε, τον δάγκωσε και στη συνέχεια την πέταξε στο κρεβάτι και άρχισε να τη χαστουκίζει επανειλημμένα. Όπως είπε, τη χτύπησε, ίσα για να δείξει ότι το εννοεί, με το σιδηρολοστό στο μέτωπο, λέγοντάς της ότι η ζωή της δεν του στοιχίζει τίποτα.
Ο τρίτος, που βρισκόταν στο άλλο δωμάτιο, φώναζε στην ηλικιωμένη να τους πει πού είναι το χρηματοκιβώτιο, γιατί αλλιώς θα σκοτώσει τα παιδιά της. Η ηλικιωμένη κατέθεσε ότι, ακούγοντας στο άλλο δωμάτιο να χτυπάνε την κόρη της, έπαθε τέτοιο σοκ που για καιρό δε μιλούσε και χρειάσθηκε να επισκέπτεται γιατρό.
Οι ληστές έκαναν το σπίτι άνω-κάτω και πήραν 3.500 ευρώ, κοσμήματα, ακόμα και τα ψεύτικα, τα σκουλαρίκια από τα αυτιά της ηλικιωμένης, τα κινητά τους τηλέφωνα, δύο τηλεοράσεις, ακόμα και τα κέρματα από τα πορτοφόλια τους.
Φεύγοντας έκοψαν το σταθερό τηλέφωνο, ενώ έξω από το σπίτι υπήρχε και συνεργός τους σε ρόλο τσιλιαδόρου. Πριν φύγουν, ο ένας τηλεφώνησε σε κάποιον και του είπε: «Μήτσο, όλα εντάξει, έλα επάνω».
Αρνούνται
Οι δύο αδελφές κατέθεσαν πως οι ληστές μιλούσαν καλά αλλά σπαστά ελληνικά, φορούσαν μαύρες φόρμες, κουκούλα φούτερ στο κεφάλι και γκρι γάντια. Η Αστυνομία στο σπίτι βρήκε ένα κατσαβίδι, ένα μέρος από πορτοκαλί γάντι με αποτύπωμα που ανήκει σε έναν από τους κατηγορουμένους, ένα κουμπί από φούτερ και σε ένα τραπεζάκι αποτύπωμα παπουτσιού.
Οι αδελφές αναγνώρισαν έναν εκ των κατηγορουμένων, λέγοντας πως εργαζόταν στην περιοχή, αλλά και στα δικά τους κτήματα και πως αυτός δεν ήταν ανάμεσα στους 3 ληστές, διότι σίγουρα θα τον είχαν αναγνωρίσει. Επίσης, ότι το ύψος και ο σωματότυπος του κατηγορουμένου που βρέθηκε το αποτύπωμα μοιάζει με τον έναν ληστή.
Μάρτυρας αστυνομικός επικεντρώθηκε στην καταγραφή τηλεφωνικών κλήσεων. Όπως είπε, οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας έδειξαν ότι εκείνο το βράδυ τα τηλέφωνα των συγκεκριμένων κατηγορουμένων βρίσκονταν στην περιοχή της ληστείας και επικοινωνούσαν μεταξύ τους λίγο πριν και λίγο μετά.
Στις απολογίες τους, ο πρώτος κατηγορούμενος, ένας 73χρονος Αλβανός, είπε ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, ενώ το επίμαχο διάστημα ήταν στην Αλβανία και αυτό φαίνεται από το διαβατήριό του. Είπε, δε, ότι στα σύνορα κάποια στιγμή κοπέλες από εταιρεία κινητής πήραν τα στοιχεία από το διαβατήριο και του έδωσαν μια δωρεάν τηλεφωνική σύνδεση, αλλά δεν είναι αυτή που έχει καταγραφεί από την Αστυνομία. Τέλος, μένει μόνιμα στο Ηράκλειο και δεν έχει έρθει στη Μεσσηνία.
Ο δεύτερος κατέθεσε ότι ζει με τα αδέλφια του νόμιμα στην Αμαλιάδα και πως τα δύο κινητά τηλέφωνα που έχουν καταγραφεί τα είχε πάρει στο όνομά του, αλλά τα έχει δώσει σε δύο ομοεθνείς του, κατανομάζοντάς τους. Παράλληλα, έπειτα από επανειλημμένες ερωτήσεις παραδέχτηκε ότι τον φωνάζουν και Δημήτρη, αλλά όχι Μήτσο.
Ο τρίτος, τον οποίο γνώριζαν οι αδελφές, είπε ότι εργάζεται στην περιοχή και καταγράφηκε το τηλέφωνό του, γιατί βρισκόταν σε κατάστημα της περιοχής. Για τηλεφώνημα που φαίνεται ότι δέχτηκε από τον πρώτο κατηγορούμενο, είπε πως ήταν ένας ομοεθνής του που δούλευαν μαζί και όχι ο 73χρονος, τον οποίο δε γνωρίζει.
Ο τέταρτος κατηγορούμενος είπε πως έχει ζητήσει επανεξέταση για το γενετικό υλικό και δεν το έχουν επιτρέψει, ενώ δεν έχει σχέση με τη ληστεία. Ωστόσο, μετά είπε ότι γνωρίζεται με το δεύτερο και μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει κάποιο γάντι από το αυτοκίνητό του παλαιότερα. Τον διέψευσε όμως ο δεύτερος, ο οποίος είπε πως πράγματι γνωρίζονται, αλλά δεν έχει γάντια στο αυτοκίνητό του. Αν ήταν έτσι, τότε δε θα έβρισκαν αποτύπωμα μόνο του τέταρτου κατηγορουμένου, αλλά και δικό του.
Η δίκη διεκόπη λόγω του προχωρημένου της ώρας για να συνεχισθεί σήμερα.
Της Βίκυς Βετουλάκη