Παλαιότερα, όταν τα παιδιά δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου, χαρακτηρίζονταν τεμπέλικα, αδιάφορα, αρνητικά ή κακομαθημένα. Λόγω αυτών των αντιλήψεων και ερμηνειών τα παιδιά παρουσίαζαν σχολική αποτυχία, η οποία τους καλλιεργούσε αισθήματα ανικανότητας, άγχους, απογοήτευσης και θυμού.
Αυτή η πληθώρα των αρνητικών συναισθημάτων τούς ακολουθούσε τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική τους ζωή. Ευτυχώς, όμως, σήμερα, με την πρόοδο της επιστήμης, έχουμε βεβαιωθεί ότι υπάρχουν κάποια παιδιά τα οποία δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε ικανοποιητικό βαθμό στις σχολικές απαιτήσεις, όχι γιατί δεν προσπαθούν ή υπολείπονται νοητικά σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, αλλά γιατί παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες.
Ως μαθησιακή δυσκολία ορίζεται η δυσχέρεια στην αναγνώριση, στην κατανόηση, στη γραφή, στα μαθηματικά, στον προσανατολισμό του κόσμου και του χρόνου.
Στην ανάγνωση παρουσιάζονται οι εξής δυσκολίες: το παιδί διαβάζει αργά και κοπιαστικά και χάνει τη σειρά του κειμένου που διαβάζει, παραλείπει, αλλάζει κάποιες λέξεις, δυσκολεύεται να διαβάσει άγνωστες λέξεις, συγχέει κάποια φωνολογικά γράμματα όπως β-φ, δ-θ, ε-3.
Η δυσκολία στην κατανόηση συνήθως παρουσιάζεται στα θεωρητικά μαθήματα (ιστορία, γεωγραφία). Ο μαθητής δεν μπορεί να βγάλει εύκολα συμπεράσματα από το κείμενο το οποίο έχει διαβάσει.
Συνήθως χρησιμοποιεί γενικές πληροφορίες για να απαντήσει σε κάποια ερώτηση που του έχει τεθεί. Όσον αφορά στη γραφή, ο γραπτός του λόγος είναι φτωχός και ασαφής. Το παιδί δυσκολεύεται να εφαρμόσει σωστά βασικούς κανόνες γραμματικής και συντακτικού (όπως καταλήξεις, σημεία στίξης). Στα μαθηματικά το παιδί δυσκολεύεται να κατανοήσει τρόπους πρόσθεσης και της αφαίρεσης, καθώς και της διαίρεσης, παρουσιάζει αδυναμία στην κατανόηση των αριθμητικών συμβόλων, δυσχεραίνεται στην απομνημόνευση του πίνακα του πολλαπλασιασμού, καθώς και στην επίλυση προβλημάτων.
Η δυσκολία προσανατολισμού διατυπώνεται από την αδυναμία του να ξεχωρίσει το δεξιά – αριστερά, το πριν- μετά, την ανατολή-δύση, το μπρος- πίσω, τις ημέρες της εβδομάδας. Επίσης, δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα χάρτη, χάνεται σε άγνωστα αλλά και γνωστά μέρη.
Οι μαθησιακές δυσκολίες πρωτογενώς αποδίδονται σε εγκεφαλικές δυσλειτουργίες στον προμετωπιαίο κροταφικό λοβό, στις οποίες εδράζεται η μάθηση. Συγκεκριμένα, οι δυσλειτουργίες στον προμετωπιαίο λοβό δημιουργούν τις εξής δυσκολίες στη συγκέντρωση, στην επεξεργασία των πληροφοριών, στο σχεδιασμό και οργάνωση ενεργειών για λύση προβλημάτων με αφαιρετικό συλλογισμό.
Οι δυσλειτουργίες στον κροταφικό φλοιό έχουν ως αποτέλεσμα διαταραχές στην πρόσληψη, την κατανόηση και την παραγωγή του λόγου. Η εκδήλωση και έλλειψη των συμπτωμάτων των μαθησιακών δυσκολιών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το οικογενειακό, σχολικό, και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Οι μαθησιακές δυσκολίες δημιουργούν επιπτώσεις και στην ψυχοσύνθεση του παιδιού. Το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες συνήθως έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, αποθαρρύνεται εύκολα, είναι συναισθηματικά ευάλωτο και αγχώνεται ιδιαίτερα για τις σχολικές του επιδόσεις. Η αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών χρήζει μακρόχρονης παρέμβασης από ειδικούς ψυχολόγους, λογοθεραπευτές, εκπαιδευτικούς, να χρησιμοποιούν ειδικές ψυχοεκπαιδευτικές μεθόδους. Το πρόγραμμα αντιμετώπισης που θα χρησιμοποιήσει ο κάθε ειδικός εξατομικευμένο και προσαρμοσμένο στις εκπαιδευτικές ανάγκες του κάθε παιδιού. Το διδακτικό υλικό που συνήθως χρησιμοποιούν οι ειδικοί βασίζεται πολυαισθητηριακή μέθοδο. Η συμμετοχή όλων των αισθήσεων όρασης, ακοής, αφής, είναι απαραίτητη για την εμπέδωση πληροφοριών που διδάσκονται και εξασφαλίζει περισσότερες πιθανότητες για την επιτυχία στην επεξεργασία τους λόγω της παρουσίασής τους με πολλούς κώδικες. Επίσης, το διδακτικό υλικό είναι αυστηρά δομημένο και χαρακτηρίζεται από σταδιακή διαβάθμιση. Συνήθως η κάθε διδακτική ενότητα ξεκινά από ένα επίπεδο πιο κάτω από εκείνο που βρίσκεται το παιδί, προκειμένου να του προσφέρει ενθάρρυνση για να συνεχίσει στην επόμενη ενότητα. Η διαδικασία θα πρέπει να αποτελέσει για το παιδί μια ευχάριστη διαδικασία από την οποία θα αντλεί ευχαρίστηση και ικανοποίηση. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την αποκατάσταση των μαθησιακών διδασκαλιών, αλλά και τη διατήρηση της αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης του παιδιού σε υψηλά επίπεδα. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι, αν οι μαθησιακές δυσκολίες δε διαγνωστούν και δε θεραπευτούν έγκαιρα, σε απώλεια ηθικού, χαμηλή αυτοπεποίθηση, διαταραχές στις κοινωνικές δεξιότητες, ακόμα και σε εγκατάλειψη του σχολείου.
Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να βρίσκεται σε στενή συνεργασία με τους γονείς του και με το σχολείο, προκειμένου το παιδί να ωφεληθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από το θεραπευτικό πρόγραμμα.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΓΟΝΕΙΣ
-Δημιουργία του σχεδιαγράμματος του μαθήματος
-Τοποθέτηση επικεφαλίδας λέξεων – κλειδιά σε κάθε παράγραφο
-Υπογράμμιση των σημαντικών στοιχείων στο κείμενο
-Δημιουργία πολλαπλών ερωτήσεων οι οποίες θα οξύνουν την κριτική ικανότητα του παιδιού
-Μετά τη συγγραφή κάποιας εργασίας ή έκθεσης να ζητηθεί από το παιδί να την ξαναδιαβάσει προσεχτικά και να διορθώσει τυχόν λάθη (συντακτικά ή γραμματικά)
-Διάσπαση εργασιών σε μικρότερη έκταση ή σε απλούστερη μορφή
-Διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων, περιοδικών ή εφημερίδων ( π.χ. κόμικς, παραμύθια, αθλητικές εφημερίδες) σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού
-Συχνά διαλείμματα κατά τη διάρκεια της μελέτης με εναλλαγή δραστηριοτήτων (κινητικές με στατικές δραστηριότητες) για εκτόνωση πιθανής κούρασης ή έντασης
-Χρησιμοποίηση ενισχυτικών (αυτοκόλλητα, βόλτα, παιχνίδι) ανάλογα με την ηλικία του κάθε παιδιού, προκειμένου να δημιουργήσει εξωτερικά κίνητρα για μάθηση
-Απομάκρυνση παραγόντων που μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή του (τηλέφωνο, τηλεόραση, παράθυρο).
-Αποφυγή αρνητικών παρατηρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν να κλονίσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού.
Του Ανδρέα Φ. Βασιλείου,
Επίτιμου σχολικού συμβούλου, ειδικού παιδαγωγού, πολιτικού επιστήμονα