Τελευταίο αντίο στον Μένη Κουμανταρέα


Στη νεκρώσιμη ακολουθία παρέστησαν και εκπρόσωποι της Κοινότητας Μ. Μαντίνειας, όπου και οι ρίζες του συγγραφέα
Συγγενείς, φίλοι και άνθρωποι του πνεύματος αποχαιρέτισαν χθες το μεσημέρι στο Α’ Νεκροταφείο το σπουδαίο συγγραφέα, Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος τα ξημερώματα του Σαββάτου στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη.
Όσο για τις λεπτομέρειες της δολοφονίας, οι αστυνομικοί έχουν έρθει αντιμέτωποι μ’ ένα άγριο φονικό, το οποίο φαίνεται να τελέστηκε από άτομο που έτρεφε μίσος για τον 83χρονο πεζογράφο. Τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους οι επικεφαλής των ερευνών απομακρύνουν το σενάριο της «τυχαίας ληστείας».
Μία δικογραφία που είχε σχηματισθεί προ μερικών ετών από την Ασφάλεια Αττικής ύστερα από καταγγελίες του δολοφονηθέντος προ τριών ημερών συγγραφέα, Μένη Κουμανταρέα, ότι είχε πέσει θύμα εκβιασμού από δύο Αλβανούς, συνεκτιμάται στην έρευνα της ΕΛΑΣ για τον εντοπισμό του δράστη του στυγερού εγκλήματος.
Σύμφωνα με το πόρισμα των ιατροδικαστών κ. Νίκου Καρακούκη και κυρίας Χριστίνας Τσάκωνα, ο 83χρονος συγγραφέας γρονθοκοπήθηκε στην κοιλιά και στο κεφάλι και στη συνέχεια ο δράστης τον στραγγάλισε.
 
Η προ τριετίας καταγγελία για εκβιασμό
Ο άτυχος συγγραφέας είχε αναφέρει προ ετών στην Αστυνομία ότι οι δύο αλλοδαποί είχαν αρπάξει προσωπικά έγγραφά του και αντικείμενα από το σπίτι του, όταν τον είχαν επισκεφθεί για άγνωστους λόγους. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την ίδια καταγγελία, του ζητούσαν χρηματικά ποσά για να του επιστρέψουν τα αντικείμενά του. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένας από τους δύο νεαρούς Αλβανούς είχε συλληφθεί από την Ασφάλεια Αττικής –η υπόθεση δεν είχε δημοσιοποιηθεί τότε– και μιλούσε για προστριβές του με τον Μένη Κουμανταρέα για διαφόρους λόγους.
Τα στελέχη της ΕΛΑΣ εκτιμούν ότι τη στιγμή που ο Μένης Κουμανταρέας ανέβηκε στο διαμέρισμά του, από γειτονικό κατάστημα, αιφνιδιάστηκε από το δράστη, ο οποίος τον γρονθοκόπησε στο ασανσέρ, τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι, τον σκότωσε και μετά προσπάθησε να τον ληστέψει.
 
Τα μακριά δάχτυλα του Μένη Κουμανταρέα  
Ο Χρήστος Χωμενίδης για το συγγραφέα που έζησε όπως ήθελε δίχως να παρασύρεται από κανέναν συρμό 
Παρά τα ογδόντα τρία του χρόνια, στον Μένη Κουμανταρέα δε διέκρινες τίποτα το ηλικιωμένο. Ψηλός, λεπτός, με αέρινο έως πρόσφατα βάδισμα, κινούνταν με την ακρίβεια εκείνου που έχει τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του και του περιβάλλοντος.
Δυο-τρεις φορές με έπιασε αλά μπρατσέτα και ανεβοκατεβήκαμε την Φωκίωνος Νέγρη, από την πλατεία Κυψέλης μέχρι την Πατησίων. Μου επεσήμαινε αδιόρατες σχεδόν λεπτομέρειες του αστικού χώρου, μου αφηγούνταν –με τον υπαινικτικό του τρόπο- ιστορίες που είχαν τις ρίζες τους στο παρελθόν εξελίσσονταν όμως ακόμα μπροστά μας. Το βλέμμα του στιγμές στιγμές σταματούσε, καρφωνόταν κάπου και ζωήρευε – «τι κοιτάς, Μένη;», «θα σου πω άλλη φορά…».
Ήταν σπουδαίος συγγραφέας ο Μένης Κουμανταρέας; Ήταν. Διότι χαρτογράφησε στα βιβλία του μιαν ολόκληρη πόλη επί μισό και πλέον αιώνα. Γιατί με μια γραφή διεισδυτικότατη -η οποία γνωρίζει τη δύναμη της μα δεν επαίρεται, δεν ναρκισσεύεται- απαθανάτισε τους μικρούς και τους μεγάλους καημούς των ανθρώπων.
Φώτισε τις πιο αδιόρατες ρωγμές τους. Τους έκανε ήρωες. Ήρωες που ο αναγνώστης δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Γιατί επίσης –κι αυτό εκτός από ταλέντο απαιτεί και χαρακτήρα- ο Μένης Κουμανταρέας παρέμεινε έως το τέλος απόλυτα προσηλωμένος στην τέχνη του. Δεν ανέμισε σημαίες ευκαιρίας. Δεν παρέστησε τον πνευματικό ταγό.
Δεν κολάκευσε το κοινό του για να κερδίσει χειροκρότημα. Ούτε περιέφερε τις πληγές του ή έστω τη διαφορετικότητά του, εκβιάζοντας την αγάπη των άλλων.
Στη δύσκολη στιγμή, ο Μένης Κουμανταρέας που δύσκολα θα τον έλεγε κανείς ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο –πόσω δε μάλλον στρατευμένο- έπραξε ως γενναίος πολίτης το καθήκον του: Συμμετείχε το καλοκαίρι του 1970 στα «18 Κείμενα», ένα συλλογικό τόμο με διηγήματα, με τα οποία δεκαοχτώ συγγραφείς έριχναν το γάντι στην Χούντα.
Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Το κέρδος ανύπαρκτο. Δε δίστασε.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, ο Μένης Κουμανταρέας έζησε κι έγραψε όπως ακριβώς ήθελε δίχως να παρασύρεται από κανέναν συρμό. Τα μυθιστορήματα, οι νουβέλες, τα διηγήματά του (που αποτελούν αξιοπρόσεκτα υβρίδια αυτοβιογραφικών αφηγήσεων και μυθοπλασίας) είναι ψηφίδες μιας ευρύτατης σύνθεσης, προορισμένης να επιβιώσει, ίσως και να εκτιμηθεί ακόμα περισσότερο, στο βάθος του χρόνου. Τα ελληνικά του είναι μπαχαρικά. Μεγάλοι σάκοι με μπαχαρικά που τα συνέλεγε από τα πιο πιθανά κι απίθανα μέρη, τα αναμείγνυε μέσα στο γουδί της τέχνης του κι απελευθέρωνε τα αρώματά τους.
Τα τελευταία χρόνια, ο Μένης χτυπήθηκε σκληρά. Έχασε την αγαπημένη του Λιλή, την αδιαφιλονίκητη πιστή του σύντροφο. Αρρώστησε και ο ίδιος πολύ σοβαρά. Είχε ξεκινήσει –ήταν σαφές- η αντίστροφη μέτρηση. Μα σε κανέναν δεν επέτρεπε ούτε το πιο φευγαλέο βλέμμα οίκτου. Το καυστικό του χιούμορ ήταν η αδιαπέραστη ασπίδα του. Προχθές το βράδυ, ο φύλακας άγγελος του τον εγκατέλειψε. Ή ίσως τού πρόσφερε έναν θάνατο αποτρόπαιο πλην μυθιστορηματικό, μακριά από τραπέζια χειρουργείου και θαλάμους εντατικής. Δεν ρέπω προς τη μεταφυσική. Πιστεύω, όμως, ακράδαντα πως τα μακριά δάχτυλα του Μένη Κουμανταρέα θα μας αγγίζουν πάντοτε, με έναν τρόπο άλλοτε περιπαικτικό κι άλλοτε τρυφερότατο.
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης
Πηγή: lifo.gr