Ευκαιρία η καλή φετινή σοδειά να ανοίξει τις αγορές των ΗΠΑ
«Είστε οπαδός του καλού ελαιολάδου, ιδιαίτερα των ελαιολάδων από την Τοσκάνη και την Ούμπρια; Τότε θα πρέπει να “χώσετε” καλά το χέρι μέσα στο πορτοφόλι σας, καθώς αυτό θα είναι πολύ ακριβό!».
Έτσι ξεκινάει το άρθρο των Los Angeles Times, το οποίο ουσιαστικά είναι ένας «οδηγός προς ναυτιλλομένους» – καταναλωτές ελαιολάδου της Αμερικής.
Δεδομένου ότι βρισκόμαστε ουσιαστικά εν μέσω περιόδου συγκομιδής και με, όπως φαίνεται, καλές ποσότητες και ποιότητες, θεωρήσαμε ενδιαφέρον να σας το παρουσιάσουμε, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να βγουν στις αγορές, να προωθήσουν το ελληνικό ελαιόλαδο και να διεκδικήσουν καλύτερες τιμές.
Το ρεπορτάζ που υπογράφεται από τον Russ Parsons έχει ως εξής:
«Είστε οπαδός του καλού ελαιολάδου, ιδιαίτερα των ελαιολάδων από την Τοσκάνη και την Ούμπρια; Τότε θα πρέπει να “χώσετε” καλά το χέρι μέσα στο πορτοφόλι σας, καθώς αυτό θα είναι πολύ ακριβό! Η συγκομιδή στην Ιταλία φαίνεται να είναι κατά 35% μειωμένη σε σχέση με πέρυσι, κάτι το οποίο η Republica το χαρακτήρισε ως “Μαύρη χρονιά για το ιταλικό ελαιόλαδο”.
Και παρά το γεγονός ότι η υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι σε τόσο κακή χρονιά, η παραγωγή στις περισσότερες χώρες προβλέπεται να είναι αρκετά μειωμένη σε σχέση με πέρυσι.
Στην Ισπανία, η παραγωγή αναμένεται να φτάσει στο ήμισυ σε σχέση με την περσινή χρονιά ρεκόρ, ενώ και η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να πέσει κατά 20%, σύμφωνα με ειδικούς στο χώρο του ελαιολάδου. Ακόμα και η Καλιφόρνια, η ταχέως αναπτυσσόμενη ελαιοκομική “βιομηχανία”, έχει φέτος επιβραδυνθεί λόγω ξηρασίας.
Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτές αναμένεται να πρέπει να πληρώσουν περισσότερο για καλό ελαιόλαδο, σε σχέση με πέρυσι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα καταφέρουν να το εντοπίσουν! Και θα πρέπει να είναι πολύ πιο προσεκτικοί απ’ ό,τι συνήθως, όταν διαβάζουν τις ετικέτες, ώστε να είναι σίγουροι ότι αγοράζουν αυτό που αξίζει.
Υπάρχουν πολλά αίτια για αυτή την καταστροφική μείωση. Στην Ιταλία, ο καιρός ήταν πολύ κακός, στις πιο καίριες χρονικά στιγμές. Κατά την περίοδο της ανθοφορίας την άνοιξη, ξαφνική παγωνιά οδήγησε στην πτώση του ελαιοκάρπου. Το καλοκαίρι ήταν ζεστό και με υγρασία, οδηγώντας σε μία σειρά προβλημάτων. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, μια ξαφνική χαλαζόπτωση, έριξε τον εναπομείναντα καρπό στο έδαφος. Σε όλα αυτά τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, έντονη δακοπροσβολή, γνωστή και ως η “λέπρα του ελαιοδέντρου”, έκανε ακόμα πιο έντονα τα προβλήματα.
Ο Rolando Berameni εισαγωγέας για την εταιρείας Manicaretti, σημειώνει: “Για τους ελαιοπαραγωγούς, το 2014 ήταν η χρονιά που όλοι εύχονται να μην ξανάρθει! Ο καιρός ήταν τόσο περίεργος, τρομερό χαλάζι, ασυνήθιστα υγρός καιρός”. Ως αποτέλεσμα, ένας από τους βασικούς τους παραγωγούς και προμηθευτής, Tenuti de Capezzana από την περιοχή της Τοσκάνης, δε θα έχει καθόλου ελαιόλαδο. “Άλεσαν μια μέρα, είδαν ότι η ποιότητα είναι πολύ κακή και αποφάσισαν να μη συνεχίσουν άλλο”.
Η Pemela Sheldon Johns, η οποία έχει ένα πολύ γνωστό ξενοδοχείο, στην Τοσκάνη, σημειώνει στο λογαριασμό του ξενοδοχείου στο Facebook: “Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάποιος άλλος παραγωγός μάζευε ελιές. Πήγα λοιπόν και έλεγξα και τα 800 δέντρα μου. Όλα ήταν χάλια. Ελιές στο χώμα, άλλες ακόμα στο δέντρο αλλά ξηραμένες. Δε θα μπορέσουμε ούτε να κάνουμε λάδι για εμάς τους ίδιους. Ο καιρός φταίει… δεν υπήρχαν οι χειμερινές συνήθεις θερμοκρασίες για να σκοτώσουν τα ζιζάνια. Δεν είχαμε καλοκαίρι, απλά βροχή”.
Ο Tom Mueller, συγγραφέας του βιβλίου Extra Virginity, θεωρεί υπεύθυνες και ορισμένες κυβερνητικές ενέργειες: “Πέρα από τον καιρό και το δάκο, αυτή η πολύ μειωμένη συγκομιδή, είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης, με ταχύτατους ρυθμούς, της βιομηχανίας ελαιολάδου της Ιταλίας, όπου όλο και περισσότερο ελαιόλαδο εισάγεται και όλο και λιγότερο παράγεται από ιταλικά ελαιόδενδρα.
Η έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού προγραμματισμού σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, η κακή (και συχνά η παράτυπη χρήση) των κοινοτικών ενισχύσεων, οι οποίες δε χρησιμοποιήθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των ελαιώνων και των ελαιοτριβείων, όπως αρχικά είχαν σχεδιαστεί, αλλά για να “λαδωθούν” μερικές τσέπες… είναι ορισμένα από τα αίτια της σημερινής κατάστασης”.
Ο Mueller προειδοποιεί ότι αυτή η έλλειψη μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες περιπτώσεις νοθείας ελαιολάδου, όπως αυτές που περιγράφει στο βιβλίο του – φθηνότερα ελαιόλαδα εισάγονται από άλλες χώρες και πωλούνται ως ιταλικά ελαιόλαδα, με ετικέτα εξαιρετικά παρθένα ή ακόμα και με την προσθήκη φυτικών ελαίων. Όντως, οι Καιροί του ελαιολάδου αναφέρουν αύξηση των εισαγόμενων ελαιολάδων κατά 45 % στην Ιταλία. Δεδομένων όλων των ανωτέρω, τι μπορεί να κάνει ένας οπαδός του ελαιολάδου;
Εξαιτίας όλων των παραπάνω ο συγγραφέας προτείνει: “Δεδομένης της παρούσας έλλειψης διαφάνειας στην ετικέτα, φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν καλές απαντήσεις ως προς το πώς οι καταναλωτές μπορούν να ψωνίζουν έξυπνα. Σίγουρα, οτιδήποτε υποστηρίζει ότι είναι ιταλικό ελαιόλαδο και κοστίζει κάτω από $12 το λίτρο, θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς δεν μπορεί να είναι ιταλικό φετινής εσοδείας και να στοιχίζει τόσο λίγο (οι τιμές για 100% ιταλικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχουν πάει στα ύψη δεδομένης της κακής συγκομιδής). Οτιδήποτε πιο φθηνό, θα πρέπει να είναι – στο σύνολό του ή μέρος αυτού – είτε περσυνής εσοδείας είτε άλλης χώρας είτε ακόμα και οποιοδήποτε άλλο φυτικό έλαιο. Να είστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για οποιοδήποτε έλαιο προέρχεται από την περιοχή της Τοσκάνης, της Ούμπριας ή κάποιας από τις άλλες ιδιαίτερα προσβεβλημένες περιοχές”.
Μάλιστα, o Tom Mueller συνιστά να δοκιμάσουν ελληνικά ελαιόλαδα, καθώς αυτά δεν έχουν αντιμετωπίσει ανάλογα προβλήματα. “Αυτή είναι η πραγματικότητα του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου. Μερικές χρονιές η συγκομιδή δεν είναι καλή, ακόμα και στις καλύτερες ελαιοπαραγωγές περιοχές του κόσμου και το ελαιόλαδο είναι σπάνιο ή κακής ποιότητας.
Όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στα κρασιά με τις καλές, κακές ή εξαιρετικές χρονιές. Οι άνθρωποι θα πρέπει να καταλάβουν ότι μιλάμε για ένα φρέσκο αγροτικό προϊόν, ένας φρέσκος χυμός ελαιοκάρπου και όχι για ένα βιομηχανικά κατασκευασμένο υγρό λίπος.
Ο Mueller σημειώνει, τέλος, ότι αν και τα ελαιόλαδα από την περιοχή της Καλιφόρνιας, φαίνεται να εμφανίζονται στο προσκήνιο, διστάζει να τα συστήσει “εν λευκώ” ως εναλλακτική, καθώς “ειλικρινά, μαθαίνω ότι παίζονται πολλά παιγνίδια εκεί, σχετικά με τις ετικέτες και την ποιότητα”».
Πηγή: Βασίλης Πυργιώτης, olivenews