Πρώτη φορά υποψήφιος στη Μεσσηνία ο Δημήτρης Δρούτσας, πλην όμως όχι τυχαία, αφού έλκει την καταγωγή του από το νομό και συγκεκριμένα από τον Μελιγαλά.
Σε συνέντευξή του στο «Θάρρος», μεταξύ πολλών που αναφέρει, εξηγεί γιατί έθεσε αυτόν στο πλευρό του Γιώργου Παπανδρέου και αναλύει το «Ελληνικό Σχέδιο» που προτείνει το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών, το οποίο καλύπτει το κενό μεταξύ της συνέχισης της «τυφλής λιτότητας» των πολιτικών Σαμαρά/Βενιζέλου και της ασαφούς πρότασης Τσίπρα για διαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου.
Όσον αφορά στη Μεσσηνία, θεωρεί ότι χρειάζεται οργάνωση και συντονισμός των προσπαθειών, ώστε να αξιοποιηθούν τα πολλά της πλεονεκτήματα, όπως η φυσική ομορφιά, τα υψηλής ποιότητας προϊόντα, οι ικανοί άνθρωποι.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
-Γιώργος Παπανδρέου: Τι εκτιμάτε περισσότερο στον πολιτικό και τι στον άνθρωπο;
Τον Γιώργο Παπανδρέου τον γνωρίζω από το 1999. Έχουμε διανύσει, λοιπόν, 16 χρόνια στενής συνεργασίας και, μάλιστα, σε πολύ κρίσιμα ζητήματα, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελληνοτουρκική προσέγγιση, τα μεγάλα ευρωπαϊκά θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεταξύ μας σχέση εμπιστοσύνης διατηρείται όλα αυτά τα χρόνια. Ως πολιτικός, ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ένας αυθεντικός δημοκράτης, με πρωτοποριακή ανθρωποκεντρική σκέψη. Πιστεύει βαθιά στις μεταρρυθμίσεις για τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, όπως και στη συμμετοχική λήψη αποφάσεων. Και για εμένα παραμένει ένας από τους, δυστυχώς λίγους, πολιτικούς στην Ελλάδα με όραμα για τη χώρα και τη βούληση να το πραγματοποιήσει – χωρίς να υπολογίζει το λεγόμενο προσωπικό «πολιτικό κόστος». Αυτό που ίσως δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι, όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες, μπορεί να γίνει ένας ιδιαίτερα σκληρός και αποτελεσματικός διαπραγματευτής. Το έζησα από κοντά σε κρίσιμες στιγμές για τη χώρα.
Ως άνθρωπος είναι έντιμος και αξιόπιστος φίλος, με ήθος και φυσική ευγένεια – στοιχεία τα οποία εκτιμώ ιδιαίτερα και τα οποία, δυστυχώς και πάλι, κάποιοι στην ελληνική πολιτική ζωή θεωρούν και παρουσιάζουν ως αδυναμία.
Για εμένα, αυτά τα προσόντα είναι δύναμη.
-Γιατί ήταν αναγκαία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η δημιουργία του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών και ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει στην πολιτική ζωή της χώρας;
Η δημιουργία του Κινήματος υπαγορεύθηκε από τις πραγματικές συνθήκες. Η οικονομική κρίση είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης, της ίδιας της δημοκρατίας μας. Αν δε φτιάξουμε ένα σωστό, αποτελεσματικό, δημοκρατικό κράτος, δε θα καταφέρουμε ποτέ να δημιουργήσουμε βιώσιμη οικονομία και, κατά συνέπεια, δίκαιη κοινωνία. Από εκεί απορρέουν και τα οικονομικά μας προβλήματα.
Υπάρχουν, όμως, πολλοί που αυτό το διαφορετικό, το δημοκρατικό κράτος, δεν το θέλουν. Γιατί θέλουν να παραμείνει στην αιχμαλωσία των πάσης φύσεως κατεστημένων, προκειμένου να παρέχει πελατειακές εξυπηρετήσεις σε διάφορους ισχυρούς και σε συμφέροντα – αντί να υπηρετεί το κοινό καλό. Η απελευθέρωση της δημοκρατίας από ένα κατεστημένο πελατειακής αντίληψης είναι προϋπόθεση για να πάει η χώρα μπροστά. Ο καθένας μας πρέπει να αναρωτηθεί, εάν, συνεχίζοντας να στηρίζει αυτό το σύστημα, το οποίο αντιστέκεται στις όποιες αλλαγές, κάνει καλό στο παιδί του, στο μέλλον της ίδιας της οικογένειάς του. Έχει περάσει ο καιρός του «ρουσφετιού» και του βολέματος – ακόμα και να θέλουν να μοιράσουν διορισμούς και άλλες «εξυπηρετήσεις», δεν μπορούν ή, τουλάχιστον, μόνο σε περιορισμένο βαθμό και μόνο σε λίγους «εκλεκτούς». Επείγει να αλλάξουμε νοοτροπία.
Αυτό πρεσβεύει το νέο μας ΚΙΝΗΜΑ. Τη λύτρωση από αυτές τις αντιλήψεις και τις πρακτικές. Μια νέα πορεία, που συγκρούεται με αυτό το σύστημα και παράλληλα προτείνει έναν υπεύθυνο, προοδευτικό και δημοκρατικό δρόμο εξόδου από την κρίση.
Η ίδρυση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών είναι, ελπίζω, μια νέα αρχή για χιλιάδες πολίτες, ιδιαίτερα τους νέους, που νιώθουν πολιτικά άστεγοι, που έχουν ανάγκη να βρουν τη νέα πολιτική τους στέγη, που θα εκφράσει τις κοινές αξίες που μοιραζόμαστε. Το ακούγαμε από παντού: «Κάντε, επιτέλους, κάτι».
Σε καμία περίπτωση δεν είναι μία προσωπική υπόθεση «ρεβανσισμού» ή ένα «καπρίτσιο» του Γιώργου Παπανδρέου, όπως κάποιοι προσπαθούν να πείσουν τον Έλληνα πολίτη.
-Ποιο στοιχείο θεωρείτε κυρίαρχο ως κακοδαιμονία της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα;
Χωρίς δεύτερη σκέψη τις πελατειακές σχέσεις και το – «αμαρτωλό» όπως το αποκαλώ – τρίγωνο πολιτικής – ΜΜΕ – επιχειρηματιών. Η σχέση δούναι και λαβείν μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων, η συναλλαγή με διορισμούς και διάφορες «εξυπηρετήσεις» πληγώνει την ελληνική κοινωνία και τη διαπαιδαγωγεί με έναν τρόπο που την καταδικάζει σε οπισθοδρόμηση. Δεν αξίζει στον πολίτη να παρακαλεί για μια θέση ή ακόμη και για ένα κρεβάτι σε νοσοκομείο. Πρέπει να μπει ένα τέλος σε όλα αυτά.
Την ίδια ώρα, οι σχέσεις συμφέροντος μεταξύ του Τύπου, κάποιων επιχειρηματιών και πολιτικών στερούν από τον Έλληνα την ανάπτυξη και την ευημερία του. Επείγει να απαλλαγούμε από αυτό το μοντέλο και να δείξουμε ότι η ανοχή μας έχει τελειώσει. Σε αυτή την προσπάθεια πρέπει ο καθένας μας να αναλογιστεί και τις ευθύνες του για το μέλλον της χώρας, αλλά και για το μέλλον της οικογένειάς του, των παιδιών του. Χρειάζεται μία «μικρή επανάσταση» της ελληνικής κοινωνίας.
-Ποια είναι η σημαντικότερη στιγμή στην πολιτική σας σταδιοδρομία;
Χωρίς αμφιβολία η ορκωμοσία μου στη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ήταν μια τεράστια τιμή, αλλά και αντίστοιχη ευθύνη. Οι σημαντικές και συγκινητικές στιγμές είναι σαφώς πολλές. Αν, όμως, μπορώ να ανακαλέσω μια στιγμή που θα μου μείνει αξέχαστη, ήταν όταν, έπειτα από μακροχρόνια διαπραγμάτευση και εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς, εξασφαλίσαμε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, μάλιστα, χωρίς την προϋπόθεση της επίλυσης του Κυπριακού. Επρόκειτο για τεράστια επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας και είμαι περήφανος που συμμετείχα σε αυτή την προσπάθεια. Για μένα, που έχω γεννηθεί στη Λευκωσία και έχω ζήσει ως μικρό παιδί την τουρκική εισβολή του ’74, η σημασία αυτής της επιτυχίας είναι ακόμη μεγαλύτερη.
-Ήταν εύκολη ή δύσκολη απόφαση της καθόδου στην πολιτική αρένα της Μεσσηνίας και τι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο ναι που είπατε;
Εύκολη δεν μπορώ να πω ότι ήταν, κυρίως διότι έχω συναίσθηση της ευθύνης που συνεπάγεται, καθώς η σχέση με τον πολίτη γίνεται πλέον πολύ πιο προσωπική από ό,τι για έναν υπουργό ή έναν ευρωβουλευτή. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε η αναγνώριση της σημερινής συγκυρίας, που απαιτεί να δηλώσουμε όλοι «παρών» στην προσπάθεια που χρειάζεται η χώρα για να προχωρήσει μπροστά. Ένιωσα ότι δε δικαιούμαι να απουσιάζω από αυτή την προσπάθεια. Και ένιωσα ότι δε δικαιούμαι να απουσιάζω από την νέα αυτή προσπάθεια του Γιώργου Παπανδρέου – από όποια θέση θα μου ζητούσε. Και στη Μεσσηνία μπορεί να μην μεγάλωσα, είναι όμως ο τόπος καταγωγής του πατέρα και του παππού μου και αυτό για μένα σημαίνει πολλά. Τόσο οι άνθρωποι όσο και οι φυσικές ομορφιές αυτού του τόπου το έκαναν πολύ εύκολο να τον αγαπήσω.
-Πώς θα μπορούσατε να αναδείξετε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Μεσσηνίας;
Πιστεύω ότι η Μεσσηνία διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα – φυσική ομορφιά, υψηλής ποιότητας προϊόντα, ικανούς ανθρώπους. Χρειάζεται μόνο να οργανωθούμε και να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας ακόμα καλύτερα, ώστε να αξιοποιήσουμε αυτά τα πλεονεκτήματα. Να υιοθετήσουμε σύγχρονους τρόπους προβολής και διεκδίκησης – ενδεχομένως και με επίσημη εκπροσώπηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το πλαίσιο που λειτουργούμε είναι η Ευρώπη. Και σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να μάθουμε να κινούμαστε, για να φέρουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τον τόπο μας. Στις επαφές μου με τους επίσημους φορείς των πόλεων και του νομού μιλήσαμε πολύ, έμαθα πολλά, και για τα προβλήματα της περιοχής, και μπορώ να πω ότι ήδη μπήκαμε σε μία γόνιμη διαδικασία επεξεργασίας νέων, καινοτόμων ιδεών, την οποία θα συνεχίσουμε στο μέλλον, από όποια θέση βρίσκομαι.
-Τι θα απαντούσατε, αν κάποιος στις περιοδείες σάς ζητούσε να του εξηγήσετε για ποιο λόγο να ψηφίσει το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών;
Θα του έλεγα να μας ψηφίσει επειδή πιστεύουμε στη δημοκρατία, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια. Επειδή διαθέτουμε εμπειρία, αλλά και φρέσκες ιδέες, αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση. Αυτό που προτείνουμε, είναι ένα «Ελληνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων», το οποίο θα υποβάλουμε στους εταίρους μας. Ένα σχέδιο φτιαγμένο από μας για μας, με τις αναγκαίες τομές και διαρθρωτικές αλλαγές που θα δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Και επιτρέψτε μου να εξηγήσω: Ο ψηφοφόρος καλείται να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης της “τυφλής λιτότητας” των πολιτικών Σαμαρά/Βενιζέλου και της ασαφούς πρότασης Τσίπρα για διαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου. Το πρώτο είναι άμεσα απορριπτέο, ο δε κ. Τσίπρας δε μας πείθει για το πώς σκοπεύει να διαπραγματευτεί και ποιες είναι οι «κόκκινες» γραμμές του.
Αυτό το κενό προσπαθούμε να καλύψουμε εμείς με την πρότασή μας για ένα “Ελληνικό Σχέδιο”: Βαθιές τομές, τις οποίες θα αποφασίσουμε εμείς οι ίδιοι, μέσα από μία διαδικασία με τη μέγιστη δυνατότητα συμμετοχής όσων μπορούν και θέλουν να συμβάλουν από όλο τον Ελληνισμό και τις οποίες θα υποβάλουμε στην κρίση του ίδιου του ελληνικού λαού, π.χ. μέσω δημοψηφισμάτων. Ώστε να ταυτιστεί ο ίδιος ο πολίτης με αυτές τις αλλαγές, να τις πιστέψει και να τις αποφασίσει ο ίδιος. Και να μην μπορεί κανείς πια, για μικροπολιτικούς λόγους και με αφόρητο λαϊκισμό, να βάλλει εναντίον αυτής της προσπάθειας και να ξεσηκώνει τον κόσμο χωρίς κόστος και ευθύνες. Αυτός ο λαϊκισμός και ο υπέρτατος οπορτουνισμός που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή της Ελλάδας έχει καταστρέψει τη χώρα. Αυτό το πακέτο μεταρρυθμίσεων που προτείνουμε, με την ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση, θα είναι και το μόνο αξιόπιστο εργαλείο στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Για τις ανάσες που χρειάζεται ο λαός μας, για την περαιτέρω αναγκαία χρηματοδότηση και τη σημαντική ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, το οποίο είναι ο πραγματικός βραχνάς για την ανάκαμψη και το μέλλον της χώρας. Τονίζω όμως: Το όποιο «κούρεμα» χρέους, η όποια επιπρόσθετη οικονομική βοήθεια, δε θα έχουν αποτέλεσμα, εάν δεν επικεντρωθούμε στην προσπάθεια να εξαλείψουμε τις αιτίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και να αλλάξουμε. Πρέπει να το καταλάβουμε: αν δε διορθώσουμε τις αδυναμίες μας, ακόμη και αν αύριο κάποιος μας χάριζε όλα μας τα χρέη, από την επόμενη μέρα θα δημιουργούσαμε καινούργια.