-Γάλα και σαπούνι εμπορεύεται ο Β. Ηλιόπουλος στο Μελιγαλά Μεσσηνίας
Τα τελευταία χρόνια στην Πελοπόννησο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, μια νέα, δυναμική παραγωγή αναπτύσσεται κι έχει να κάνει με την εκτροφή γαϊδουριών, για την παραγωγή γάλακτος και παραγώγων του.
Είναι αλήθεια πως ένα λίτρο γάλα γαϊδούρας κοστίζει από 30 έως 50 ευρώ και είναι δυσεύρετο, γιατί ακόμα είναι λίγοι αυτοί που έχουν δημιουργήσει φάρμες εκτροφής γαϊδουριών, ενώ είναι και λίγο το γάλα που δίνει μια γαϊδουρίτσα.
Σήμερα στην Πελοπόννησο υπάρχουν τρεις μεγάλες φάρμες εκτροφής των συμπαθών τετραπόδων και βρίσκονται στο Μελιγαλά, στον Άγιο Δημήτριο Επιδαύρου και στην περιοχή της Ανδρίτσαινας, οι οποίες παράγουν γάλα και το εμπορεύονται, ενώ η μία απ’ αυτές έχει ανοίξει κι άλλους κωδικούς, παράγοντας και διοχετεύοντας στην αγορά σαπούνι από γάλα γαϊδούρας.
Απουσιάζει η κρατική βοήθεια
Όλοι οι παραγωγοί που μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανέφεραν πως δεν είναι μια εύκολη δουλειά. Χρειάζεται μεράκι, αγάπη για τα ζώα, ενώ όλοι τους ξεκίνησαν αυτή την επαγγελματική ενασχόληση εξαιτίας της κρίσης και, όπως τόνισαν, δε βρήκαν καμία βοήθεια από το κράτος. Ούτε επιδότηση πήραν και, βέβαια, αντιμετώπισαν και βρίσκουν μπροστά τους πολλά γραφειοκρατικά κωλύματα. Είναι ενδεικτικό ότι, μόλις πριν από 15 μήνες, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, πήρε ΦΕΚ και δόθηκε η άδεια ουσιαστικά για την αξιοποίηση του γαϊδουρινού γάλακτος για ανθρώπινη κατανάλωση.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κατερίνα Οικονόμου, από τον Άγιο Δημήτριο Επιδαύρου, όπου πρόσφατα ανέλαβε τη διοίκηση της φάρμας, εξαιτίας αιφνίδιου θανάτου του πατέρα της που τη δημιούργησε, «καμία βοήθεια δεν έχουμε από το κράτος. Δε μας ενδιαφέρει τόσο να παίρνουμε επιδότηση για τα ζώα μας, αλλά να μειωθεί η γραφειοκρατία. Στο εξωτερικό, όλα τελειώνουν γρήγορα. Έτσι να γίνει κι εδώ».
Η Κατερίνα Οικονόμου ανέφερε ότι τα τρία πρώτα χρόνια που ο πατέρας της δημιούργησε τη φάρμα, ήταν πολύ δύσκολα. Υπήρχαν νομικά κενά και ο κόσμος ήταν δύσπιστος, ενώ είχαν φτάσει να στέλνουν και υπομνήματα στο υπουργείο, για να ανοίξουν κωδικοί.
Η φάρμα της Κατερίνας δημιουργήθηκε πριν από έξι χρόνια από τον πατέρα της, ο οποίος είχε μια μικρή χωματουργική εταιρεία, που λόγω της κρίσης δεν είχε δουλειά και προσπαθούσε να ζήσει την πενταμελή του οικογένεια με το ελαιοτριβείο που διατηρούσε στο χωριό, όμως, λόγω της εποχικότητας, ήταν αναγκαίο να αναζητήσει κι άλλη απασχόληση και έτσι δημιουργήθηκε η φάρμα με τα γαϊδουράκια.
Σήμερα, η φάρμα της Κατερίνας έχει σαράντα πέντε γαϊδουράκια που βόσκουν ελεύθερα σε ιδιόκτητες εκτάσεις, στην περιοχή της Επιδαύρου, και υπογράμμισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι εμπορεύεται μόνο το γάλα, το οποίο διατίθεται σε ντελικατέσεν και καταστήματα βιολογικών προϊόντων, στην Αθήνα, την Πάτρα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πύργο.
Απαιτείται μικρό κεφάλαιο
Ένα γαϊδουράκι ενός έως δύο ετών κοστίζει, από 400 έως 500 ευρώ και μιλάμε πάντα για αρσενικά γαϊδούρια άνω του έτους, γιατί τα θηλυκά δεν τα πωλούν, προκειμένου να μεγαλώσουν ή να ανανεώσουν τη φάρμα, ενώ μικρότερα του έτους πάλι δεν πωλούνται, γιατί είναι απαραίτητο το γαϊδούρι να βρίσκεται δίπλα στη μητέρα του, για να παράγει αυτή γάλα.
Παράλληλα, να σημειώσουμε ότι, για να ξεκινήσει κάποιος ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν απαιτείται μεγάλο κεφάλαιο αφού, όπως τόνισε η Κατερίνα Οικονόμου, μία έγκυος γαϊδουρίτσα ή πρόσφατα γεννημένη, κοστίζει από 1.500 έως 2.000 ευρώ.
Τα γαϊδουράκια αρμέγονται τρεις φορές την ημέρα και δίνουν από ένα έως ενάμισι κιλό γάλα, το οποίο, αφού φιλτραριστεί, μπαίνει σε μικρές φιάλες των 250 έως 330 ml και καταψύχεται στους -18 βαθμούς, ενώ γίνονται συνεχώς μικροβιολογικές αναλύσεις.
Το σαπούνι με γάλα γαϊδούρας
«κερδίζει» έδαφος
Ο Βασίλης Ηλιόπουλος, που έχει τη φάρμα του στο Μελιγαλά Μεσσηνίας, επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ξεκίνησε πριν από τριάμισι χρόνια τη δημιουργία της, εμπορεύεται το γάλα των γαϊδουριών του, ενώ παράγει και σαπούνι, με βάση το γάλα γαϊδούρας και παρθένο ελαιόλαδο Καλαμάτας, το οποίο κατασκευάζεται με ψυχρή μέθοδο. Όπως μας είπε, στην αγορά «περπατάει» καλύτερα το σαπούνι, το οποίο χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση δερματολογικών προβλημάτων, αλλά και για καλλυντική χρήση.
Η φάρμα του κ. Ηλιόπουλου, την οποία ξεκίνησε για να έχει ένα επιπλέον εισόδημα, αριθμεί σήμερα πενήντα γαϊδούρια, που για τη διατροφή τους χρειάζεται περίπου 150 ευρώ ημερησίως, παρά το γεγονός ότι έχει μεγάλες ιδιόκτητες εκτάσεις, στις οποίες βόσκουν ελεύθερα.
Είναι μια δύσκολη δουλειά, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, χρειάζεται επιμονή και προσπάθεια, γιατί τα γαϊδουράκια ενδιαφέρονται και παράγουν γάλα μόνο για να θρέψουν τα μικρά τους και πρέπει, με έξυπνο τρόπο, να «κλέψεις» 200 με 300 γραμμάρια από το μικρό γαϊδουράκι τους πρώτους έξι μήνες, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Βασίλης επισήμανε ότι το γάλα στη συντήρηση διατηρείται μέχρι και πέντε ημέρες, ενώ στην κατάψυξη και στους -18 φτάνει και τα δύο χρόνια. Όλη την παραγωγή του την πουλά σε καταστήματα στην Αττική, στην Τρίπολη και στην Καλαμάτα.
Ο Βασίλης Ηλιόπουλος στράφηκε στην παραγωγή σαπουνιού, όπως τόνισε, γιατί όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που το χρησιμοποιούν για θεραπευτικούς λόγους και το «σαπούνι ΟΝΟΣ», το σαπούνι του, στην αγορά το βρίσκει κανείς στα πέντε με πεντέμισι ευρώ.
Κερδισμένος από το
γαϊδουρόγαλο και το σαπούνι
Ο Γιάννης Αντωνίου, ιδιοκτήτης παραδοσιακού παντοπωλείου στο κέντρο της Τρίπολης, μοναδικού στην Αρκαδία που εμπορεύεται γάλα και σαπούνι γαϊδούρας, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι έχει βάλει τα προϊόντα αυτά στο κατάστημά του τα πέντε τελευταία χρόνια, αν και στην αρχή ήταν πολύ διστακτικός, όμως η πραγματικότητα τον διέψευσε.
Υπογράμμισε πως οι πωλήσεις, τόσο του γάλακτος όσο όμως κυρίως του σαπουνιού, συνεχώς αυξάνουν, παρά το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά είναι ιδιαίτερα ακριβά και, μάλιστα, για τη δύσκολη οικονομική περίοδο που διανύουμε.
Πρόσθεσε πως τα προϊόντα γαϊδούρας τα αναζητούν στο κατάστημά του άνθρωποι που κάνουν πιο υγιεινή διατροφή και κάποιοι που έχουν προβλήματα υγείας, είτε για τόνωση του οργανισμού τους είτε λόγω δερματολογικών προβλημάτων.
Όπως σημείωσε, στόμα με στόμα γίνεται γνωστό το γαϊδουρόγαλο και το σαπούνι και όσοι το αγοράσουν για μια φορά, μετά το παίρνουν συνεχώς.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ