Ο Γιώργος Σεφέρης μπορεί να προσφέρει μια νότα αισιοδοξίας στο ποίημά του «Άρνηση», λέγοντας ότι κάποια στιγμή «πήραμε τη ζωή μας λάθος, κι αλλάξαμε ζωή», όμως σε ό,τι αφορά το μεσσηνιακό ελαιόλαδο εδώ και δεκαετίες όλοι βλέπουμε το λάθος, αλλά κανείς δε δέχεται να το αλλάξει.
Έτσι, από τους 40.000 – 50.000 τόνους που παράγουμε στο νομό, ανάλογα με την ελαιοκομική περίοδο, ελάχιστο είναι αυτό που εξάγουμε τυποποιημένο.
Το 2013, για παράδειγμα, σύμφωνα με σχετική έρευνα, τυποποιήθηκαν μόνο 1.400 τόνοι. Οι υπόλοιποι πουλήθηκαν χύμα – στη μεγάλη τους πλειοψηφία.
Κι όμως, πρόσθετα έσοδα από τις εξαγωγές ελαιολάδου ετησίως μπορεί να έχει η μεσσηνιακή οικονομία, εάν αυτός ο πλούτος αξιοποιηθεί κατάλληλα, δηλαδή σταματήσει να εξάγεται χύμα και ξεκινήσει να τυποποιείται και να αποκτά τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα.
Με άλλα λόγια, τα έσοδα από τις εξαγωγές ελαιολάδου μπορούν, σύμφωνα και με την κλαδική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, να δώσουν επιπλέον χρήματα σε όλους τους συμμετέχοντες φορείς (παραγωγοί, τυποποιητές, κράτος).
Ωστόσο, και στην περίπτωση του ελαιολάδου, φαίνεται να χάνουμε το τρένο, καθώς αν και η παγκόσμια ζήτηση για το προϊόν έχει υπερδιπλασιασθεί τα τελευταία 20 χρόνια, το μερίδιο του ελληνικού τυποποιημένου ελαιολάδου έχει μειωθεί από 6% στη δεκαετία του ’90 σε 4% την τελευταία πενταετία. Εάν, μάλιστα, δεν αλλάξει κάτι, η Ελλάδα σε λίγα χρόνια δε θα έχει να ανταγωνιστεί μόνο την Ιταλία και την Ισπανία, αλλά και άλλες χώρες που εισέρχονται δυναμικά στις διεθνείς αγορές, όπως είναι η Τυνησία, η Πορτογαλία, το Μαρόκο και η Τουρκία.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε και μια άλλη κλαδική μελέτη, η οποία υποστηρίζει ότι είναι μικρή ακόμη η αξία αγοράς στα προϊόντα ΠΟΠ στην Ελλάδα, παρ’ όλη την υψηλή τους ποιότητα.
Αυτά προκύπτουν από σχετική μελέτη της IBHS ΑΕ που εξετάζει τα προϊόντα ΠΟΠ (Προϊόντα Ονομασίας Προελεύσεως) & ΠΓΕ (Προϊόντα Γεωγραφικής Ένδειξης). Σύμφωνα με τον κ. Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectoral Studies Senior Analyst, σε ρεπορτάζ της ιστοσελίδας tovima.gr, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει επίσημα 101 ελληνικά προϊόντα, με τα 74 από αυτά να είναι ΠΟΠ και τα 27 ΠΓΕ. Η πολυπληθέστερη κατηγορία είναι τα φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί και όσπρια με 31 προϊόντα, τα 29 είναι ελαιόλαδα, τα 21 τυριά, τα 11 ποικιλίες ελιάς και τα 9 προϊόντα των υπολοίπων κατηγοριών.
Όμως, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμη να επωφεληθεί ουσιαστικά από την προστιθέμενη αξία που μπορούν να αποφέρουν τα εν λόγω προϊόντα στον αγροτοκτηνοτροφικό της κλάδο. Η χώρα μας κατατάσσεται στην 5η θέση της Ε.Ε., συγκεντρώνοντας το 8,4% του συνολικού αριθμού προϊόντων, ωστόσο το μερίδιό της διαμορφώνεται σε επίπεδο χαμηλότερο του 5% επί της συνολικής αξίας της ευρωπαϊκής αγοράς.
Το 2013 διακινήθηκαν συνολικά – τόσο εγχώρια όσο και στο εξωτερικό – πάνω από 160.000 τόνοι προϊόντων. Η φέτα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, όντας το πλέον αναγνωρίσιμο ελληνικό προϊόν. Το 2013 διακινήθηκαν συνολικά 94.765 τόνοι, ποσότητα αυξημένη κατά 9,5% σε σχέση με το 2012, με τους 37.000 τόνους (39% του συνόλου) να είναι εξαγωγές.
Επίσης, διατέθηκαν 4.200 τόνοι ελαιολάδου Σητείας, 2.350 τόνοι ελαιολάδου Χανίων, 1.400 τόνοι ελαιολάδου Καλαμάτας κ.λπ. Στις επιτραπέζιες ελιές, η μεγαλύτερη ποσότητα (σχεδόν 3.700 τόνοι) ήταν πράσινες ελιές Χαλκιδικής. Ακόμη, παρήχθησαν και διατέθηκαν 14.000 τόνοι μήλων Καστοριάς, 12.000 τόνοι μήλων Ζαγοράς Πηλίου, πάνω από 7.800 τόνοι πατάτας Κάτω Νευροκοπίου και 4.600 τόνοι κορινθιακής σταφίδας.
Αρκετά προϊόντα διακινούνται σε χύμα μορφή, ή ως μη ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντα, καθώς η διαδικασία τυποποίησης είναι χρονοβόρα και υψηλού κόστους. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στον τομέα του ελαιολάδου, όπου μόνο το 20% της παραγωγής τυποποιείται.
Τα περισσότερα προϊόντα καταναλώνονται κυρίως στην ελληνική αγορά, όπως εξάλλου και πριν καταχωρισθούν επίσημα από την Ε.Ε. Ούτως ή άλλως, ο περιορισμένος όγκος παραγωγής αρκετών προϊόντων δεν επιτρέπει την ανάπτυξη αξιόλογης εξαγωγικής δράσης, ενώ οδηγεί και σε υψηλότερα κόστη.
Σύμφωνα με την κυρία Αντιγόνη Αμπελακιώτη, Customer Support Manager της IBHS, «τα ελληνικά προϊόντα γεωγραφικής ένδειξης θα δώσουν την απαραίτητη προστιθέμενη αξία στην οικονομία μας, εφόσον υποστηριχθούν από το τρίπτυχο: α) πιο αποτελεσματικός μηχανισμός τυποποίησης, β) ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας και γ) καλύτερη οργάνωση των παραγωγών και ένταξή τους σε συνεταιριστικές ενώσεις.
Πάντως, περαιτέρω ώθηση θα αποτελέσει ενδεχόμενη κατοχύρωση των ονομασιών αυτών από τις ΗΠΑ, οι οποίες μέχρι στιγμής είναι αντίθετες στο θέμα της αναγνώρισης των ονομασιών που έχουν τεθεί από την Ε.Ε.».