Με παρέμβασή της στην προσωπική της ιστοσελίδα η βουλεύτρια Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ, Έλενα Ψαρρέα, αναδεικνύει τα ζητήματα και τα προβλήματα που την οδήγησαν, όχι μόνο να καταψηφίσει το μνημόνιο της κυβέρνησης, αλλά και να επιμένει στην κατάργησή του.
Λόγω της έκτασης του κειμένου δημοσιεύουμε τα κυριότερα αποσπάσματα:
«Το νομοσχέδιο που ήρθε στη Βουλή πριν από λίγες ημέρες για ψήφιση, είχε ως περιεχόμενο μια επικίνδυνη εξουσιοδότηση διαπραγμάτευσης, η οποία συμπυκνωνόταν στην απόφαση που είχαν λάβει οι επικεφαλής των κομμάτων στο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών μόλις μια μέρα μετά το μεγαλειώδες αποτέλεσμα του ΟΧΙ.
Η εξουσιοδότηση αυτή αφορούσε σε ένα τρίτο μνημόνιο, το οποίο φαινόταν ότι θα κατέληγε πολύ πιο σκληρό και τοξικό από τις ήδη απορριπτέες προτάσεις των θεσμών, όπως είχαν αποτυπωθεί στο δημοψήφισμα.
Επιπλέον, η πρόταση αυτή, συγκρινόμενη με την τακτική που είχε επιλεγεί για επιθετική διεκδίκηση της ανατροπής της λιτότητας και των μνημονίων και που προκάλεσε τόσο το κλείσιμο των τραπεζών όσο και τη λυσσώδη επίθεση του μνημονιακού μπλοκ και των συστημικών μέσων, φάνταζε ως άτακτη υποχώρηση.
Πόσω μάλλον, που αυτή η επιθετική στάση συγκέντρωνε τη στήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας και όταν αυτή η στήριξη αναφερόταν με ταξικά χαρακτηριστικά. Η εξουσιοδότηση της 10ης/7 ουσιαστικά τελμάτωνε την εξουσιοδότηση που είχαμε λάβει από την κοινωνία διπλά αναβαπτισμένη στις 25 Γενάρη και στις 5 Ιουλίου, να φέρουμε την ελπίδα σταματώντας τη λιτότητα.
Η διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε σε ένα τρίτο μνημόνιο με μέτρα υφεσιακά, κοινωνικά άδικα και μη βιώσιμα, ένα μνημόνιο που δε θα μπορούσε επ’ ουδενί να εφαρμοστεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η πεντάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους θεσμούς σύμφωνα με τη λαϊκή εντολή, δεν μπορούσε παρά να είχε σκοπό να βγάλει την κοινωνία από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.
Να αποκαταστήσει τις κοινωνικές αδικίες που είχαν συντελεστεί με περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και οριζόντια μέτρα έμμεσων φόρων και να επιβάλει ταυτόχρονα βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, την αστική τάξη, και σε αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την κρίση ως ευκαιρία κέρδους. Μεσούσης της διαπραγμάτευσης ψηφίστηκαν τα λιγοστά νομοσχέδια που αποκαθιστούσαν αδικίες του παρελθόντος.
Το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, η επαναπρόσληψη των διαθεσίμων, οι 100 δόσεις, κάπου εκεί σταμάτησαν όποιες παρεμβάσεις αφορούσαν στο δημοσιονομικό επίπεδο, ως μονομερείς ενέργειες απέναντι στη βούληση των θεσμών. Ακόμα κι αυτές που δεν είχαν κανένα δημοσιονομικό κόστος, όπως η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751.
Οι μονομερείς αυτές ενέργειες δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το πρόγραμμα που είχε ψηφιστεί στις 25 Γενάρη και που έπρεπε να είναι άμεσα υλοποιήσιμο, χωρίς να εξαρτάται από τις διαπραγματεύσεις.
[…] Ωστόσο, η επιλογή του δημοψηφίσματος ήρθε ως ευκαιρία να θέσουμε στο προσκήνιο το μεγάλο μας όπλο, τη λαϊκή βούληση. Εκείνο τον παράγοντα που έριξε όλες τις κυβερνήσεις της λιτότητας και των μέτρων. Το πιο δυνατό από όλα τα επιχειρήματα που είχαμε στη διαπραγμάτευση, την υποστήριξη του κόσμου, την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις δε διέθεταν.
Κι ο κόσμος, παρά τις δυσκολίες, έδωσε με το παραπάνω τη δύναμή του, με ένα 62%. Αυτή τη βούληση, αυτή τη δύναμη για έναν άλλο δρόμο ρήξης και ανατροπής, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, κανένα “ναι μεν αλλά” για να ξοδευτεί στο όνομα ανυπαρξίας εναλλακτικής, στο όνομα ενός μονόδρομου αντιλαϊκών μέτρων.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να μην ξοδευτεί η πολιτική εκπροσώπηση για τερματισμό των μνημονίων, όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, η οποία θα σημάνει την κατάργηση της δημοκρατίας και την απαξίωση της πολιτικής. Η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να θέσει την πολιτική στο επίκεντρο. Να γίνει ο λόγος της κοινωνικής διαπάλης και να αποτελεί παράγοντα συμμετοχής και ενεργοποίησης της κοινωνίας. Με το δημοψήφισμα το πιο απαιτητικό κομμάτι της κοινωνίας, η νεολαία, βρέθηκε ξανά ενεργό. Η παράβλεψη της απαίτησης του ΟΧΙ και η επαναφορά της λογικής του “όλοι ίδιοι είναι”, απειλεί να κλείσει το διακόπτη της συμμετοχής και να θέσει την πολιτική στο περιθώριο. Να υπάρξει οπισθοχώρηση, από τη συμμετοχή και τη συλλογικότητα, στην αδράνεια και τον ατομικισμό, στην απογοήτευση και στο μαρασμό της βούλησης, την ακύρωση της ελπίδας.
[…] Η Αριστερά των αγώνων δεν μπορεί να υιοθετεί τα αδιέξοδα. Δεν μπορεί να χρησιμοποίει ως επιχείρημα το μονόδρομο, ούτε να βρίσκει λύση μέσα από τεχνοκρατικές διαπιστώσεις. Το ήδη γνωστό, που το έχουμε βιώσει, αυτό ξέρουμε σίγουρα ότι πρέπει να απορριφθεί.
Προβάλλοντας την καταστροφή, κατασκευάζοντας βράχια και ξέρες προκειμένου να φοβόμαστε, στο τέλος θα περικυκλωθούμε από αυτά που εμείς φτιάξαμε και θα πέσουμε μέσα στο δικό μας και μόνο φόβο. Η δύναμη που κινεί την ιστορία είναι η δύναμη των πολλών, εκείνη που δε χωρά σε δωμάτια και γραφεία και είναι ποταμός στο πέρασμά της».