Οι επιπτώσεις της ύφεσης και η αναζήτηση πηγών ανάπτυξης, έφεραν στην επιφάνεια τον, έως τώρα υποτιμημένο, αγροτικό τομέα, τον οποίο, επί δεκαετίες, μεταχειρίστηκαν ως τον παράδεισο του πελατειακού συστήματος.
Η υποκρισία και σήμερα περισσεύει, καθώς, παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίστηκαν τα χρόνια προβλήματά του -ορισμένα επιδεινώθηκαν, ενώ προστέθηκαν και νέα-, καλείται, μέσα από μια «επίθεση φιλίας», να συμβάλει στην έξοδο από την κρίση. Σε ποια κατάσταση έχει περιέλθει όμως ο αγροτικός τομέας, ποια πορεία έχει διαγράψει την τελευταία δεκαετία και ειδικότερα την περίοδο της ύφεσης 2010-2014; Υπάρχει χώρος για συνέχιση της άνευ περιεχομένου, «φιλοαγροτικής» ρητορικής;
Ο αγροτικός τομέας βρίσκεται σε κρίση ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, πριν, δηλαδή, την ύφεση στο σύνολο της οικονομίας, που άρχισε το 2009/10. Η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, σε όλο το διάστημα 2006-2014, βαίνει μειούμενη από 7 σε 6 δισ. ευρώ. Καθώς η ενδιάμεση ανάλωση αυξήθηκε, η καθαρή προστιθέμενη αξία υποχώρησε το 2012 στο 73% του επιπέδου του 2005. Το επιχειρηματικό εισόδημα, επίσης, μειώθηκε κατά 177 εκατ. ευρώ (2006-2014).
Διευρύνθηκε η εξάρτηση του εισοδήματος από τις επιδοτήσεις. Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου υποχώρησαν το 2012 σχεδόν στο επίπεδο του 2002, ενώ από το 2009 παρατηρείται αποεπένδυση. Η χρηματοδότηση μειώθηκε στο διάστημα 2009-2014 κατά 61,1%. Η αποδοτικότητα της ενδιάμεσης κατανάλωσης μειώθηκε κατά 3,7% (2006-2012).
Ο κατάλογος των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων την τελευταία δεκαετία είναι μακρύς. Ωστόσο, η ύφεση (2010-2014) έπληξε με καταλυτικό τρόπο τον, ήδη προβληματικό, αγροτικό τομέα, καθώς επιβράδυνε ή/και αντέστρεψε διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι οι μόνες από τις οποίες είναι δυνατόν να προέλθουν ουσιαστικές λύσεις.
Η υψηλή ανεργία καθιστά απαγορευτική την έξοδο τού ανθρώπινου δυναμικού από τον πρωτογενή τομέα και διατηρεί τον βασικότερο παράγοντα πίεσης στο αγροτικό εισόδημα, δηλαδή την αναντιστοιχία ανάμεσα στον οικονομικώς ενεργό πληθυσμό και στη συμβολή στο ΑΕΠ. Η αναστολή της σύγκλισης των ανωτέρω μεγεθών λειτουργεί αποτρεπτικά στην αναπτυξιακή αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα, από την οποία θα ανεμένετο η δομική επίλυση στο ζήτημα του αγροτικού εισοδήματος. (Η παραπάνω εξέλιξη εκφράστηκε με την αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής του αγροτικού τομέα στην απασχόληση. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό ερμηνεύτηκε ως στοιχείο δυναμισμού, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά στοιχείο αντιστροφής της αναπτυξιακής διαδικασίας.)
Επιπλέον, η ύφεση, εκτός από την επιβράδυνση της εξόδου του ανθρώπινου δυναμικού προς τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, υπονομεύει μια εξαιρετικά σημαντική πηγή συμπλήρωσης του εισοδήματος που είναι η πολυαπασχόληση. Και οι δύο ανωτέρω επιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με την πολιτική της βίαιης εσωτερικής υποτίμησης (που, κατά τα λεγόμενα ορισμένων, θα έπρεπε να είχαμε ανακαλύψει). Αναμένεται να έχουν διάρκεια και θα αίρονται στον βαθμό που η οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης. Είναι προφανές ότι αυτή η διαδικασία δεν εξαρτάται από την αγροτική, αλλά κυρίως από τη γενικότερη οικονομική πολιτική.
Ωστόσο, στο διάστημα αυτό, είναι εφικτό να υπάρξουν συντονισμένες και στοχευμένες πολιτικές εντός του αγροτικού τομέα, ώστε να εξαντληθούν εκείνες οι δυνατότητες στήριξης του αγροτικού εισοδήματος που εξαρτώνται από αυτόν. Σε αυτές τις συνθήκες, η μείωση του κόστους παραγωγής αναδεικνύεται σε θέμα ζωτικής σημασίας. Τα περιθώρια, εντός του αγροτικού τομέα, είναι σημαντικά: τεχνογνωσία, τεχνική στήριξη, αποδοτικότητα εισροών, συλλογικές μορφές οργάνωσης, εξοπλισμός, υποδομές κ.λπ.
Αυτές, και πληθώρα άλλων ενεργειών και τομών, απαιτούν, όμως, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο της αγροτικής πολιτικής, που θα σέβεται, θα στηρίζει, θα κινητοποιεί και θα αξιοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό, στη βάση ενός σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης με στόχο τη διάχυση και όχι τη συγκέντρωση του οφέλους.
* Ο Ευάγγελος Νικολαΐδης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης