Ομιλία Τάκη Αναστόπουλου στο 6ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων στην Καλαμάτα

Ομιλία Τάκη Αναστόπουλου στο 6ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων στην Καλαμάτα

Οι παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι ανίατες, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι αέναη

Με πρωτοβουλία του ΤΕΙ πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας το τριήμερο που πέρασε το 6ο Συνέδριο Διοικητικών Επιστημόνων με θέμα τα «Εμπόδια και οι δυσχέρειες του εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης» με τη συμμετοχή εξεχόντων καθηγητών Πανεπιστημίου και ειδικών του κλάδου.
Ο Τάκης Αναστόπουλος, Επίτιμος Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Συνεδρίου, μίλησε στο κλείσιμο των εργασιών με στόχο να εμπλουτίσει την προβληματική με παραδείγματα από την επαγγελματική του εμπειρία, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής:
«Όλες οι κυβερνήσεις έχουν κατά καιρούς καταβάλει προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης, όπως διεξοδικά καταδείχτηκε κατά τη διάρκεια αυτού του Συνεδρίου. Μόνο για τη μεταπολεμική περίοδο, ήδη από το 1950, καταγράφονται 13 μελέτες διοικητικής μεταρρύθμισης, από την έκθεση Μαραγκόπουλου το 1950 και Βαρβαρέσου το 1952, ως την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ του 2011 και τη Λευκή Βίβλο του Ρέππα το 2012. Μία πλειάδα επιστημόνων όλων των ειδικοτήτων και στελεχών της Διοίκησης έθεσαν τη γνώση και την εμπειρία τους στην υπηρεσία της αποκατάστασης των χρόνιων προβλημάτων της Δημόσιας Διοίκησης. Όλες αυτές οι μελέτες δεν αρκέστηκαν να διαπιστώσουν το πρόβλημα, αλλά πρότειναν και την εκάστοτε ενδεδειγμένη θεραπεία. Αυτή, όμως, σπάνια ακολουθήθηκε πλήρως ή εφαρμόστηκε αποσπασματικά και πολύ συχνά εγκαταλήφθηκε ή αλλοιώθηκε στην πορεία. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν πολλά και σημαντικά βήματα. Η διαύγεια, το opengov, το Taxis ή τα ΚΕΠ – έργο ενός σπουδαίου Καλαματιανού, του Σταύρου Μπένου – έχουν μπει στη ζωή μας. Πράγματι, έχουν γίνει πολλά βήματα, αλλά όχι επαρκή, με συνέπεια, όσες προσπάθειες έγιναν, να μην τελεσφορήσουν.
Δεν πρέπει βέβαια να έχουμε την αυταπάτη ότι αρκεί μία συνολική μεταρρύθμιση για να λύσει όλα τα προβλήματα, όλες τις παθογένειες μια για πάντα. Για να μη γίνει η κατάσταση ανίατη θα πρέπει η προσπάθεια να είναι αέναη, γιατί η Διοίκηση ως ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται διαρκώς και άρα πάντα θα χρειάζονται καινούργιες προσαρμογές. Αρκεί να επιδεικνύεται το πολιτικό θάρρος για να παίρνονται την κατάλληλη στιγμή οι ενδεδειγμένες αποφάσεις.
Πράγματι η προσπάθεια πρέπει να είναι διαρκής. Όπως αναδεικνύεται και μέσα από τα τρία Μνημόνια, η ανάγκη Διοικητικής Μεταρρύθμισης είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που χρήζει επείγουσας αντιμετώπισης, καθώς συνδέεται άμεσα με την επιτυχία των προσπαθειών για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Όσο θα έχουμε χαμηλού επιπέδου Διοίκηση, θα ναρκοθετήσουμε τις υπόλοιπες προσπάθειες εξόδου από την κρίση.
Στον άμεσο ευρωπαϊκό μας περίγυρο αφθονούν τα πρότυπα χρηστής διοίκησης από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα. Αφού πρώτα εντοπίσουμε τις «βέλτιστες πρακτικές», θα πρέπει να τις προσαρμόσουμε μέσα από διαβούλευση στα καθ’ ημάς. Είναι, όμως, εξίσου απαραίτητο να τις κάνουμε κατανοητές και αποδεκτές από την κοινωνία. Κάθε αλλαγή έχει ελπίδες επιτυχίας μόνο αν συγκεντρώνει υψηλό βαθμό αποδοχής από τους πολίτες, οι οποίοι είναι και οι τελικοί κριτές. Το ζητούμενο είναι να κάνουμε τον μηχανισμό ταχύ, ευέλικτο και οικονομικό. Και κυρίως φιλικό, τόσο προς τους Διοικούντες, όσο και προς τους Διοικούμενους, δηλαδή να μας (εξ)υπηρετεί.

Θα είχε ενδιαφέρον να στραφούμε, για να αντλήσουμε παραδείγματα, προς μία διοίκηση με υψηλές προδιαγραφές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Συχνά αποκαλείται ζηλόφθονα «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», αν και έχει αξιολογηθεί ως μία από τις καλύτερες στον κόσμο.
Στο κέντρο της θα βρούμε τη σημασία που έχει η Γενική Γραμματεία, η οποία υπάγεται στον εκάστοτε Πρόεδρο και επέχει ρόλο συντονιστή για το σύνολο των Γενικών Διευθύνσεων και υπηρεσιών της Επιτροπής. Είναι το επιτελικό και συντονιστικό όργανο, που έχει ως κύριο μέλημα την τήρηση των διαδικασιών και του οδικού χάρτη, που συνοδεύει κάθε πρωτοβουλία σε όλα τα στάδια της θεσμικής ζωής της: την προπαρασκευαστική φάση, τη φάση του νομοθετικού ελέγχου και τέλος την εφαρμογή. Εξάλλου, για κάθε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης έχει προϋπάρξει η ex-ante αξιολόγηση των επιπτώσεων τόσο των δημοσιονομικών και γραφειοκρατικών, όσο και των επιπτώσεων στο περιβάλλον, αλλά και στην οικονομία, ειδικά στις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις προς αποφυγή πρόσθετων επιβαρύνσεων. Τέλος, ακολουθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα, που έχει προσυμφωνηθεί, η αξιολήγηση ex-post για να εξετασθεί αν η εμπειρία δείχνει ότι ένα νομοθέτημα/μία δράση χρήζει βελτίωσης. Όλες οι διαδικασίες που μεσολαβούν στις διάφορες φάσεις από την κυοφορία μιας απόφασης έως την υλοποίησή της γίνονται μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας Πρωτοκόλλου και είναι καταγεγραμμένες και τεκμηριωμένες σε ένα λεπτομερές ‘‘Εγχειρίδιο των διαδικασιών’’. Έτσι, ο κάθε υπάλληλος, σε όποια βαθμίδα της ιεραρχίας και αν βρίσκεται δεν αυτοσχεδιάζει, αλλά γνωρίζει επακριβώς πώς πρέπει να δράσει. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο σε περίπτωση αποχώρησης ενός υπαλλήλου κατοχυρώνεται η θεσμική μνήμη, κάτι που στην Ελλάδα λείπει τραγικά.
Κλείνοντας, θα επανέλθω με εύλογη συναισθηματική φόρτιση στην Έκθεση των Αναστόπουλου/Μακρυδημήτρη του 1990 για τη Μεταρρύθμιση και τον Εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης. Ο αδελφός μου Γιάννης Αναστόπουλος ήταν ένα άξιο τέκνο της Καλαμάτας, καθηγητής Νομικής στο ΕΚΠΑ και κυρίως ένας διανοητής και μελετητής της δημόσιας σφαίρας σε όλες της τις εκφάνσεις. Η πρόταση του 1990 ήταν μία πρωτοπορειακή πρωτοβουλία, η οποία με τις προτάσεις της έπαιρνε μέρος στη «συζήτηση» που είχε μόλις αρχίσει να γίνεται και στο Κοινοτικό επίπεδο. Με τη διαφορά ότι στις Βρυξέλλες αυτά έχουν εδώ και χρόνια γίνει πράξη, ενώ σε εμάς είναι ακόμα το ζητούμενο. Σταχυολογώ μερικές από τις προτάσεις, που αν είχαν στον καιρό τους πραγματοποιηθεί, πολλά απο τα σημερινά προβλήματα δεν θα υπήρχαν.
– Προτεινόταν ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου και ειδικότερα της παρουσίας της χώρας στην ΕΕ να εξασφαλίζεται στο υψηλότερο επίπεδο, με τη δημιουργία θέσης Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης με μία Γενική Γραμματεία κοινοτικών υποθέσεων.
– Στην καρδιά της πρότασης βρισκόταν ο προγραμματισμός και ο προϋπολογισμός, δηλαδή, η προγραμματική και προϋπολογιστική ενότητα και συνοχή. Δεν προτείνεται τίποτα χωρίς την αντίστοιχη πρόβλεψη κονδυλίων και πρωπικού. Πρόκειται για αρχές που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οργάνωσης των υπηρεσιών κάθε σύγχρονης Δημόσιας Δίοικησης.
– Και τέλος η ανάγκη βελτίωσης και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των υπαλλήλων μέσα από την έρευνα παραγωγικότητας.

Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ακόμα ελληνικό παράδοξο. Η πραγματοποίηση τομών και ουσιαστικών διορθωτικών κινήσεων χωλαίνει στην υλοποίηση. Και όχι μόνο σε σχέση με τη Δημόσια Διοίκηση, η οποία δικαίως θεωρείται ως η μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε και τις αναγκαίες τομεακές μεταρρυθμίσεις, με πρώτη τη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη ή στην Εκπαίδευση, όπου τελικά η μεταρρύθμιση, ματαιώνεται κάθε μέρα!
Το βέβαιο είναι ότι κινούμαστε ως εκκρεμές ανάμεσα στη δυσανεξία προς την έννοια μεταρρύθμιση και την άκριτη ή βεβιασμένη υιοθέτηση αλλαγών, χωρίς να τις έχουμε προηγουμένως καλοχωνέψει. Η μόνη σταθερά είναι ότι ακόμα και σε περίοδο κρίσης και συρρίκνωσης του Δημόσιου τομέα, η Δημόσια Διοίκηση θεωρείται γέρας της εξουσίας και η νομή της συνεπάγεται διανομή θέσεων εργασίας. Γιατί, τελικά, οι δυσχέρειες εκσυγχρονισμού της Δημόσιας Διοίκησης είναι ένα ακόμα σύμπτωμα των παθογενειών του πολιτικού μας συστήματος».