Συνεχίζοντας και στο σημερινό μας φύλλο το αφιέρωμα στο έργο του Στέφαν Τσβάιχ «Ο φόβος», που αποτελεί τη φετινή κεντρική παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Έλενας Πέγκα, επιχειρούμε μια μικρή προσέγγιση στον συγγραφέα και το συγκεκριμένο έργο του.
Μέσα από κείμενα που αντλήσαμε από το crashonline.gr και τον «Ριζοσπάστη», μαθαίνουμε ότι ο συγγραφέας με τεράστιο αριθμό πωλήσεων (γνωστός σε ολόκληρη την υδρόγειο μέσω των μεταφράσεών του σε δεκάδες γλώσσες), έχει μια κοινή θεματική βάση στις ιστορίες του: το ζήτημα της αυτοκτονίας με την οποία έκλεισε κι ο ίδιος τον μάλλον σύντομο κύκλο του βίου του.
Το γιατί αυτοκτόνησε ο Τσβάιχ το ξέρουμε από επιστολές που έγραψε σε φίλους του μερικούς μήνες προτού συμβεί το γεγονός. Έχοντας εξοριστεί από την πατρίδα του, λόγω της επιβολής του ναζιστικού καθεστώτος, και νιώθοντας εξόριστος και από τη γλώσσα του, εξαιτίας τού ότι ήταν η γλώσσα που είχε εκ των πραγμάτων ταυτιστεί με τη χιτλερική εξουσία, ο Τσβάιχ έδωσε σίγουρα με την αυτοχειρία διέξοδο και σε ένα μονιμότερο πρόβλημά του: στη βαριά κατάθλιψη η οποία τον καταδίωκε από τα νεανικά του χρόνια. Οι νουβέλες που έχουν ήδη μελετηθεί εις βάθος από τους ειδικούς, δείχνουν πως το θέμα της αυτοκτονίας όχι μόνο τον απασχόλησε επί δεκαετίες, αλλά και πήρε ποικίλες μορφές στα βιβλία του.
Τα έργα του, είτε λογοτεχνικά είτε βιογραφικά, αποτυπώνουν το Μεσοπόλεμο με τον καλύτερο και πιο ψυχαναλυτικό τρόπο κατά πολλούς. Περιγράφει με την ίδια ευκολία την κομψή «belle epoque» από τη μια πλευρά και από την άλλη προσπαθεί να αναλύσει τις αιτίες πίσω από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη. Και παρ ’όλο που μέχρι τη δεκαετία του ’50 τουλάχιστον, ο Τσβάιχ θεωρούνταν ένας από τους διασημότερους συγγραφείς παγκοσμίως, στις επόμενες δεκαετίες το όνομά του έπεσε στη λήθη, για να ανασυρθεί και πάλι τα τελευταία χρόνια.
Στις περισσότερες από τις νουβέλες του, το πρόσωπο το οποίο μετατρέπεται σε κέντρο της αφήγησης καταλήγει αργά ή γρήγορα στην αυτοκτονία προκειμένου να απαλλαγεί από τα δεινά που το βασανίζουν επί της γης. Αν, όμως, πολλοί έσπευσαν να μεμφθούν τον Τσβάιχ για τη δική του αυτοκτονία (μεταξύ αυτών και ο Τόμας Μαν), μια αυτοκτονία κόντρα στη συγγραφική του επιτυχία και σχεδόν ακατανόητη αν συνυπολογίσουμε το κοινωνικό κύρος και την οικονομική του ευμάρεια, οι ήρωες στις νουβέλες τού έχουν όντως φτάσει από εκατό δρόμους στο όριο (όπως θα έλεγε ο δικός μας Καρυωτάκης) της σιωπής.
Ποιοι ακριβώς, ωστόσο, είναι αυτοί οι ήρωες; Άντρες απεγνωσμένα ερωτευμένοι και την ίδια ώρα τυραννισμένοι από ένα βαθύ αίσθημα ενοχής, που δεν επιτρέπει το παραμικρό περιθώριο για ελπίδα και απαντοχή. Υπηρέτριες από την επαρχία και στρατιώτες τραυματισμένοι στον πόλεμο, υπάρξεις με άλλα λόγια ταπεινές και καταφρονεμένες, που μετά βίας καταλαβαίνουν τι συμβαίνει τριγύρω τους και οι οποίες όταν παραβιαστεί η καθιερωμένη τάξη ξέρουν μόνο πως δεν μπορούν να συνεχίσουν. Κι επίσης, άνθρωποι που αδίκησαν κάποτε κατάφωρα τους συντρόφους τους για να αδικηθούν αργότερα χειρότερα από αυτούς και να μη βρουν ποτέ ούτε μια στιγμή ψυχικής ανάπαυσης.
«Ο φόβος»
«Ο Φόβος» είναι μια από τις καλύτερες και πιο καλογραμμένες νουβέλες του. Είναι ο φόβος μιας παντρεμένης, που απίστησε από περιέργεια και ανία, όχι από έρωτα, είναι ο φόβος της αποκάλυψης που την παραλύει κυριολεκτικά. Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο φόβος του θεού, των παιδιών, της αμαρτίας, είναι ο φόβος της μεγαλοαστής που για τίποτε στον κόσμο δε θέλει να θυσιάσει τα αγαθά της, τα κεκτημένα της. Κι αυτό συμβαίνει είτε επειδή η κυρία Ιρένε είναι Αυστριακή και δεν έχει το πάθος της Ρωσίδας ομολόγου της, της Άννα Καρένινα, ούτε διαθέτει την τραγική αφέλεια της Γερμανίδας Εφη Μπριστ και φυσικά δεν τη χαρακτηρίζει το πείσμα και η ελαφρότητα – για να μη χρησιμοποιήσουμε βαρύτερο χαρακτηρισμό – της περιβόητης Μαντάμ Μποβαρί, είτε γιατί ο Στέφαν Τσβάιχ υπήρξε πολύ ευγενικός και ως άνθρωπος και ως συγγραφέας.
Η κυρία Ιρένε, σύζυγος μεγαλοδικηγόρου, είναι τριάντα χρονών. Είναι όμορφη, πολύ όμορφη. Είναι καλλιεργημένη, ως Αυστριακή έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη μουσική και όταν αποφασίζει να διαπράξει τη μοιχεία, διαλέγει ένα νεαρό πιανίστα. Για ένα μικρό διάστημα αφήνεται στο ερωτικό πάθος, αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι δε νιώθει και πολλά γι’ αυτόν τον φλογερό καλλιτέχνη. Και κάθε φορά που κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού της, λέει μέσα της ότι δε θα τα ξανανέβει. Πως είναι η τελευταία φορά. Δε θέλει να διακινδυνεύσει τίποτε από όσα έχει. Την πολυτελή και ανέμελη ζωή της, το πανέμορφο και ασφαλές σπίτι της, τα δυο της παιδιά που μάλλον τα συμπαθεί παρά τα αγαπά, ούτε να χάσει το σύζυγό της, που της είναι αφοσιωμένος και της έχει χαρίσει στιγμές πάθους, αλλά και απέραντης τρυφερότητας. Με λίγα λόγια, η κυρία Ιρένε είναι μια καλοβολεμένη μεγαλοαστή, που τα θέλει όλα, με την προϋπόθεση όμως εκείνη να μη δώσει κάτι από τον εαυτό της και να μη στερηθεί το παραμικρό. Την τελευταία φορά που κατεβαίνει «τα ερωτικά σκαλοπάτια» του εραστή της, στην εξώπορτα θα συναντήσει μια γυναίκα, μια γυναίκα του λαού, μια προλετάρια, όπως με αηδία την αποκαλεί. Και εκείνη θα αρχίσει να την… εκβιάζει. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ένας εφιαλτικός έως και παραληρηματικός φόβος, που δε θα την οδηγήσει στην ομολογία, αλλά σε μια απόπειρα αυτοκτονίας… Ο Τσβάιχ με χειρουργική ακρίβεια τέμνει της ψυχή της μεγαλοαστής, για να περιγράψει και να αναλύσει με δραματική ένταση τις μύχιες σκέψεις μιας γυναίκας της τάξης της.
Επιμέλεια: Χάρης Χαραλαμπόπουλος