Πριν από μερικούς μήνες είχαμε αναδημοσιεύσει στη ιστοσελίδα του «Θάρρους» ένα κείμενο γεμάτο αναμνήσεις με τίτλο «Από τον Κολοσούρτη, μια διαδρομή του χθες», το οποίο είχε δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα arcadians.gr.
Τελικά, όμως, όπως τα έφεραν τα μπλόκα – και συγκεκριμένα αυτό της Νεστάνης- η διαδρομή μέσω του Κολοσούρτη έγινε και διαδρομή του σήμερα.
Όσοι, δε, ταξίδεψαν αυτές τις ημέρες μέσω αυτής, θυμήθηκαν τα σουβλάκια και το ρυζόγαλο στους Μύλους, ενώ εμείς που δεν τα είχαμε προλάβει, τα μάθαμε.
Όσο για τη διαδρομή, με μια λέξη «εμετική».
Ακολουθεί το κείμενο που σας αναφέραμε πιο πάνω:
«Τα παλιά λεωφορεία είχαν στο πίσω μέρος τη μεταλλική σκάλα, οι αχθοφόροι από εκεί ανέβαιναν στην οροφή τους και τοποθετούσαν τις αποσκευές των επιβατών. Διαδικασία χρονοβόρα, διότι πάντοτε οι αποσκευές πήγαιναν στην πλάστιγγα για να μετρηθούν. Τα παλιά λεωφορεία Mercedes και Scania είχαν περιορισμένους χώρους, μεγάλες όμως αντοχές οι μηχανές τους.
Στην πλατεία του Άργους πολυκοσμία, οι άνθρωποι σε διαρκή κίνηση, φωνές δίχως κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Όλοι κάπου πήγαιναν δίχως να κατανοώ το πού. Έτρεχα δίπλα στο πρακτορείο να πιάσω σειρά για σουβλάκι καλαμάκι, τη νοστιμιά του ακόμα την κρατάω. Με το άκουσμα της σφυρίχτρας το μαγαζί άδειαζε και το λεωφορείο ξεκινούσε. Όταν άρχιζε τη διαδρομή του, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν πολύ κωμική, στην οροφή του κάθε λογής πραμάτεια, από αποσκευές μέχρι και κότες!
Όταν περνούσε το λεωφορείο τους Μύλους και τη διασταύρωση για Κιβέρι – Ξηροπήγαδο – Άστρος, η αδρεναλίνη άρχιζε και ανέβαινε λες και ζήλευε το αγκομαχητό του. Ο δρόμος στενός μέχρι το πρώτο πέταλο. Πολλοί επιβάτες στον παλιό “κολοσούρτη” έκλειναν τα μάτια από το φόβο, ειδικά σε κείνα τα πέταλα που η μούρη του λεωφορείου έχασκε στο γκρεμό. Πάντα θυμάμαι τον αγώνα του οδηγού στον κολοσούρτη, πώς έστριβε το τεράστιο τιμόνι στα πέταλα, πώς άλλαζε ταχύτητες χαράζοντας πορεία με το λεβιέ.
Στα γυρίσματά του ο κολοσούρτης αποζημίωνε όσους σαν κι εμένα είχαν τα μάτια ανοικτά και έκαναν πως δε φοβόντουσαν, μας χάριζε σε κάθε του στροφή τον Αργολικό κόλπο, το απόλυτο μπλε μιας ονειρικής εικόνας. Μια ώρα δρόμος ήταν η διαδρομή αυτή και ίσως περισσότερο μέχρι να φτάσουμε στο διάσελο και να πάρουμε την κατηφόρα για τον Αχλαδόκαμπο. Απέναντί μας τώρα έστεκε η γέφυρα του τρένου, ενώνοντας ένα μεγάλο φαράγγι. Ο δρόμος για τον Αχλαδόκαμπο είχε τις δικές του δυσκολίες, στενότερος από τον κολοσούρτη και με κλίση πολύ μεγαλύτερη από αυτόν.
Μετά τον Αχλαδόκαμπο το λεωφορείο, παίρνοντας γι’ άλλη μια φορά ανηφορική πορεία, βγάζοντας μαύρους καπνούς πίσω του, έβγαινε δειλά δειλά στο αρκαδικό οροπέδιο. Ο τόπος έλαμπε σαν τον χρυσό από τα θερισμένα χωράφια και τις εναπομείναντες καλαμιές, το χώμα μοσκοβόλαγε αγριάδα και το τέλος μιας περιόδου γόνιμης για τον αγρότη. Τα επόμενα χωριά, Στενό, Αγιωργίτικα, ήταν γεμάτα ζωή. Στα ηλιοκαμένα πρόσωπα διέκρινες χαρά, σκεπασμένα όλα από την τραγιάσκα που τη φορούσαν χειμώνα – καλοκαίρι. Ο καταναλωτισμός ήταν άγνωστη λέξη για τους ήρωες αυτούς της καθημερινότητας. Είχαν να θρέψουν φαμελιά, πού να μείνουν, εκτός από τα απαραίτητα, για αγορές περιττές.
Στο βάθος φάνηκε η Τρίπολη, η πόλη, η πρωτεύουσα, η πατρίδα των παππούδων μας. Μπαίνοντας στο σταθμό δίπλα στον Άγιο Βασίλη, τα πράγματα έπαιρναν τη σωστή τους διάσταση, η κούραση μονομιάς εξαφανιζόταν. Το ταξίδι για το χωριό είχε πολύ δρόμο ακόμα, αρχικά με το λεωφορείο και στη συνέχεια με τ’ άλογα καβάλα. Όλα σαν σε ταινία με πρωταγωνιστές εμάς και σκηνοθέτη την αρκαδική γη. Η ταινία αυτή συνεχίζεται ακόμα, οι ρόλοι έχουν κάπως αλλάξει, σκηνοθέτης πάντα η ευλογημένη ελληνική γη».
Για την αντιγραφή,
Π.Μπ.