Απάντηση του Διεθνούς Διαγωνισμού Athena σε άρθρο του κ. Τσορώνη


Κύριε διευθυντά,
θα θέλαμε να απαντήσουμε στο άρθρο του κ. Τσορώνη που δημοσιεύσατε στις 10/4/2016, σχετικά με το διεθνή διαγωνισμού ελαιολάδου «Athena International Olive Oil Competition» (ATHIOOC), που πρόσφατα οργανώσαμε στην Αθήνα.
Στο άρθρο του ο κ. Τσορώνης εγείρει πολλά ενδιαφέροντα θέματα, τα οποία απασχολούν όλους όσοι εμπλέκονται στην οργάνωση διεθνών διαγωνισμών ελαιολάδου, συμπεριλαμβανομένων των κριτών που συμμετέχουν σε αυτούς. Είναι θέματα που ασφαλώς απασχόλησαν και εμάς και αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών ωρών συζήτησης στη διαδικασία σχεδιασμού του διαγωνισμού. 
Πέρα από κάποιες επισημάνσεις του κ. Τσορώνη (στις οποίες θα επανέλθουμε στο τέλος), που είναι εντελώς άστοχες καθότι ανακριβείς – και τις οποίες θα μπορούσε να είχε αποφύγει με ένα απλό τηλεφώνημα-, η βασική του κριτική εστιάζεται στο γεγονός ότι δεν έγινε προκαταρκτική γευστική δοκιμή όλων των δειγμάτων, με στόχο: α) να αποκλειστούν εξαρχής τα ελαττωματικά δείγματα και β) να καταταγούν τα υπόλοιπα ελαιόλαδα στις τρεις (προσφάτως έγιναν τέσσερις) γνωστές κατηγορίες γευστικής έντασης.
Η επιλογή μας να μη γίνει ένα προκαταρκτικό «ξεσκαρτάρισμα» ήταν συνειδητή και όχι το αποτέλεσμα άγνοιας, αμέλειας ή οτιδήποτε άλλου. Εάν καλοσκεφτεί κανείς τι ακριβώς σημαίνει στην πράξη μία «πρώτη φάση αξιολόγησης», θα αντιληφθεί πως στην πραγματικότητα πρόκειται για μία διαδικασία αδιαφανή, άδικη και με αβέβαια αποτελέσματα. Αντί, δηλαδή, να δοκιμαστούν όλα τα δείγματα από την επίσημη κριτική επιτροπή του διαγωνισμού και σύμφωνα με τον κανονισμό του, καλείται μία ολιγομελής επιτροπή (από σούπερμεν;) να δοκιμάσει πριν από τον ίδιο το διαγωνισμό εκατοντάδες δείγματα χωρίς κανείς να γνωρίζει πού, πώς και πότε, και μάλιστα, σύμφωνα με τη διεθνή πρωτοτυπία του κ. Τσορώνη, να πετάξει εκτός διαγωνισμού όσα θεωρηθούν ελαττωματικά και στη συνέχεια να κατατάξει τα υπόλοιπα σε τρεις ή και τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες!
Αληθινά δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε πώς μία τέτοια διαδικασία θα εξασφάλιζε την «απόλυτη διαφάνεια» σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στον Athena και πώς θα ήταν προτιμότερο να κριθεί ένα ελαιόλαδο ελαττωματικό στην «πρώτη φάση αξιολόγησης» από 2-3 κριτές, αντί στον καθαυτό διαγωνισμό από 7 κριτές (5 διεθνείς και 2 εγχώριοι) [Δεν αναφερόμαστε καν στο πώς διασφαλίζεται η τυφλή γευστική δοκιμή σε μία πρώτη φάση αξιολόγησης].
Σε ό,τι αφορά την εκ προτέρων ή μη κατάταξη των ελαιολάδων σε διαφορετικές κατηγορίες έντασης, που είναι ένα πολύ πιο σοβαρό και βάσιμο επιχείρημα, ο κ. Τσορώνης λέει τα εξής: «Τα ελληνικά ελαιόλαδα υστερούν σε ένταση σε σχέση με τα αντίστοιχα ισπανικά ή ιταλικά, γι’ αυτό το λόγο κανένα ελληνικό ελαιόλαδο δεν έλαβε διπλό χρυσό μετάλλιο (ανώτερη διάκριση). Οι κλιματολογικές συνθήκες της φετινής χρονιάς επέτειναν το πρόβλημα. Άλλωστε, οι σημαντικότερες διακρίσεις που έχουν λάβει ελληνικά ελαιόλαδα σε διαγωνισμούς δεν είναι στην κατηγορία του υψηλού φρουτώδους, αλλά στις επόμενες σε ένταση κατηγορίες. Είμαι της άποψης ότι η αξιολόγηση όλων των ελαιόλαδων μαζί, χωρίς την προηγούμενη ταξινόμησή τους σε κατηγορίες, αδίκησε τα ελληνικά ελαιόλαδα και τους στέρησε την ανώτερη διάκριση».
H ένσταση του κ. Τσορώνη δε στερείται αξίας, αλλά δε μας βρίσκει σύμφωνους. Καταρχάς θεωρούμε πως η απονομή των ίδιων μεταλλίων (Χάλκινο, Αργυρό, Χρυσό, Διπλό Χρυσό) σε τρεις ή τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες ελαιολάδων είναι κάτι το εντελώς δυσνόητο για τον καταναλωτή, ο οποίος στρέφεται στα αποτελέσματα ενός διαγωνισμού για να βρει κατευθύνσεις στις επιλογές του (τι έχει μεγαλύτερη αξία: ένα χάλκινο μετάλλιο στην «υψηλή» κατηγορία ή ένα χρυσό στη «χαμηλή»;).
Ο ATHIOOC δεν είναι ο μοναδικός διεθνής διαγωνισμός που δεν ακολουθεί πλέον το  διαχωρισμό των ελαιολάδων σε γευστικές κατηγορίες και είμαστε βέβαιοι πως στο μέλλον όλο και περισσότεροι διαγωνισμοί θα ακολουθήσουν αυτόν το δρόμο.
Έστω, όμως, ότι η προσέγγιση αυτή θα ευνοούσε τα ελληνικά ελαιόλαδα να αποσπάσουν την ανώτατη διάκριση. Μα την αποσπούν συστηματικά κάπου αλλού και δεν το ξέρουμε; Όχι, βέβαια, και μία γρήγορη σύγκριση των αποτελεσμάτων του ATHIOOC με εκείνα άλλων διεθνών διαγωνισμών, δείχνει πως το επίπεδο βράβευσης των ελληνικών ελαιολάδων είναι απόλυτα συγκρίσιμο με τις επιτυχίες τους σε άλλους διεθνείς διαγωνισμούς. Εκτός κι αν ο κ. Τσορώνης εννοεί ότι θα ήθελε ένα διεθνή διαγωνισμό κομμένο και ραμμένο (tailor-made) στα μέτρα του ελληνικού ελαιολάδου, δηλαδή αναξιόπιστο. Ή ένα διεθνή διαγωνισμό που θα διεξάγεται μόνο τις χρονιές εκείνες που οι κλιματολογικές συνθήκες είναι τέλειες για το ελληνικό ελαιόλαδο. Δε θέλουμε να αδικήσουμε τον κ. Τσορώνη, που είναι ένας εξαιρετικός επαγγελματίας που σίγουρα δε σκέφτεται έτσι. Όπως όλοι μας, αναπόφευκτα δυσανασχετεί όταν δε βλέπει τα ελληνικά προϊόντα, που όλοι αισθανόμαστε ως μέρος του εαυτού μας, να μην ανεβαίνουν στα πιο υψηλά σκαλοπάτια της διάκρισης. Η λύση, όμως, δεν είναι να φέρουμε το διαγωνισμό στα μέτρα μας, αλλά τα ελαιόλαδά μας στα υψηλότερα επίπεδα της διεθνούς αγοράς. Η δυναμική του ελληνικού ελαιόλαδου είναι τεράστια και δεν έχει ανάγκη από χατίρια ή αντιμετώπιση ως «ελαιόλαδο με ειδικές ανάγκες», και εάν σήμερα δεν καταφέρνει ακόμα να πάρει μεγαλύτερο αριθμό μεταλλίων με την ανώτατη διάκριση, η λύση δεν είναι το… ντόπινγκ αλλά η πιο σκληρή προπόνηση. Πάντως, η «συγκομιδή» της Ελλάδας στον ATHIOOC, στις υπόλοιπες κατηγορίες βράβευσης (Χρυσά, Αργυρά, Χάλκινα) δεν πρέπει να θεωρείται απογοητευτική, όπως θέλει να μας πείσει ο κ. Τσορώνης.
Τώρα, όσον αφορά το «Διεθνές Συμβούλιο Ελαιοκομίας», όπως το αναφέρει ο κ. Τσορώνης, όντως δίνει οδηγίες για τη διοργάνωση διαγωνισμών, αλλά μέχρις εκεί. Όταν επιχείρησε να γίνει η «ομπρέλα» όλων των διεθνών διαγωνισμών ελαιόλαδου, εκείνοι αντέδρασαν, κάτι που σίγουρα γνωρίζει ο κ. Τσορώνης. Ο διαγωνισμός Mario Solinas είναι πράγματι ένας σπουδαίος διαγωνισμός, αλλά αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι διαγωνισμοί πρέπει να είναι κλώνοι του! (Ειρήσθω εν παρόδω: το ελαιόλαδο με την υψηλότερη βαθμολογία του ATHIOOC είναι το ίδιο που πήρε την υψηλότερη βαθμολογία στο Mario Solinas – και σε πολλούς άλλους διαγωνισμούς- και αυτό σίγουρα κάτι λέει για την αξιοπιστία του διαγωνισμού μας, όπως και το γεγονός ότι τη 2η ημέρα του διαγωνισμού οι 4 κριτικές επιτροπές ξαναδοκίμασαν εν αγνοία τους 4 ελαιόλαδα στα οποία την 1η ημέρα είχαν βρει ελαττώματα σε χαμηλή ένταση και επαναβεβαίωσαν την κρίση τους).
Επίσης, το μοντέλο διαγωνισμού που προτείνει ως ιδανικό ο κ. Τσορώνης, οδηγεί σε ελάχιστα βραβεία και αρκετούς «επαίνους» (αναρωτιόμαστε: γιατί τότε οι ελαιοπαραγωγοί θα ήταν ευχαριστημένοι και δεν θα «γκρίνιαζαν»;).
Το μοντέλο του ATHIOOC και πολλών άλλων, απολύτως επιτυχημένων και συνεχώς ανερχόμενων διεθνών διαγωνισμών, είναι διαφορετικό και εξίσου σεβαστό παγκοσμίως. Και εάν επιλογή του ATHIOOC ήταν να δώσει οπωσδήποτε πολλά και μεγάλα βραβεία, θα έθετε εξ αρχής πολύ χαμηλότερα τον πήχη των βαθμών ανά μετάλλιο, όπως κάνουν πολλοί άλλοι διεθνείς διαγωνισμοί (Ο ιταλικός διαγωνισμός PremioΒiol, για παράδειγμα, απονέμει μόνο Αργυρά, Χρυσά και Μεγάλα Χρυσά μετάλλια, με τα Μεγάλα Χρυσά να είναι όσα λάδια αποσπούν από 75% και πάνω!).
Το ότι δεν ακολουθήσαμε αυτόν το δρόμο, δε θα έπρεπε, νομίζουμε, να είναι λόγος επίπληξης. Επίσης, δε βλέπουμε από πού προκύπτει το συμπέρασμα ότι όσα λάδια δεν πήραν μετάλλιο ήταν ελαττωματικά. Όπως έχουμε ανακοινώσει επισήμως, από το σύνολο των ελαιολάδων που διαγωνίστηκαν, 46% κέρδισαν μετάλλιο, 39% ήταν ελαττωματικά και 15% δεν κέρδισαν μετάλλιο χωρίς να είναι ελαττωματικά.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις παρατηρήσεις του κ. Τσορώνη για τη σύσταση της κριτικής επιτροπής του ATHIOOC και τις υποτιθέμενες συνέπειες που νομίζει ότι προέκυψαν, θα πούμε απλά πως αυτές δεν τον τιμούν ως επαγγελματία του ελαιολάδου, ενώ για το κόστος συμμετοχής, που το βρίσκει «αρκετά υψηλό», καλύτερη επιβεβαίωση για το «λογικό», αν όχι ανταγωνιστικό ποσό ανά συμμετοχή, είναι τα 256 δείγματα από την πρώτη κιόλας χρονιά της διοργάνωσης. Στο δε παράδειγμά του (διαγωνισμός OVIBEJA), λησμόνησε να αναφέρει πως ο εν λόγω διαγωνισμός είναι απλώς τμήμα έκθεσης γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και έτσι μπορεί να δέχεται τα δείγματα δωρεάν.
Κάθε συζήτηση για το ελαιόλαδο είναι συναρπαστική και θα μπορούσαμε να απαντήσουμε και σε άλλα σημεία, ήσσονος σημασίας, του άρθρου του κ. Τσορώνη, αλλά δε θέλουμε να καταχραστούμε άλλο χώρο από τη φιλόξενη σελίδα του «Θάρρους».
Σε κάθε περίπτωση, ελπίζουμε του χρόνου ο κ. Τσορώνης να έχει το χρόνο να συμμετάσχει ως κριτής στον ATHIOOC, ώστε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι και ιδία γεύσει πώς λειτουργεί ο διαγωνισμός μας.
Με εκτίμηση,
Ντίνος Στεργίδης
Πρόεδρος διαγωνισμού
 
Μαρία Κατσούλη
Διευθύντρια